Η πρώτη αιτία αν θέλουμε να την δούμε αξιολογικά, θα μπορούσε να θεωρηθεί και θετικός λόγος. Στη δυτική κουλτούρα, αν υπάρχει κάποιο στοιχείο προόδου για καθέναν από μας, αυτό είναι το στοιχείο εξατομίκευσης. Το να μπορείς, δηλαδή, να ζεις ως άτομο, ως μονάδα, με τον τρόπο που σε ικανοποιεί. Το να αισθάνεσαι ότι δεν έχεις την ανάγκη να είσαι με κάποιον για να υπάρχεις.
Στην Ελλάδα, τα τελευταία είκοσι χρόνια, λόγω κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών, έχουμε απομακρυνθεί από το παλιό μοντέλο που περιείχε τους συγγενείς ή το λίγο νεότερο, αυτό της πυρηνικής οικογένειας. Το ότι εργάζεται σήμερα μια γυναίκα είναι απολύτως φυσιολογικό. Όπως δεν είναι καθόλου παράξενο το ότι οι δύο σύζυγοι έχουν ξεχωριστά βιβλιάρια τραπέζης. Έχουν κοινές παρέες και κοινούς φίλους, αλλά έχουν κι έναν ατομικό «χώρο» ζωής.
Ο δεύτερος σημαντικός παράγοντας που δημιουργεί πρόβλημα στη σχέση του ζευγαριού, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι η ίδια η εποχή μας. Μια εποχή κρίσης αξιών. Όλες οι εξωτερικές αναφορές που έδιναν νόημα ή επέβαλλαν καταστάσεις στους ανθρώπους, έχουν εκλείψει. Για παράδειγμα, στη Μάνη πριν από 100 χρόνια θα ήταν εξωφρενικό να χωρίσεις τη στιγμή που ακόμα και η χηρεία – παρότι δεν ήταν επιλογή – ήταν στίγμα. Αν σου τύχαινε, θεωρούσαν ότι δεν ανήκεις στον κόσμο των υπολοίπων. Αυτός όμως δεν ήταν παρά ένας κοινωνικός εξαναγκασμός που λειτουργούσε υπέρ της διατήρησης του γάμου. Σήμερα δεν υπάρχουν τέτοιοι καταναγκασμοί. Όπως δεν υπάρχουν και όλες αυτές οι συνθήκες που έδιναν νόημα στη ζωή μας. Τα περισσότερα ζευγάρια των σημερινών σαραντάρηδων δημιουργήθηκαν τον καιρό που τα φοιτητικά χρόνια ήταν ιδιαίτερα έντονα. Έτσι, η σχέση τους ήταν βαθιά επηρεασμένη από κείνο το κλίμα. Μέσα από τις αξίες, τα ιδανικά, τους αγώνες έδιναν νόημα και στην προσωπική τους ζωή. Παλιότερα ακόμη, οι γονείς έδιναν νόημα στη ζωή τους ζώντας μόνο για τα παιδιά τους και πέθαιναν ευτυχισμένοι, όταν κατάφερναν να βγάλουν «χρήσιμους ανθρώπους στην κοινωνία». Αυτά τα στοιχεία που έδιναν νόημα στη ζωή των ζευγαριών δεν υπάρχουν σήμερα ούτε και κάποια άλλα πιο σοβαρά ή πιο περίτεχνα (ένας καλύτερος κόσμος, δικαιοσύνη, η χαρά της κοινής ζωής, η ερωτική απελευθέρωση). Από τη στιγμή που λείπουν όλα αυτά και δεν έχεις πια απέναντί σου μια κοινωνία για να στήσεις τα σκηνικά σου και να παίξεις το παιχνίδι της ζωής σου, καλείσαι να μεταφέρεις το παιχνίδι μέσα στην ίδια τη σχέση, αφού ο σύντροφός σου είναι το μόνο ζωντανό και με απαιτήσεις κομμάτι της ζωής σου».
Το σύγχρονο ζευγάρι καλείται να τα βγάλει πέρα μέσα σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες. Έργο δύσκολο, αν σκεφτεί κανείς ότι τις περισσότερες φορές λείπει η ωριμότητα, αφού, κατά μέσο όρο, οι Έλληνες και κυρίως οι Ελληνίδες οι μεν γύρω στα 35 και οι δε στα 30 τους. Λίγο αργότερα – συνήθως στον πέμπτο ή στον έβδομο χρόνο του γάμου τους, σύμφωνα με έρευνα, βρίσκονται στα πρόθυρα του διαζυγίου.
Είναι γεγονός πως η ανασφάλεια που βιώνουν οι άνθρωποι απέναντι στις προκλήσεις και στο έντονο ρυθμό της σύγχρονης ζωής είναι ένας τρίτος βασικός λόγος που, συχνά, δημιουργεί πρόβλημα στις σχέσεις. Έτσι, λοιπόν, η ανασφάλεια αυτή μπορεί να μας οδηγήσει σε μια δυσλειτουργική σχέση εξάρτησης. Παρόλο που η επαγγελματική και συναισθηματική ανασφάλεια θα περιμέναμε να οδηγεί, κυρίως, σε αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, φαίνεται πως μερικούς ανθρώπους τους κάνει πιο αδιάλλακτους, πιο φιλόδοξους και πιο εγωκεντρικούς. Αυτοί οι άνθρωποι καθοδηγούνται συνήθως από μια προσπάθειά να αποφύγουν την «παγίδα της εξάρτησης» και της προσκόλλησης στο σύντροφό τους. Το «μοίρασμα», όμως, των συναισθημάτων, των προβληματισμών και ακόμα της ανασφάλειας που νιώθουμε με τον ερωτικό μας σύντροφο είναι, κατά κύριο λόγο, αυτό που κάνει μια σχέση βαθύτερη και ουσιαστικότερη.
Φαινόμενο της εποχής αποτελεί και η ευκολία με την οποία οι νέοι άνθρωποι από τους πρώτους κιόλας μήνες της σχέσης ή της κοινής τους ζωής αναφέρουν το χωρισμό σα λύση σε ένα πρόβλημα που προκύπτει. Κατά κάποιο τρόπο, τα νέα ζευγάρια μοιάζουν προετοιμασμένα και συμφιλιωμένα από την αρχή με την ιδέα του χωρισμού. Δεν αποδέχονται το συμβιβασμό σα λύση σε κάποια ζητήματα εμμένοντας εγωκεντρικά στις απόψεις και στις αποφάσεις τους. Δυστυχώς, στην εποχή μας οι άνθρωποι προσαρμόζονται δύσκολα και δεν έχουν το απαιτούμενο ψυχικό σθένος για να αντιμετωπίσουν μια κατάσταση όπως είναι η δέσμευση και η αποκλειστική αφοσίωση σε ένα άτομο.
Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που πολλοί άνθρωποι διατηρούν ευκαιριακές και χωρίς εσωτερικό περιεχόμενο σχέσεις παρασυρόμενοι από το φόβο της δέσμευσης. Τι σημαίνει όμως φόβος της δέσμευσης; Φοβάμαι να δεσμευτώ σημαίνει διστάζω να μοιραστώ συναισθήματα, να εμπιστευτώ και να γίνω ευάλωτος μπροστά σε κάποιον άλλον άνθρωπο. Αυτό που λησμονούν, ωστόσο, όσοι καθοδηγούνται από τον φόβο αυτό είναι ότι έννοιες όπως η συντροφικότητα και το συναισθηματικό δέσιμο με κάποιον μπορεί να μας προσφέρουν συναισθήματα που θα μας οδηγήσουν στην εσωτερική πληρότητα και την συναισθηματική αρτιότητα.
Τέλος, τα σύγχρονα προβλήματα, που ξεκίνησαν μετά την μαζική αστικοποίηση και κυρίως από το έντονο στρες στον χώρο της εργασίας, οφείλονται εκτός των άλλων και στο γεγονός της απομόνωσης μέσα στο σπίτι μας, μετά την δουλειά. Όταν παλιά δεν υπήρχε τηλέφωνο και οι φίλοι κυρίως βρίσκονταν δίπλα μας, ήταν εύκολο να βγει ο κόσμος έξω από το σπίτι να διασκεδάσει, να κουβεντιάσει και να ξεσκάσει όπως έλεγαν. Δηλαδή αρκετά χρόνια πριν τα σπίτια μας δεν μας κρατούσαν μέσα. Η ψυχαγωγία και η επικοινωνία γινόταν έξω από αυτά. Ήθελες να μιλήσεις με κάποιον φίλο πήγαινες σπίτι του, ήθελες να χαλαρώσεις πήγαινες στον καφενέ ή στην γειτονιά. Σιγά αλλά σταθερά, η τεχνολογία μας έκλεισε μέσα στο σπίτι. Τηλέφωνο, τηλεόραση, τηλεχειριστήριο, κομπιούτερ, δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, μας απομακρύνανε από την ουσιαστική άμεση επικοινωνία, την αληθινή επαφή και κάναμε τηλε-σχέσεις.
Έτσι, νιώθοντας αυτή την έλλειψη άμεσης επικοινωνίας, καταλήξαμε να ζητάμε από τον μοναδικό άνθρωπο που βρίσκετε μαζί μας στο σπίτι μας να γίνει ο φίλος, ο πατέρας, η μητέρα, ο σύντροφος, ο εραστής. Και φυσικά οι άνθρωποι δεν είναι πλασμένοι ούτε εκπαιδευμένοι να παίξουν αυτό τον ρόλο. Στην προσπάθεια μας να τα καταφέρουμε απογοητευόμαστε και κουραζόμαστε, χωρίς να το θέλουμε. Από την άλλη, η ανάγκη μας να ικανοποιήσουμε της ανάγκες μας μέσα από τον σύντροφο μας, δημιουργεί ανεκπλήρωτα θέλω. Πολύ φυσιολογικά λοιπόν εμφανίζεται η αίσθηση της έλλειψης και από μας και από τους κοντινούς μας, η όποια οδηγεί όλο και περισσότερα ζευγάρια στην απογοήτευση και στον χωρισμό.
Κύριες αιτίες διαζυγίου που επικαλούνται συχνά τα ζευγάρια
Εάν κάποιος από τους δύο απατήσει τον άλλο ή διατηρεί παράλληλη σχέση.
Εάν κάποιος εκ των δύο είναι αλκοολικός, βίαιος και ασχολείται με τον τζόγο.
Εάν ο σύντροφός μας, μας ζηλεύει, μας καταπιέζει, μας εγκλωβίζει.
Εάν νιώσουμε δυστυχισμένοι και όχι ευτυχισμένοι.
Σε περίπτωση που δεν υπάρχει καλή ερωτική ζωή ή όταν δεν υπάρχει καθόλου ερωτική επαφή.
Κάποιοι θεωρούν αιτία χωρισμού την έλλειψη εμπιστοσύνης, σεβασμού και όταν δεν υπάρχει αλληλοκατανόηση και αμφίπλευρες υποχωρήσεις.
Όταν ο ένας από τους δύο αλλάξει προς το χειρότερο και δεν μας εξηγεί τους λόγους της αλλαγής αυτής.
Όταν νιώσουμε πως δεν δίνουμε χαρά και αγάπη στο σύντροφό μας.
Ίσως η ρουτίνα και η έλλειψη ενδιαφέροντος είναι ακόμη μία αιτία χωρισμού.
Αν κάποιος από το ζευγάρι άρχιζε να φλερτάρει με άλλους ανθρώπους.
Αν υπήρχαν οικονομικά ή άλλα οφέλη από αυτό το γάμο.
Μία ακόμη αιτία χωρισμού είναι όταν δεν μας καλύπτει συναισθηματικά ο σύντροφός μας.
Πολλές είναι οι αιτίες για έναν χωρισμό και διαφορετικές για τον κάθε χαρακτήρα. Το σημαντικό είναι να συζητήσουμε με τον άνθρωπό μας και να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τα “θέλω του” και τις αιτίες που οδήγησαν τη σχέση σε ένα τέλμα. Κάποιες φορές υπάρχει αγάπη, σεβασμός, εκτίμηση απλά η σχέση κάνει τον κύκλο της και τελειώνει. Είναι σωστό να σκεφτούμε ώριμα το ενδεχόμενο ενός χωρισμού, ειδικά όταν υπάρχουν και παιδιά στο γάμο.