Απ’ τη στιγμή που ένα παιδί έρχεται στον κόσμο αρχίζει να ζητά την προσοχή και τη φροντίδα του γονιού, την προστασία και τη βοήθειά του. Μεγαλώνοντας παίρνει πρωτοβουλίες, κάνει επιλογές και επιδεικνύει τη θέληση να πει, να κάνει, να μάθει και να συναναστραφεί, να είναι αυτόνομο. Τι γίνεται, όμως, με εκείνα τα παιδιά που εξελίσσονται αλλιώς, καταλήγοντας άβουλα, απρόθυμα να επιλέξουν για τον εαυτό τους και να εκφράσουν τη γνώμη ή την επιθυμία τους;
Οι γονείς επιλέγουν αντί για εκείνα
Δεν είναι ανάγκη ένας γονιός να είναι υπερπροστατευτικός για να στέρησει απ’ το παιδί του τη χαρά της ελεύθερη βούλησης ή, έστω, της εκδοχής που αντιστοιχεί στο προστατευόμενο μέλος της οικογένειας. Αρκεί να μην έχει αρκετό χρόνο για «πειράματα» ή τη διάθεση να δώσει στο παιδί την ευκαιρία να κάνει «λάθος».Και όμως, απ’ τη στιγμή που έχει μεγαλώσει αρκετά για να ξεχωρίζει τι θέλει και να κατανοεί τι ζητάτε από ‘κείνο, είναι προτιμότερο να δίνετε στο παιδί μία ασφαλή γκάμα επιλογών απ’ το να επιλέγετε διαρκώς εσείς το τι θα φάει, τι θα φορέσει, που θα κάτσει, τι παιδικό θα δει και με ποιο παιχνίδι θα παίξει. Έτσι, δεν θα ανησυχείτε μήπως επιλέξει κάτι «κακό» κι εκείνο θα εκπαιδεύεται στο να κάνει επιλογές, όχι μόνο με οδηγό το ένστικτο ή κάποιο απωθημένο, αλλά και με τη λογική του.
Δωροδοκούν την υπακοή και δαιμονοποιούν το λάθος
Στη σχέση γονέα-παιδιού η φράση «καλό παιδί» σημαίνει συνήθως «υπάκουο παιδί», εκείνο, δηλαδή, που ακολουθεί κατά γράμμα τις οδηγίες των γονιών, εκπληρώνει τις επιθυμίες τους και ανταποκρίνεται στο μοντέλο που έχουν ορίσει ή, απλώς, τους βολεύει. Αντίθετα, «κακό παιδί» είναι εκείνο που «δεν ακούει», που «κάνει του κεφαλιού του» και που, σε γενικές γραμμές, πατά στα όρια που οι γονείς του θέτουν καθημερινά μέχρι να τα εμπεδώσει.
Δυστυχώς, η υπερβολική χρήση αυτού του στερεοτυπικού δίπολου, οδηγεί το παιδί στο να μάθει ότι αρκεί να είναι υπάκουο για να λαβαίνει ως αντάλλαγμα είτε εκπλήξεις π.χ. ένα παγωτό είτε, απλώς, την ηρεμία του. Απ’ την άλλη, του δημιουργεί τον φόβο ότι η ανυπακοή ή το «λάθος» το στιγματίζουν και, στη χειρότερη περίπτωση, επιφέρουν δυσάρεστες τιμωρίες. Αντ’ αυτού δείξτε του ότι το λάθος είναι αφορμή για ένα χρήσιμο μάθημα και πως η υπακοή σε κανόνες που δεν κατανοεί το σκεπτικό τους είναι στείρα και ανούσια, χωρίς κανένα μακροπρόθεσμο ώφελος.
Κρίνουν και συγκρίνουν χωρίς λόγο
Είναι φυσιολογικό για ένα παιδί να μην είναι ιδιαίτερα καλό σε ό,τι κάνει, είτε επειδή είναι η πρώτη φορά είτε επειδή δεν έχει βρει ακόμη που είναι η κλίση του είτε, απλώς, επειδή δεν το έχει κατανοήσει πλήρως, δεν το έχει «κατακτήσει». Ο ρόλος του γονιού είναι να βρίσκεται δίπλα του, να του εξηγεί ό,τι δεν κατανοεί και να ενθαρρύνει το παιδί να προσπαθεί περισσότερο, όταν, βέβαια, θέλει κι εκείνο.
Σε καμία περίπτωση δεν είναι να κρίνει το παιδί ούτε να το συγκρίνει με αδέρφια, ξαδέρφια ή φίλους που έχουν υψηλές επιδόσεις στην ίδια δραστηριότητα και, σίγουρα, όχι να το χαρακτηρίζει με υποτιμητικά επίθετα ή παρατσούκλια δημιουργώντας το στίγμα μέσα του, πρωτίστως, πριν απομακρυνθεί καν από το οικογενειακό περιβάλλον.
Θυμηθείτε, λοιπόν, τη δική σας παιδική ηλικία, τις δικές σας αποτυχημένες προσπάθειες και το συναίσθημα που σας προκαλούσε η αποδοκιμασία και η αδιαφορία απέναντι στην ανάγκη σας να προσπαθήσετε για κάτι καλύτερο. Προσφέρετε στο παιδί σας ένα υποστηρικτικό περιβάλλον που ευνοεί την πρωτοβουλία και ξορκίζει τον φόβο της αποτυχίας πριν γιγαντωθεί με μη αναστρέψιμα αποτελέσματα.
Λίνα Σερέτη Πηγή