Η αυτοεκτίμηση είναι ισχυρή ανθρώπινη ανάγκη, που συνεισφέρει ουσιωδώς στην ανθρώπινη διεργασία. Είναι απαραίτητη για τη φυσιολογική και υγιή ανάπτυξη.
Όταν υπάρχει έλλειψη θετικής αυτοεκτίμησης, παρεμποδίζεται η ψυχολογική μας ανάπτυξη. Η θετική αυτοεκτίμηση λειτουργεί σαν να είναι, κατ’ ουσία, το ανοσοποιητικό σύστημα της συνείδησης και προσφέρει αντοχή, δύναμη και ικανότητα ανάπλασης.Όταν η αυτοεκτίμηση είναι χαμηλή, η αντοχή μας προς τις αναποδιές της ζωής μειώνεται. Συντριβόμαστε μπροστά σε αντιξοότητες, τις οποίες μια υγιέστερη αίσθηση του εαυτού θα μπορούσε να έχει εξαφανίσει. Τείνουμε να επηρεαζόμαστε από την επιθυμία να αποφεύγουμε τον πόνο μάλλον, παρά να βιώνουμε τη χαρά. Τα αρνητικά έχουν μεγαλύτερη δύναμη πάνω μας από τα θετικά.
Εμπόδια στην ανάπτυξή της αυτοεκτίμησης
Η αυτοεκτίμηση ξεκινάει από την παιδική ηλικία και γι’ αυτό σημαντικό ρόλο παίζει ο τρόπος με τον οποίο μας μεταχειρίζονται οι γονείς μας όταν είμαστε παιδιά.
Οι γονείς, λοιπόν, εγείρουν σοβαρά εμπόδια στην ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης του παιδιού όταν:
* Μεταδίδουν την εντύπωση ότι αυτό δεν είναι «αρκούντως επαρκές».
* Το τιμωρούν επειδή εκφράζει «απαράδεκτα» συναισθήματα.
* Το γελοιοποιούν ή το ταπεινώνουν.
* Μεταδίδουν το μήνυμα ότι οι σκέψεις ή τα συναισθήματα του παιδιού δεν έχουν αξία ή σημασία.
* Προσπαθούν να το ελέγχουν προξενώντας του ντροπή ή ενοχές.
* Το υπερπροστατεύουν και συνεπώς εμποδίζουν τη φυσιολογική μάθηση και την αύξηση της αυτάρκειας.
* Το ανατρέφουν χωρίς κανόνες κι έτσι δεν υπάρχει δομή στήριξης ή, αντίθετα, το ανατρέφουν με κανόνες που είναι αντιφατικοί, καταπιεστικοί, προξενούν σύγχυση και δε συζητούνται. Σε κάθε περίπτωση εμποδίζουν τη φυσιολογική ανάπτυξη.
* Αρνούνται την αντίληψη που έχει αυτό για την πραγματικότητα και κατά συνέπεια το ενθαρρύνουν να αμφιβάλλει για τη νοημοσύνη του.
* Μεταχειρίζονται προφανή δεδομένα ως μη πραγματικά, αναταράσσοντας την αίσθηση που έχει αυτό για τον ορθολογισμό. Για παράδειγμα, όταν ένας αλκοολικός πατέρας κατευθύνεται παραπατώντας προς το τραπέζι κατά το δείπνο, πάει να καθίσει στο κάθισμα αλλά πέφτει κάτω, ενώ η μητέρα συνεχίζει να τρώει ή να μιλάει σαν να μη συνέβη τίποτα.
* Το τρομοκρατούν με σωματική βία ή την απειλή της, «ενσταλάζοντας» έτσι το φόβο στα κύτταρά του.
* Το μεταχειρίζονται σαν σεξουαλικό αντικείμενο.
* Του λένε ότι είναι κακό, ανάξιο ή αμαρτωλό από τη φύση του.
H ανάληψη πρωτοβουλιών και η ενθάρρυνση του παιδιού εκ μέρους των «μεγάλων» είναι ιδιαίτερα σημαντικές, γιατί έτσι συντελείται το πρώτο μεγάλο βήμα προς την αυτονομία και την ανεξαρτησία, που συνεπάγονται αίσθημα ικανοποίησης για ό,τι το παιδί δοκιμάζει και πετυχαίνει μόνο του.
Αντίθετα, η αποθάρρυνση από το να αναλάβει πρωτοβουλίες, με υπερβολικούς περιορισμούς ή τιμωρίες, μπορεί να προκαλέσει στο παιδί ενοχές αλλά και αίσθημα ανεπάρκειας και εξάρτησης, που επιδρούν αρνητικά στη διαμόρφωση της αυτοαντίληψής του.
Στην πορεία της κοινωνικοποίησης του παιδιού αποκτούν σημασία, εκτός από την οικογένεια, και οι δάσκαλοι και οι συνομήλικοί του, καθώς αξιολογούνται πια και οι επιδόσεις του στο σχολείο και αρχίζει να κρίνει τον εαυτό του σε σχέση με τα άλλα παιδιά.
Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι για το χτίσιμο της αυτοεκτίμησής μας, κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία, είναι ιδιαίτερα ισχυρή η επίδραση των «Σημαντικών Άλλων».
Όπως υποστηρίζουν πολλοί παιδοψυχίατροι, οι Άλλοι συντελούν στο να επικυρώσουμε αυτό που είμαστε, γιατί ο τρόπος με τον οποίο μας βλέπουν επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας. H αντιμετώπισή τους και οι σχέσεις που έχουμε μαζί τους επικυρώνουν ή καταρρίπτουν την εικόνα που έχουμε εμείς για τον εαυτό μας, και αυτό μάλλον ακολουθεί κυκλική πορεία. Όλα αυτά ισχύουν και έχουν ιδιαίτερη σημασία για να κατανοήσουμε πώς πλάθεται η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας.
Αυτό όμως στο οποίο διίστανται οι απόψεις των ειδικών είναι το κατά πόσο παραμένει σταθερή ή μεταβάλλεται η αυτοεκτίμηση κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Φαίνεται λοιπόν ότι, αν και μέχρι το τέλος της εφηβείας έχουν μπει τα θεμέλια για υψηλή ή χαμηλή αυτοεκτίμηση, μπορεί κάποια σημαντικά αρνητικά γεγονότα να την κλονίσουν ή, αν είναι θετικά, να την ενισχύσουν.
Στα πρώτα συγκαταλέγονται τραυματικά βιώματα, όπως ο θάνατος αγαπημένων ανθρώπων, ανίατες ή μακροχρόνιες ασθένειες, αποτυχίες στην επαγγελματική σταδιοδρομία, ξαφνικές μεγάλες αλλαγές του τρόπου ζωής, κρίσεις μέσα στην οικογένεια, ακόμα και «απλές» προσωπικές κρίσεις σε «δύσκολες» ηλικίες (εμμηνόπαυση, κρίση μέσης ηλικίας, συνταξιοδότηση).
Σε αυτές ακριβώς τις δύσκολες περιόδους όμως είναι που χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ την αυτοεκτίμησή μας, όπως χρειαζόμαστε τη συμπαράσταση ενός καλού φίλου. Σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές της ζωής μας, φαίνεται ότι έχουμε ανάγκη όχι από μια «ρεαλιστική» θεώρηση της πραγματικότητας αλλά από μία λιγότερο ή περισσότερο «παραμορφωμένη» -προς το θετικό- εικόνα της πραγματικότητας και των ιδιοτήτων του εαυτού μας, η οποία μας επιτρέπει να υποτιμήσουμε τις δυσκολίες, να υπερεκτιμήσουμε ίσως τις δυνατότητές μας και να δούμε τελικά το ποτήρι μισογεμάτο αντί για μισοάδειο.