Ο Άνσελμος (1033 – 1109), αναφερόμενος και ως Άνσελμος της Αόστης, ήταν αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπερι. Ιταλός στην καταγωγή, αποτελεί κυρίαρχη μορφή της θεολογίας και της φιλοσοφίας στη μεσαιωνική Ευρώπη του 11ου αιώνα. Θεωρείται πατέρας του σχολαστικισμού και επινοητής του οντολογικού επιχειρήματος για την ύπαρξη του Θεού.
Ο Άνσελμος του Καντέρμπερι θεωρείται ο επινοητής του οντολογικού επιχειρήματος
O Άνσελμος θεωρούσε ότι η πίστη δεν αποκλείει τη χρήση του «λόγου». Συνεπώς η αναγκαιότητα των συμπερασμάτων στα οποία καταλήγει, είναι δυνατόν να αποδειχθεί βάσει λογικών μεθόδων. Χαρακτηριστική δε διατύπωσή του για τα παραπάνω αποτελεί το «πιστεύω για να καταλάβω». Η προτροπή του για εφαρμογή της χρήσης του λόγου στη θεολογία θεωρείται συμβολή στην προώθηση της σχολαστικής φιλοσοφίας Αντίθετα από τον Αβερρόη και τη θεωρία του για τη διπλή αλήθεια, που επέσυρε ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη θεολογία, θεωρούσε ότι οι θεολόγοι θα έπρεπε να χειρίζονται ορθά τις φιλοσοφικές αλήθειες, τις αναγκαίες λογικές αιτίες (rationes necessariae). Με αυτόν τον τρόπο η φιλοσοφία μπορεί κατά τον Άνσελμο να βοηθήσει στην απόδειξη των χριστιανικών αληθειών.[5]
Ακολουθώντας ουσιαστικά τον Αυγουστίνο, υποστήριξε ότι η απόλυτη αλήθεια ως χαρακτηριστικό του θεού θεμελιώνει την ύπαρξη της αλήθειας στη δημιουργία. Σε αυτόν τον ακρογωνιαίο λίθο της σκέψης του ανέπτυξε ορισμένα από τα πλέον χρησιμοποιημένα οντολογικά επιχειρήματα περί της ύπαρξης του Θεού.
Στο Prologium αποδείχνει την ύπαρξη του Θεού, απαθανατίζοντας έτσι το όνομά του ο Άνσελμος με φράσεις όπως: «νομίζουμε ότι είσαι κάτι, μεγαλύτερο του οποίου δεν μπορεί να νοηθεί»
Το οντολογικό επιχείρημα είναι λογικός συλλογισμός που ανήκει στα a priori επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης του Θεού. Βασίζεται στη μέθοδο της απαγωγής σε άτοπο. Το επιχείρημα συνοψίζεται στο ότι εάν μπορούμε να συλλάβουμε με το μυαλό μας τη μεγαλύτερη δυνατή ύπαρξη, τότε αυτή η ύπαρξη (στην προκειμένη περίπτωση ο θεός) θα πρέπει να υπάρχει. Εκδοχές του ιδίου επιχειρήματος αναπτύχθηκαν αργότερα και από άλλους φιλοσόφους, όπως ο Ρενέ Ντεκάρτ, Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς και Μπαρούχ Σπινόζα.
Στην κλασική διατύπωσή του έχει ως εξής: ο Θεός είναι εξ ορισμού το τελειότερο ον που μπορεί να συλλάβει ο νους. Αν υποθέσουμε πως δεν υπάρχει, τότε εφόσον η ύπαρξη είναι ανώτερη της ανυπαρξίας, μπορούμε να φανταστούμε ένα ον ανώτερο του Θεού. Συνεπώς η αρχική υπόθεση πως ο Θεός δεν υπάρχει πρέπει να είναι ψευδής.
Με το τελεολογικό στοιχείο δείχνεται και αποδεικνύεται η εις τον κόσμο τέλεια σκοπιμότης. Υπάρχει δηλαδή Νους, Ύψιστος (η Ύψιστη Σοφία), συνεπώς και Ύψιστον Αγαθόν. Εφ’ όσον υπάρχει Ύψιστον Αγαθόν, η τέλεια σκοπιμότητα απαιτεί αυτό το Ύψιστο Αγαθό να έχει Ύψιστη Αιτία και συνεπώς Ύψιστο Σκοπό. Με αυτό το κοσμολογικό στοιχείο αποδεικνύεται η Απόλυτη (Ύψιστη) Δύναμη, η λογικά και αναγκαιότητα ενεργούσα. Ο άνθρωπος έχοντας τη δυνατότητα νόησης τι είναι μικρό ή μεγαλύτερο, τι είναι τέλειο ή πεπερασμένο, ατελές ή πέραν των ορίων του πεπερασμένου, σημαίνει ότι έχει – ο άνθρωπος – υπεραισθητό μέτρο καθώς μπορεί να νοεί το Απείρως Τέλειο. Προικισμένος ο άνθρωπος με τη δύναμη της έννοιας των μεγεθών, είναι το μόνο Ον που πλησιάζει την έννοια το Απολύτου.
Έτσι, οδηγούμεθα αβίαστα στη νόηση ότι μια Απόλυτη Δύναμη, διαθέτουσα μια Τέλεια Σοφία, είναι η αιτία του κόσμου. Η Απεριόριστη αυτή Δύναμη είναι και η αιτία Εαυτού. Του Θεού.
Παρατηρείστε τι έκανε ο Άνσελμος.
Θεμελίωσε το ερώτημα, έθεσε ένα πλαίσιο και έδρασε εντός αυτού. Πριν απαντήσει καν στο μεγάλο ερώτημα, απάντησε κάποια άλλα -όπως π.χ. «πώς ορίζουμε τον Θεό»- και μετά προχώρησε στη μεγάλη απάντηση. Παρά τη διαίσθησή μας ότι κάτι δεν πάει καλά με τη λογική την οποία ακολουθεί, δεν είναι εύκολο να βρούμε ακριβώς πού βρίσκεται το λάθος, εξού και το ερώτημα προκαλούσε ενδιαφέρον στους φιλοσόφους για αιώνες.
Το πρόβλημα με το οντολογικό επιχείρημα είναι όμως η κυκλική λογική του. Χωρίς να το καταλάβουμε, εισάγει σε κάποιο σημείο ως προϋπόθεση ότι ο Θεός υπάρχει, για να καταλήξει να αποδείξει ότι… ο Θεός υπάρχει. Μπορεί λοιπόν το ζήτημα του αν υπάρχει ή όχι Θεός να μη το συζητάμε κάθε μέρα, όμως, ακόμη και στην προβληματική του απόπειρα να το απαντήσει, ο Άνσελμος μας έδωσε, άθελά του, ένα μάθημα: να μη στεκόμαστε σε κάτι που φαίνεται σωστό, να αναζητούμε βήμα, βήμα τη λογική του, αναζητώντας πού μπορεί να μπάζει.
Οι αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού είναι ο πρώτες που αναπτύσσονται στη Σχολαστική φιλοσοφία, ιδιαίτερα η οντολογική απόδειξη που συνάγει την ύπαρξη του Θεού από την έννοιά Του. Ορίζοντας δηλαδή τον Θεό σαν το ανώτερο ον που μπορεί να νοηθεί, πιστεύει ότι αυτό δεν μπορεί να υπάρχει μόνο στο νου μας.
Η απόλυτη δηλαδή ανωτερότητα Του απαιτεί αναγκαία την ύπαρξή Του.
Μια αναδιατύπωση του οντολογικού επιχειρήματος επιχείρησε ο Καρτέσιος το 17ο αιώνα στο έργο του Στοχασμοί περί της Πρώτης Φιλοσοφίας (1641).
Απόδειξη της ύπαρξης του Θεού κατά τον Καρτέσιο: στο νου μου ανευρίσκω την ιδέα ενός όντος υπέρτατου και τέλειου, αιωνίου και άπειρου, παντοδύναμου, παντογνώστη και πανάγαθο. Από πού μπορεί να προέρχεται αυτή η ιδέα; Από εμένα είναι αδύνατο, γιατί ο άνθρωπος είναι ον ατελές, πεπερασμένο και πρόσκαιρο. Το ατελές ον είναι αδύνατο να παράγει την ιδέα του τέλειου όντος γιατί τότε θα συνέβαινε ώστε το αιτιατό να περιέχει το αίτιο, πράγμα αδύνατο. Η ιδέα λοιπόν του Θεού δεν μπορεί παρά να προέρχεται από τον ίδιο το Θεό. Υπάρχει άρα κατ’ ανάγκη ο Θεός, ον τέλειο και παντοδύναμο.
Πηγή και Wikipedia