Είναι πλατιά αποδεκτό στην κοινωνία ότι το ελληνικό σχολείο χρειάζεται ριζική αλλαγή γιατί είναι από τα πιο παραδοσιακά και καθυστερημένα. Αυτό είναι το κύριο αίτιο που τα Ελληνόπουλα βρίσκονται στο διεθνές πρόγραμμα PISA στην ουρά των 30 χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ στο επίπεδο αριστείας φτάνει μόνο 1% (!). Η ριζική αλλαγή είναι μεγάλη ανάγκη να ξεκινήσει από την πρώτη βαθμίδα. Εάν τα παιδιά στα πρώτα τους σχολικά βήματα ταυτίσουν τη μάθηση με την πλήξη και τον καταναγκασμό, αυτό αλλάζει πολύ δύσκολα αργότερα.
– Η απόχτηση λειτουργικής γνώσης
Το σχολείο είναι εγκλωβισμένο στη μαθησιακή λογική του 19ου αιώνα (διδασκαλία και εξέταση). Ο σύγχρονος δρόμος για τη γνώση χτίζει τα θεμέλια για τη σταδιακή κατάκτηση των αφηρημένων εννοιών και οδηγεί τα παιδιά να «μάθουν πώς να μαθαίνουν». Αντί τεκμηρίωσης που είναι μακροσκελής, περιορίζομαι σε λίγα παραδείγματα.
Στα πρώτα βήματα της μάθησης τα παιδιά εξοικειώνονται με το υπόβαθρο της επιστημονικής γνώσης ότι δεν κατακτιέται με τις αισθήσεις η γνώση της πραγματικότητας (με τα μάτια μου για την πορεία του ήλιου «γνωρίζω» ότι γυρίζει γύρω από τη γη) και επίσης με τις αφηρημένες έννοιες. Π.χ. μαθαίνουν με την άνοδο στην ταράτσα ή την εκδρομή σε ένα λόφο να διαπιστώνουν τις μεγάλες διαφορές στην «εικόνα» της πραγματικότητας ανάλογα με την απόσταση και την οπτική γωνία. Π.χ. εξοικειώνονται με τις αφηρημένες έννοιες της ιστορίας (παρελθόν, ιστορικός χρόνος, μικρή και μεγάλη διάρκεια) καθώς και τις έννοιες της ιστορικής εξέλιξης και αλλαγής, φέρνοντας από το σπίτι φωτογραφίες και οικογενειακά κειμήλια κάθε είδους, που παρατηρούν και εντοπίζουν ομοιότητες και διαφορές με το σήμερα στην ενδυμασία, τις συμπεριφορές, τον τρόπο ζωής, το σχολείο, ύστερα την αισθητική, τις αξίες, τους ρόλους των φύλων κ.ο.κ. την εποχή που τα ίδια τα παιδιά ήταν βρέφη, την παλιότερη όταν οι γονείς ήταν παιδιά και την ακόμα παλιότερη των γιαγιάδων και παππούδων.
Τα μεγάλα παιδιά εφαρμόζουν π.χ. γνώσεις μαθηματικών στην προσωρινή διαρρύθμιση του χώρου για τον συμμαθητή που έσπασε το πόδι του, ερευνούν π.χ. και συνθέτουν γνωστικές πληροφορίες για την καθημερινή ζωή και τα αισθήματα ενός ομήλικου σε ένα χωριό της δεκαετίας του 1950 ή ενός κοριτσιού παλιότερων εποχών, ψάχνουν π.χ. στο Σύνταγμα σε ποια άρθρα αντιστοιχεί η ερμηνεία της εξέγερσης των φοιτητών στο Πολυτεχνείο το Νοέμβριο 1973 κ.ο.κ.
Κατακτούν σταδιακά τη λειτουργική γνώση, τη μόνη που μπορεί να οδηγήσει αργότερα στην ικανότητα παραγωγής νέας γνώσης.
– Τα σχολικά βιβλία και η κριτική σκέψη
Όλα τα σχολικά βιβλία είναι προϊόντα μιας εποχής περασμένης, όταν μόνος πομπός της γνώσης ήταν το σχολείο. Ζούμε την εποχή της τεχνολογίας και της μαζικής πληροφόρησης. Η γνώση είναι διαθέσιμη ηλεκτρονικά σε ποσότητα τεράστια και παρουσία βομβαρδιστική.
Άρα το σχολείο, οι μέθοδοι και τα βιβλία πρέπει να μεταδίδουν στους μαθητές γνώσεις και εργαλεία για ν’αποχτήσουν τις ικανότητες να διαχειρίζονται την πληθώρα των διαθέσιμων γνωστικών πληροφοριών, να ξεδιαλέγουν όσες γνώσεις είναι χρήσιμες κάθε φορά, να διαμορφώνουν κριτήρια για να μπορούν να ελέγχουν την εγκυρότητά τους. Στη συνέχεια το σχολείο καθοδηγεί τα παιδιά να μάθουν πώς να συνθέτουν τις γνωστικές πληροφορίες για να καταλήγουν στο γνωστικό αποτέλεσμα.
Αποφεύγεται έτσι η μνημική γνώση που είναι προσωρινή καθώς διαρκεί ένα διάστημα και μετά φθίνει, επίσης είναι άχρηστη καθώς μπορεί να αναπαραχθεί σε πλαίσιο εξετάσεων αλλά δεν λειτουργεί σε άλλα πλαίσια. Καλλιεργείται η λειτουργική γνώση που δεν ξεχνιέται και οδηγεί σε αναγωγές. Λειτουργική είναι π.χ. εκείνη η γνώση των καλών αγωγών του ηλεκτρισμού που σταματάει αυθόρμητα τον κάτοχό της από το να βάλει ένα καρφί σε μία πρίζα, είναι επίσης η ικανότητα να αξιοποιεί σε ένα γνωστικό πεδίο συνδυαστικά γνώσεις από άλλο πεδίο.
– Οι εκπαιδευτικοί
Είναι η επαγγελματική κατηγορία που επηρεάζει σημαντικά τις νέες γενιές, άρα προκαθορίζει το μέλλον μιας χώρας. Η κοινωνία που θα έβαζε τους ψηλότερης ποιότητας διανοουμένους της (με αυτή τη σειρά) στα νηπιαγωγεία, τα δημοτικά, τα γυμνάσια και τα λύκεια, θα μεταμόρφωνε θεαματικά τη δημιουργικότητα των νέων γενεών, την ευφυΐα, την κοινωνική ευθύνη, την εφευρετικότητα, την ικανότητα παραγωγής νέας γνώσης.
Η μέγιστη αυτή κοινωνική σημασία του εκπαιδευτικού επαγγέλματος επιβάλλει το κοινωνικό κύρος που του αντιστοιχεί και την καταλληλότητα αυτών που θα το ασκήσουν. Είναι κοινός τόπος ότι η κατοχή επιστημονικής γνώσης δεν αρκεί για να μεταδώσει κανείς αυτή τη γνώση σε παιδιά, επίσης ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι κατάλληλοι για εκπαιδευτικοί. Άρα χρειάζονται ειδικές γνώσεις αλλά και κριτήρια επαγγελματικής καταλληλότητας. Είναι απαραίτητο εκτός του πτυχίου ένα ειδικό δίπλωμα εκπαιδευτικής επάρκειας, με ένα μέρος γνωστικό και ένα έτος άσκησης στη διδασκαλία υπό εποπτεία και τελική κρίση (κάτι αντίστοιχο με την άσκηση των γιατρών και των δικηγόρων). Καθώς έτσι το εκπαιδευτικό επάγγελμα γίνεται δυσκολότερο, θα πρέπει να συνοδευτεί με σημαντική αύξηση των αποδοχών και μέτρα για την ανύψωση του κοινωνικού του κύρους.
– Η ελληνική γλώσσα
Γλωσσική διδασκαλία δεν σημαίνει μόνο να μάθουν τα παιδιά να γράφουν σωστές συντακτικά και γραμματικά προτάσεις. Σημαίνει να αποχτήσουν γλωσσική κριτική ικανότητα. Η κριτική γλωσσική εγρήγορση κατακτιέται σταδιακά καθώς μαθαίνουν να διαβάζουν, ας πούμε, «ανάμεσα στις γραμμές». Ασκούνται π.χ. από μικρά να αναγνωρίζουν σε προφορικά κείμενα με ποια ιδιότητα μιλάει ένας ομιλητής (με του γονιού, του φίλου, του γνώστη, του αφεντικού κά.), αν μιλάει αυθόρμητα, προσεγμένα, τυπικά, ειρωνικά κτλ. Σε γραπτά κείμενα, ποιος τα έγραψε, σε ποιον απευθύνονται, με τι στόχο γράφτηκαν, τι μας ενδιαφέρουν εμάς κτλ. Ασκούνται στη συνέχεια να τοποθετούν τα κείμενα άλλων εποχών στο ιστορικό τους πλαίσιο και να τα «διαβάζουν» (δηλαδή κατανοούν) μέσα στις μεγάλες διαφορές της εποχής τους από σήμερα. Μόνο τότε μπορούν να τα καταλάβουν σε βάθος, άρα και να τα βρουν ενδιαφέροντα. Αν ασκηθούν τα παιδιά ώστε να γίνουν ευαίσθητοι κριτικοί δέκτες του τι καταφέρνουν με τη γλώσσα οι άλλοι, θα μπορέσουν και θα θελήσουν να γίνουν αποτελεσματικοί πομποί έντεχνου λόγου. Και κάτι ακόμα πολύ σημαντικό. Με την άσκηση στην αποκρυπτογράφηση των έμμεσων μηνυμάτων, μπορούν να γίνουν όχι παθητικοί δέκτες αλλά επαρκείς «αναγνώστες» του λόγου των εξουσιών. Έτσι μεγαλώνοντας θα γίνουν κριτικοί δέκτες του λόγου που εκπέμπει ο πολιτικός, ο ειδήμων με το δυσνόητο επιστημονικό ιδίωμα, ο διαφημιστής κ.ο.κ., επίσης θα μάθουν πώς να επικοινωνούν αποτελεσματικά με το γραφειοκράτη, με τον αστυνομικό, με το δικηγόρο, με τον εργοδότη…
– Τα αρχαία ελληνικά και η αρχαιότητα
Τα αρχαία αποτελούνται από πολλά γλωσσικά συστήματα, διαφορετικά μεταξύ τους και πολύ διαφορετικά από το γλωσσικό σύστημα της σύγχρονης ελληνικής. Είναι από δεκαετίες τεκμηριωμένο από γλωσσολόγους ότι η διδασκαλία των αρχαίων προκαλεί σύγχυση και βλάπτει ιδίως στη σύνταξη την καλή εκμάθηση της πρότυπης (standard) ελληνικής. Η σύγχυση είναι ένα από τα αίτια του φαινομένου να τελειώνουν το λύκειο ανεπαρκείς χρήστες της πρότυπης γλώσσας ιδίως στη γραπτή της μορφή και ανεπαρκέστατοι των λόγιων ποικιλιών της. Άρα μέχρι τα 15 χρόνια πρέπει να διδάσκεται η σύγχρονη πρότυπη ελληνική και στο λύκειο να εμβαθύνεται η γνώση των λόγιων μορφών της. Αντί αρχαία στο πρωτότυπο, το σχολείο πρέπει να διδάσκει με σταδιακή εμβάθυνση τα έργα της αρχαίας κουλτούρας σε μετάφραση στη σύγχρονη γλώσσα.
Είναι ευρύτερα γνωστό ότι ο φιλόλογοι δεν καταφέρνουν στα σχολεία να διαχειριστούν την «αδιαφορία» των μαθητών για την αρχαία γλώσσα και την αρχαιότητα. Η ευθύνη ανήκει στο σχολείο. Για παράδειγμα, το πλήθος που γέμισε πρόσφατα το εθνικό θέατρο μέχρι την τελευταία Πέμπτη 31/3 παρακολουθώντας την ανάγνωση της Ιλιάδας σε μετάφραση στη σύγχρονη ποιητική γλώσσα από τον Δημήτρη Μαρωνίτη έζησε απρόσμενα ώρες μεγάλης γοητείας και συγκίνησης. Είναι ολοφάνερο ότι αυτός είναι ο δρόμος για να γίνει κτήμα των νέων γενεών η κουλτούρα της αρχαιότητας. Όλα τα άλλα είναι οπισθοδρομικά ιδεολογήματα.
– Η ιστορία
Θέμα σημαντικό, σε ακραίο βαθμό διαστρεβλωμένο από τα ΜΜΕ, όπου ο καθένας αδαής της ιστορικής επιστήμης υποστηρίζει ανοησίες με άλλοθι τον πατριωτισμό. Θέμα με τη χειρότερη εκδοχή πολιτικοποιημένο, ώστε να φοβίζει πολιτικούς και να ρίχνει υπουργούς. Η τραγική απάντηση στις ρητορείες που έχουν μετατρέψει τη διδασκαλία της ιστορίας στο σχολείο σε αντικείμενο σκανδαλοθηρίας είναι ότι τα παιδιά τελειώνουν το λύκειο με απελπιστική άγνοια της ιστορίας και επιπλέον αντιπάθεια στο μάθημα αυτό που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος όλων των κοινωνικών και θεωρητικών επιστημών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο σχολείο πρέπει να διδάσκεται η επιστημονική ιστορία, προσαρμοσμένη στις ικανότητες πρόσληψης και κρίσης ανά ηλικία. Επιστημονική ιστορία σημαίνει ότι τα γεγονότα, οι ιδέες και οι αξίες του παρελθόντος εντάσσονται μέσα στην ιστορική τους εποχή. Άρα γίνονται κατανοητά μέσα στο διαφορετικό από σήμερα κοινωνικό πλαίσιο που τα δημιούργησε, όπου επικρατούσαν διαφορετικές αξίες, ιδέες, νοοτροπίες, ήταν διαφορετικές οι ανάγκες, οι προτεραιότητες, οι κοινωνικές σχέσεις, άλλοι οι στόχοι, άλλα τα προβλήματα κ.ο.κ.
Επιστημονική ιστορία λοιπόν ελληνική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια προσαρμοσμένη στις ηλικίες, μαζί με μαθήματα επιλογής για την ιστορία ειδικών θεμάτων: Ιστορία της τεχνολογίας, Ιστορία των γυναικών, Ιστορία του αυτοκινήτου, Ιστορία της αποικιοκρατίας, Ιστορία της ενδυμασίας ή της διατροφής, Ιστορία των εφευρέσεων, Ιστορία της παιδικής ηλικίας κά.
– Η σεξουαλικότητα
Είναι μεγάλη η παιδαγωγική βιβλιογραφία για την αρνητική επίδραση που ασκεί στα παιδιά η λογοκρισία του σχολείου στο θέμα μεταξύ άλλων της σεξουαλικότητας. Η αποσιώπηση με τη μορφή απόκρυψης είναι βλαβερή. Τη μετατρέπει από φυσική κατάσταση σε απαγορευμένο και πονηρό «μυστικό» που συνοδεύουν αισθήματα περιέργειας και φόβου, έλξης και μαζί απώθησης, ντροπής, ενοχής. Η σεξουαλικότητα είναι πρωτεύουσας σημασίας ανθρώπινη διάσταση και η αρμονική σχέση μαζί της θεμέλιο της ψυχικής ισορροπίας.
Η ονομαζόμενη σεξουαλική αγωγή στο σχολείο (από το δημοτικό) έχει στόχο όχι μαθησιακό αλλά βασικά ψυχολογικό. Τις γνώσεις για το θέμα τις μαθαίνουν μεταξύ τους όλα τα παιδιά του κόσμου από νήπια. Η ένταξή της στο σχολείο έχει κύριο στόχο τη «νομιμοποίησή» της. «Δημοσιοποιείται» η μεγάλης σημασίας σεξουαλική διάσταση και έτσι μετατρέπεται από «μυστικό» και «ντροπή» σε φυσική κατάσταση, πηγή πλησμονής και ευτυχίας των ανθρώπων.
– Η κοινωνιολογία
Στη δευτεροβάθμια διδάσκονται μαθήματα όπως κοινωνιολογία, οικονομία-διοίκηση, πολιτικοί θεσμοί. Η κοινωνιολογία είναι γνώση πολύτιμη γιατί εξασφαλίζει την κατανόηση της λειτουργίας της κοινωνίας και άρα την έλλογη συμμετοχή σε αυτήν. Είναι όμως πολύ δύσκολη για τις ηλικίες της εφηβείας επειδή βασικό της χαρακτηριστικό είναι ότι η μεθοδολογική της λογική είναι αντίθετη με τον κοινό νου και αμφισβητεί την εμπειρική γνώση που έχουν όλοι οι άνθρωποι της κοινωνίας.
Λύση είναι η εισαγωγή στο λύκειο σε μερικές βασικές έννοιες της κοινωνιολογίας, μαζί με στοιχεία κοινωνικής ανθρωπολογίας και κοινωνικής ψυχολογίας που διευρύνουν τους πολιτισμικούς ορίζοντες και αναδεικνύουν τις αλλαγές και τις εξελίξεις. Π.χ. πώς και γιατί η κοινωνία δεν απαρτίζεται από άτομα αλλά από κοινωνικές ομάδες, πώς η υπαγωγή σε κοινωνικές ομάδες αποδίδει στα άτομα ομοιότητες και κοινά χαρακτηριστικά, αντιλήψεις και ιδέες, πώς αλλάζουν από εποχή σε εποχή και συγχρονικά από κοινωνία σε κοινωνία οι τρόποι σκέψης και συμπεριφοράς, οι νοοτροπίες, οι αξίες, η ηθική, η οργάνωση της οικονομίας, οι κοινωνικές σχέσεις, η έννοια της ισότητας, η κουλτούρα, η τέχνη, η έννοια του ωραίου…
Έτσι παρουσιάζεται η κοινωνία όχι στατική αλλά εξελίξιμη, άρα όλα της τα αρνητικά φαινόμενα επιδέχονται αλλαγές και βελτιώσεις με την παρέμβαση όλων.
– Η τεχνολογία και η τηλεόραση
Είναι πολλές δεκαετίες που ειδικοί παιδαγωγοί, με βάση τη δύναμη της εικόνας και την ισχυρή επίδραση της τηλεόρασης πρότειναν: «βάλτε τα παιδιά πίσω από την τηλεόραση». Εννοούσαν, δώστε στα πιτσιρίκια μια κάμερα και μάθετέ τα να φιλμάρουν, να μοντάρουν και να προβάλουν δικό τους έργο. Θα κατακτήσουν άμεσα τη γνώση πώς κατασκευάζεται το προϊόν, άρα έμμεσα την ικανότητα, να συγκρίνουν, να κρίνουν και να επιλέγουν χωρίς να καταπίνουν ό,τι βλέπουν.
Η τεχνολογία στο σχολείο δε σημαίνει μερικούς υπολογιστές που άλλωστε μένουν συχνά αχρησιμοποίητοι. Σημαίνει την πλήρη ένταξη στη μαθησιακή διαδικασία της τεχνολογίας, που έτσι κι αλλιώς χρησιμοποιούν ευρύτατα νέοι και παιδιά. Αν δε γίνει αυτό, θα παραμείνει το σχολείο βαρετό και δύσκολο και θα προστρέχουν στο ίντερνετ, γοητευτικό και εύκολο, χωρίς την ικανότητα κρίσης και επιλογής.
– Τα θρησκευτικά
Tο δικαίωμα στην ορθόδοξη χριστιανική διαπαιδαγώγηση πρέπει να είναι σεβαστό, όμως η εφαρμογή του δεν είναι έργο του σχολείου. Όπως παντού στον δημοκρατικό τουλάχιστον κόσμο, είναι έργο της Eκκλησίας. H υποχρεωτική από το σχολείο κατήχηση παραβιάζει πολλές αρχές, με πρώτη την ελευθερία της συνείδησης. Eίναι ψηλά και αυξάνονται τα ποσοστά αλλόθρησκων μαθητών και μεγαλώνουν όσων ανήκουν στο ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα αλλά πιστεύουν ότι η θρησκεία είναι ιδιωτικό θέμα συνείδησης. Έχει πια έρθει ο καιρός τη θέση της δογματικής κατήχησης στο σχολείο να πάρει η θρησκειολογία και η ιστορία των θρησκειών, επίσης να καταργηθεί η προσευχή και ο οργανωμένος εκκλησιασμός.
Έχει πολλά πλεονεκτήματα να είναι η κατήχηση έργο της Eκκλησίας, αντί σχολικό μάθημα, υποχρεωτικό με την απειλή του κακού βαθμού. Oι μαθητές συμμετέχουν με τη θέλησή τους και όχι υποχρεωτικά, ούτε εξετάζονται κοιτάζοντας με ζήλεια από το παράθυρο τους αλλόθρησκους απαλλαγμένους να παίζουν στην αυλή. Άρα η θρησκευτική διαπαιδαγώγηση γίνεται ενσυνείδητη και πολύ πιο σχετική με τις θρησκευτικές επιταγές.
Τότε το σχολείο μπορεί στη θρησκειολογία να περιλάβει και μια επιλογή από αρχές που είναι κοινές σε όλες τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου και να τις διδάσκει ως ηθικές αξίες γενικότερα αποδεκτές. Σύμφωνα με τα ιερά κείμενα όλων των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών π.χ. βασικός ηθικός κανόνας είναι η αγάπη και κατανόηση προς τον συνάνθρωπο και ο Θεός περιγράφεται ελεήμων και πανάγαθος.
της Άννας Φραγκουδάκη, www.protagon.gr