Πραγματισμός, Φυσιοκρατία και Ρεαλισμός

Πρόκειται για τρία φιλοσοφικά ρεύματα, που συνεισφέρουν κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις στο πρόβλημα της φύσης της γνώσης. Οι φιλοσοφίες αυτές, του πραγματισμού, της φυσιοκρατίας και του ρεαλισμού θεωρούνται ότι έχουν σημαντικά επηρεάσει την επιστημολογία στη μετά τον Kuhn περίοδο, παρότι για τις περισσότερες από αυτές οι ρίζες τους κι η περίοδος ωρίμανσής τους βρίσκονται αρκετά πίσω στο χρόνο.

Ο Πραγματισμός

Είναι η φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία αληθές είναι μόνο ό,τι πρακτικά ωφελεί στη ζωή. Σύμφωνα με τον πραγματισμό η πράξη έχει προτεραιότητα έναντι της θεωρίας καθώς και η εμπειρία έναντι των αμετάβλητων αρχών. Οι ιδέες, σύμφωνα με τη φιλοσοφία του πραγματισμού, δανείζονται τα νοήματά τους από τις συνέπειές τους και την αλήθειά τους που προκύπτει από την επαλήθευσή τους.

Ο πραγματισμός είναι μια αμερικάνικη φιλοσοφική παράδοση, που συνδέεται με τη σχολή φιλοσοφίας του Σικάγου και με τους μεγάλους διανοητές Charles Sanders Peirce, John Dewey, William James και George Herbert Mead. Το βασικό χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας του πραγματισμού είναι η ενότητα γνώσης και δράσης, αξιών και εμπειρίας. Η γνώση συνδέεται με την δράση και παράγεται από την εμπειρία ενώ η αλήθεια προσδιορίζεται από τις πρακτικές δραστηριότητες.

Αντί δηλαδή να καταναλωνόμαστε με αφηρημένες θεωρίες για την φύση της πραγματικότητας, ο πραγματισμός πρεσβεύει ότι πρέπει να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στο παρόν πλαίσιο που ζούμε και να δημιουργήσουμε την αντίληψή μας για τον κόσμο με βάση τις συγκεκριμένες πράξεις που κάνουμε και τους πραγματικούς σκοπούς που έχουμε.

Η πρόκριση της πράξης έναντι της θεωρίας φαίνεται και στον τρόπο που οι πραγματιστές ορίζουν την γνώση. Για παράδειγμα, ο Dewey έλεγε: “Αν μπορέσουμε να δούμε ότι η γνώση δεν είναι μια πράξη ενός εξωτερικού θεατή, αλλά κάποιου που συμμετέχει μέσα στην φυσική και την κοινωνική σκηνή, τότε το αληθινό αντικείμενο της γνώσης βρίσκεται στις συνέπειες της κατευθυνόμενης δράσης”.

Άρα, συνέχιζε ο Dewey, “το κριτήριο της γνώσης βρίσκεται στη μέθοδο που χρησιμοποιείται για να διασφαλισθούν οι συνέπειες κι όχι σε μεταφυσικές συλλήψεις της φύσης του πραγματικού”.

Παρόμοια, για τον James, ο πραγματισμός είναι “κυρίως μια μέθοδος διευθέτησης μεταφυσικών συζητήσεων που αλλιώς θα μπορούσαν να έμεναν ατέρμονες” . Τονίζοντας τη σημασία των πρακτικών συνεπειών της υιοθέτησης της αλήθειας μιας θεωρίας ή ιδέας ή πεποίθησης, ο James έφθανε στο σημείο να αναρωτηθεί για το “ποια είναι η χρηματική αξία (cash-value) της αλήθειας στην ζωή;” .

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του D.C. Phillips, το πραγματιστικό κριτήριο της σημασίας μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν βρίσκεται μακριά από το πνεύμα του Karl Popper. Βέβαια, ο τελευταίος δεν ισχυριζόταν ποτέ ότι οι φιλοσοφικές ή μεταφυσικές προτάσεις πρέπει να δοκιμάζονται εμπειρικά και χρησιμοποιούσε την διαψευσιμότητα σαν κριτήριο της επιστήμης κι όχι της φιλοσοφίας ή της μεταφυσικής. Αλλά στην πραγματικότητα το κριτήριο του Peirce θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δεν απέχει πολύ από το κριτήριο του Popper, γιατί και τα δυο υπόκεινται στον ίδιο τύπο εμπειρικής επαλήθευσης.

Η Φυσιοκρατία

Πρόκειται για μια θεωρητική σχολή που δέχεται τη φύση ως τη μοναδική αρχή όλων των πραγμάτων, η οποία αρνείται εντελώς την ύπαρξη μιας υπερφυσικής δημιουργικής δύναμης

Γενικώς, η φυσιοκρατία αποτελείται από ένα σύνολο ποικίλλων απόψεων που προσπαθούν να εξηγήσουν τα φαινόμενα του κόσμου μόνο με βάση έννοιες και θεωρίες που αναφέρονται στην ίδια την φύση. Επομένως, για την φυσιοκρατία, όχι μόνο ο φυσικός κόσμος (ανόργανη κι οργανική ύλη) αλλά ακόμη κι οι ανθρώπινες δραστηριότητες (ατομικές ή κοινωνικές) συνιστούν φυσικά φαινόμενα. Επιπλέον, οι φυσιοκράτες πιστεύουν ότι σε όλα τα φυσικά φαινόμενα λειτουργούν σχέσεις αιτιότητας, οι οποίες ανακαλύπτονται από την επιστήμη ή πρόκειται να ανακαλυφθούν με την πρόοδο της επιστήμης. Για το λόγο αυτό, οι φυσιοκράτες απορρίπτουν τις μεταφυσικές ή φιλοσοφικές ερμηνείες και, ειδικότερα, θεωρούν τις ανθρωπιστικές και τις κοινωνικές επιστήμες να αναπτύσσονται παρόμοια με τις φυσικές επιστήμες.

Πέραν όμως από τους καθαρά μεταφυσικούς διαλογισμούς, με τους οποίους ερμηνεύονται τα εμπειρικά γεγονότα, οι φυσιοκράτες κρατούν τις αποστάσεις τους και σε σχέση με τις ορθολογιστικές θεωρίες και με την τυπική a priori λογική των θετικιστών. Με την έννοια αυτή, η φυσιοκρατία βρίσκεται κοντά στον επιστημονικό ιστορικισμό. Από την άλλη όμως μεριά, αντίθετα με τον ιστορικισμό, η φυσιοκρατία βασίζει τα κριτήρια αξιολόγησης της γνώσης περισσότερο σε φυσικές γνωστικές ή εξελικτικές διαδικασίες. Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό των φυσιοκρατών είναι ότι συνήθως αυτοί εστιάζουν την προσοχή τους στις επιστημολογίες ειδικών κλάδων, όπως της βιολογίας ή της γνωστικής επιστήμης, σ’ αντίθεση με την προτίμηση της φυσικής από την κλασική επιστημολογία.

Οι Διάφοροι Ρεαλισμοί

Ερχόμαστε τώρα στο θέμα του ρεαλισμού ή καλύτερα του επιστημονικού ρεαλισμού, όταν αφορά επιστημονικές θεωρίες.

Ο ρεαλισμός όπως είδαμε πιστεύει στην ύπαρξη μιας πραγματικότητας  ανεξάρτητης από την ανθρώπινη σκέψη. Σε αντίθεση με τους εμπειριστές οι ρεαλιστές διακηρύσσουν ότι σκοπός της επιστήμης είναι να δημιουργεί αξιωματικά θεωρητικές οντότητες και να πιστοποιεί την ορθότητα αυτών των αξιωμάτων. Ρεαλιστές μεταξύ άλλων ήταν ο Κοπέρνικος, ο Γαλιλαίος, ο Νεύτων και ο Planck.

Ανάμεσα στους αρνητές του Ρεαλισμού συγκαταλέγονται:

Οι κονστρουκτιβιστές. Στις διδακτικές προτάσεις που πρόσκεινται στο κονστρουκτιβισμό επισημαίνεται η αδυναμία διαχωρισμού του υποκειμένου από το αντικείμενο.

Οι εργαλειοκράτες (ινστρουμενταλιστές) . Πιστεύουν ότι οι επιστημονικές θεωρίες – και κυρίως αυτές για το μικρόκοσμο – δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα και δεν αποτελούν παρά χρήσιμα εργαλεία για την έρευνα, για την περιγραφή και για την πρόβλεψη

Σε μια εκδοχή του ο ρεαλισμός διακηρύσσει ότι οι θεωρίες της Επιστήμης λειτουργούν υποθετικά μέσα από μοντέλα αλλά ο τελικός σκοπός του επιστημονικού εγχειρήματος είναι να οικοδομήσει μία σχέση με την πραγματικότητα.

Ο κλασικός επιστημονικός ρεαλισμός διακηρύσσει επίσης τον πλήρη διαχωρισμό υποκειμένου (παρατηρητή για παράδειγμα) και αντικειμένου που παρατηρείται. Όσο για τις διδακτικές προσεγγίσεις ρεαλιστής θεωρείται εκείνος που πιστεύει ότι η ύπαρξη και η οργάνωση του Κόσμου υφίσταται ανεξάρτητα από την ανθρώπινη ύπαρξη, από την γλώσσα και από τις ερευνητικές μεθόδους.

Γενικώς, σαν επιστημονικός ρεαλισμός χαρακτηρίζεται από την άποψη ότι, όταν μια επιστημονική θεωρία γίνεται αποδεκτή, τότε η ίδια η θεωρία ή και τα διάφορα στοιχεία της θεωρούνται ότι κατά κάποιο τρόπο συσχετίζονται με τον πραγματικό κόσμο αναπαριστώντας όψεις του κόσμου. Αντίθετα, ο αντι-ρεαλισμός υποστηρίζει ότι οι θεωρίες γίνονται αποδεκτές, γιατί αυτές αποτελούν χρήσιμα εργαλεία κατανόησης ή επέμβασης στον κόσμο είτε γιατί έχουν κάποια μη αναπαραστασιακή αξία, όπως, για παράδειγμα, η αποτελεσματικότητα επίλυσης προβλημάτων του Laudan, ή για λόγους πολύ περιορισμένης αναπαράστασης, όπως η διάσωση των παρατηρήσιμων φαινομένων του van Fraassen.

Υπάρχουν δυο τύποι επιστημονικού ρεαλισμού, ένας για τις θεωρίες κι ένας άλλος για τα επιμέρους στοιχεία θεωριών. Ειδικότερα, ο επιστημονικός ρεαλισμός για θεωρίες στηρίζεται στο κατά πόσον μια θεωρία είναι αληθινή ή μη ή αποσκοπεί στην αλήθεια. Από την άλλη μεριά, ο επιστημονικός ρεαλισμός για επιμέρους στοιχεία θεωριών δέχεται την πραγματική ύπαρξη όλων των επιμέρους στοιχείων μιας αποδεκτής θεωρίας.

Για παράδειγμα, τα ηλεκτρόνια, τα πρωτόνια κι άλλα σωματίδια είναι πραγματικά, υπάρχουν, για τον επιστημονικό ρεαλισμό, γιατί αυτά αποτελούν θεωρητικά στοιχεία του ηλεκτρισμού ή γενικότερα της φυσικής. Αντίθετα, για τον αντι-ρεαλισμό, δεν υπάρχουν ηλεκτρόνια κι αυτά είναι πλασματικές κατασκευές που χρησιμοποιούνται, σαφώς με επιτυχία, για να γίνονται προβλέψεις και να παράγονται χρήσιμες εφαρμογές της φυσικής. Στο επίπεδο της θεωρίας, ο ηλεκτρισμός ή η θεωρητική φυσική για τον επιστημονικό ρεαλισμό είναι αληθινές θεωρίες, αφού κατά διάφορους τρόπους έχουν γίνει αποδεκτές από την επιστημονική κοινότητα. Από την άλλη, για τον αντι-ρεαλισμό δεν έχει νόημα να αποφανθούμε αν μια επιστημονική θεωρία είναι αληθινή ή όχι, γιατί αυτή απλώς είναι μια εργαλειακή κατασκευή με την δική της ιδιαίτερη δόμηση, που είτε μπορεί ή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί επαρκής, εγγυημένη, χρήσιμη ή εφαρμόσιμη.

Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, αν ισχύει ο επιστημονικός ρεαλισμός για μια θεωρία, δεν συνεπάγεται αυτόματα ο επιστημονικός ρεαλισμός για τα επιμέρους στοιχεία της θεωρίας, αλλά ούτε και το αντίθετο. Για παράδειγμα, ο θετικισμός ενστερνίζεται τον επιστημονικό ρεαλισμό για μια αποδεκτή θεωρία αλλά, ως προς τα θεωρητικά και μη παρατηρήσιμα στοιχεία της θεωρίας αυτής, ο θετικισμός τοποθετείται αντι-ρεαλιστικά.

Στην αντίθετη κατεύθυνση, το παράδειγμα είναι πολλοί από τους Πατέρες της Εκκλησίας, που αναφορικά με την ύπαρξη του Θεού είναι επιστημονικά ρεαλιστές για αυτό το επιμέρους στοιχείο (δέχονται την ύπαρξη του Θεού) αλλά σε σχέση με την οποιαδήποτε θεωρία για τον Θεό είναι κάθετα αντι-ρεαλιστές (αφού πιστεύουν ότι μια τέτοια θεωρία είναι αδύνατο να διατυπωθεί).

Ο Κριτικός Ρεαλισμός

Σχολιάζοντας την επιστημολογία του κριτικού ρεαλισμού, με την οποία συνήθως ονοματίζεται η επιστημολογία που δημιουργήθηκε γύρω από την πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά του Βρετανού κριτικού φιλοσόφου Roy Bhaskar. Ξεκινώντας το 1978 με το βιβλίο του, Μια Ρεαλιστική Θεωρία της Επιστήμης, ο Bhaskar αναλαμβάνει να θεμελιώσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα που φέρνει κοντά τις φυσικές και τις κοινωνικές επιστήμες, διαφυλάττοντας όμως την πολιτιστική ιδιαιτερότητα των τελευταίων.

Κατ’ αρχάς, ο κριτικός ρεαλισμός είναι ρεαλισμός, δέχεται, δηλαδή, την αντικειμενική ύπαρξη της πραγματικότητας, που η γνώση προσπαθεί να καταλάβει, διατηρώντας μια οξεία κριτική διάσταση στο εγχείρημα αυτό. Αντιτίθεται δριμύτατα στον θετικισμό, προσπαθεί να υπερβεί τον εμπειρισμό και διατηρεί κάποιες σχέσεις με την φυσιοκρατία, όπως φαίνεται από τον τίτλο του βιβλίου του Bhaskar Μια Ρεαλιστική Θεωρία της Επιστήμης. Σαν γνήσιος ρεαλισμός, δίνει μεγάλη σημασία στις δυνατότητες της αιτιώδους εξήγησης. Επιπλέον όμως, δέχεται την ερμηνευτική έννοια της πραγματικότητας που κατασκευάζεται κοινωνικά μέσω της επικοινωνίας.

Μια από τις κεντρικές ιδέες στην επιστημολογία του Bhaskar είναι η ολιστική άποψη ότι η κοινωνική πραγματικότητα είναι δομημένη αιτιωδώς αποτελούμενη από τους ονομαζόμενους “γενεσιουργούς μηχανισμούς,” οι οποίοι παράγουν τα “γεγονότα.” Βέβαια, για τους κριτικούς ρεαλιστές, η αιτιότητα δεν στηρίζεται σε παγκόσμιους ντετερμινιστικούς νόμους όπως στον θετικισμό, αλλά στην τυχαιότητα και την ενδεχομενικότητα. Ακόμα, οι αιτιώδεις αυτοί μηχανισμοί και τα γεγονότα που παράγουν δεν γίνονται αναγκαστικά αντιληπτά μέσα στην καθημερινή εμπειρία. Αλλά είναι η επιστήμη, για τον Bhaskar, που σαν μια μεταβατική και κοινωνικο-ιστορικά εξαρτώμενη δραστηριότητα διεισδύει με την βοήθεια των γενεσιουργών μηχανισμών σε έναν αμετάβατο οντολογικά στρωματισμένο κόσμο.

Μεθοδολογικά, ο κριτικός ρεαλισμός αντιμάχεται αφενός τον αναγωγισμό, που υποστηρίζει ότι τα κατώτερα επίπεδα της πραγματικότητας είναι αιτιωδώς ισχυρότερα, κι αφετέρου τον δυϊσμό, που δέχεται την ανεξαρτησία των διαφόρων επιπέδων της πραγματικότητας στις μεταξύ τους σχέσεις. Κοντολογίς, ο Bhaskar κι οι κριτικοί ρεαλιστές υπερασπίζονται την ιδέα της επιστήμης ως μορφής έγκυρης γνώσης χωρίς να εναγκαλίζονται τον επιστημονισμό, αφού παραδέχονται ότι η επιστημονική γνώση είναι πάντα διαψεύσιμη και δεν είναι ποτέ ουδέτερη ούτε απαλλαγμένη από την επίδραση του γύρω από αυτήν κοινωνικού πλαισίου.