Ο Ρίτσαρντ Λέιγιαρντ (1934), είναι Βρετανός οικονομολόγος, ιδρυτής και διευθυντής από το 1990 του Κέντρου Οικονομικών Επιδόσεων στο London School of Economics. Σχεδιάζει μια σειρά επιστημονικών ερευνών σε τομείς όπως η ψυχολογία, η κοινωνιολογία και η εφαρμοσμένη οικονομία που αποκαλύπτουν πώς οι καθημερινοί άνθρωποι δεν είναι πιο ευτυχισμένοι από ό, τι πριν από πενήντα χρόνια, παρά τους υψηλότερους μισθούς, Η μελέτη του επιδιώκει να καθορίσει την ευτυχία, και τα μέσα που είναι διαθέσιμα στα καθημερινά άτομα για να την επιδιώξουν. Τον τελευταίο καιρό έχει στρέψει την προσοχή του στη λεγόμενη «Οικονομία της ευτυχίας».
Η θεωρία αυτή ξεκινάει από τη διαπίστωση ότι το χρήμα είναι κακό μέσον για να προσεγγίσει κάποιος, αποκλειστικά με αυτό, την ευτυχία. Στο βιβλίο του Ευτυχία: Μαθήματα από μια Νέα επιστήμη έχει εγείρει πολλές συζητήσεις, κυρίως στην Αγγλία και την Αμερική. Πιστεύει ότι «το μέγα λάθος της οικονομικής πολιτικής σήμερα είναι ότι μοιάζει να εξισώνει τις αλλαγές που θα επέλθουν στην ευτυχία μιας κοινωνίας με αλλαγές που πρέπει να γίνουν στην αγοραστική της δύναμη». Με απλά λόγια, εάν έχω χρήματα να αγοράσω εκείνα που πιστεύω ότι θα με κάνουν ευτυχισμένο, δεν σημαίνει ότι τελικά θα είμαι κιόλας.
Αυτό, βεβαίως, αφορά τις δικές μας, πιο εύπορες κοινωνίες της Δύσης. Για τις κοινωνίες που βιώνουν διαρκή φτώχεια, η αύξηση του εισοδήματος ασφαλώς και μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην προώθηση της ευτυχίας και στην ανακούφιση της αβάσταχτης δυστυχίας και απόγνωσης που η φτώχεια προκαλεί. Όμως, όπως λέει ο Λέιγιαρντ, έρευνες που έχουν γίνει τα τελευταία 50 χρόνια έδειξαν ότι στις δυτικές κοινωνίες, τις κοινωνίες της αφθονίας, όπως τις ονόμαζε ο Κένεθ Γκαλμπρέιθ, οι άνθρωποι δεν έχουν γίνει πιο ευτυχισμένοι παρά την τεράστια αύξηση του εισοδήματός τους, των αγαθών που μπορούν να απολαμβάνουν και των κοσμογονικών αλλαγών στην τεχνολογία.
Κάνει μια έκκληση προς τους πολιτικούς ο Λέιγιαρντ: τα οικονομικά είναι σημαντικά, αλλά η κοινωνική πολιτική δεν πρέπει να αρχίζει από αυτά και να τελειώνει σε αυτά. Η λεγόμενη «νέα ψυχολογία», η «επιστήμη του εγκεφάλου», η κοινωνιολογία και η φιλοσοφία, είναι επιστημονικά πεδία που πρέπει να «παντρευτούν» με την οικονομία και από αυτόν τον γάμο να αναζητηθεί η χρυσή, εάν υπάρχει, συνταγή της ευτυχίας. Σε άπειρες έρευνες των τελευταίων χρόνων, εκείνα που ξεχωρίζουν οι άνθρωποι ως «στοιχεία της ευτυχίας» που τους λείπουν, είναι: πιο δεμένη οικογενειακή ζωή, ασφάλεια, καθαρή ατμόσφαιρα και περισσότερος ελεύθερος, ποιοτικός χρόνος. «Στοιχεία» που είναι σαφές ότι δεν εμπίπτουν, ασφαλώς, σε αυτό που αυστηρά θα ονομάζαμε «οικονομικό πεδίο».
Επίσης, στο βιβλίο του τόνισε τη σημασία των μη εισοδηματικών μεταβλητών στη συνολική ευτυχία. Συγκεκριμένα τόνισε τον ρόλο της ψυχικής υγείας και υποστήριξε ότι οι ψυχολογικές θεραπείες θα έπρεπε να είναι πολύ ευρύτερα διαθέσιμες.
Άρα, όπως λέει ο Λέιγιαρντ, όταν καταστρώνουμε κοινωνική πολιτική, μαζί με τα οικονομικά μεγέθη καλό είναι να κοιτάζουμε εκείνα τα «πεδία» απ’ όπου, με ολοένα και αυξανόμενους ρυθμούς ξεπετάγονται εκείνα τα αρνητικά «στοιχεία», που κάνουν τους ανθρώπους σήμερα πιο δυστυχισμένους (εγκληματικότητα, διαζύγια, ψυχικές παθήσεις, περιβαλλοντική ρύπανση κ.λπ.) και σ’ αυτά να επικεντρώσουμε την προσοχή μας.
«Οι κοινωνίες μας σήμερα δεν έχουν κοινωνικότητα. Δεν γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Ο γείτονας με τον γείτονα. Ο δάσκαλος με τους γονείς. Ο καταστηματάρχης με τον πελάτη. Ο δήμαρχος με τον ψηφοφόρο του. Ακόμα κι ο πατέρας με τον γιο ή την κόρη. Δεν τρώμε πια γύρω από το ίδιο τραπέζι. Ξεχάσαμε πώς είναι να συζητάς γύρω από ένα τραπέζι. Ξεχάσαμε τα μεσημεριανά φαγοπότια της Κυριακής. Στην τηλεόραση σπάνια καθόμαστε μαζί. Ο καθένας βλέπει σε διαφορετική συσκευή αυτό που θέλει. Άρα, δεν υπάρχει εδώ η υπέροχη έννοια της υποχωρητικότητας – όλοι απαιτούν να είναι ευχαριστημένοι κατ’ ιδίαν. Δεν βρισκόμαστε σε κοινές εκδηλώσεις. Δεν διεκδικούμε τα ίδια πράγματα», λέει ο συγγραφέας.
Τελευταίες δε έρευνες σε 1,7 εκατ. άτομα από 164 χώρες, με διαφορετικό βιοτικό επίπεδο και διαφορετικό κόστος ζωής, σύγκριναν τα εισοδήματα των ανθρώπων με το πόσο ικανοποιημένοι είναι από τη ζωή τους. Διαπίστωσαν, επίσης, πως για να νιώθει συναισθηματικά καλά ένας άνθρωπος πρέπει να έχει ετήσιο εισόδημα από 48.000 έως 60.000 ευρώ. Την έννοια της καλής συναισθηματικής κατάστασης την όρισαν με κριτήριο τα αισθήματα χαράς, λύπης, ενθουσιασμού ή οργής που κυριαρχούν στην καθημερινότητά του. Από την εν λόγω έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Human Behavior, το πιο ενδιαφέρον πόρισμα είναι, αναμφίβολα, η διαπίστωση ότι πάνω από ένα ύψος εισοδήματος οι άνθρωποι νιώθουν λιγότερο ικανοποιημένοι από τη ζωή τους.
Ευτυχία και ευημερία
Ο Layard άρχισε να ασχολείται με τη μελέτη του τι είναι γνωστό από τότε ως οικονομία ευτυχίας . Ο κλάδος αυτός της οικονομικής ανάλυσης ξεκινά από το επιχείρημα ότι το εισόδημα είναι μια κακή προσέγγιση για την ευτυχία. Με βάση τη σύγχρονη έρευνα ευτυχίας, αναφέρει τρεις παράγοντες που οι οικονομολόγοι δεν λαμβάνουν υπόψη:
Κοινωνικές συγκρίσεις: Σε αντίθεση με όσα προβλέπει η παραδοσιακή οικονομία, η ευτυχία προέρχεται από το σχετικό εισόδημα καθώς και από το απόλυτο εισόδημα. Δηλαδή, αν ο καθένας κερδίσει την αγοραστική δύναμη, κάποιοι μπορεί να αποδειχθούν ακόμα δυστυχισμένοι εάν η θέση τους σε σύγκριση με τους άλλους είναι χειρότερη. Αυτή η επίδραση δεν μπορεί να μετατρέψει την οικονομική ανάπτυξη σε παιχνίδι με μηδενικό άθροισμα , αλλά θα μειώσει πιθανώς τα οφέλη που οι άνθρωποι αντλούν από τη σκληρή δουλειά τους. Σε μια οικονομία στην οποία όχι μόνο οι εταιρείες, αλλά και τα άτομα αναγκάζονται συνεχώς να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, η ζωή και η δουλειά βιώνουν την κούρσα των αρουραίων .
Προσαρμογή: Καθώς οι άνθρωποι συνηθίζουν σε υψηλότερα επίπεδα εισοδήματος, η ιδέα τους για ένα επαρκές εισόδημα αυξάνεται με το εισόδημά τους. Εάν αποτύχουν να προβλέψουν αυτό το αποτέλεσμα, θα επενδύσουν περισσότερο χρόνο για εργασία από ό, τι είναι καλό για την ευτυχία τους.
Μεταβαλλόμενες προτιμήσεις: Οι οικονομολόγοι υποθέτουν ότι οι ατομικές προτιμήσεις είναι σταθερές, όταν στην πραγματικότητα τέτοιες προτιμήσεις δεν είναι σταθερές αλλά όλο και πιο μεταβαλλόμενες, μεταβάλλοντας συνεχώς σύμφωνα με τις τελευταίες τάσεις και πολιτιστικά πρότυπα. Με τη σειρά τους, οι σχετικές αξίες των συσσωρευμένων περιουσιακών στοιχείων υπόκεινται σε υποτίμηση, έχοντας τελικά αρνητική επίδραση στην ευτυχία.
Από αυτές τις παρατηρήσεις, ο Layard καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι φόροι εξυπηρετούν έναν άλλο σκοπό εκτός από την πληρωμή για δημόσιες υπηρεσίες (συνήθως για δημόσια αγαθά ) και την αναδιανομή του εισοδήματος. Ο τρίτος σκοπός είναι να αντισταθμιστεί η γνωστική προκατάληψη που προκαλεί την εργασία των ανθρώπων περισσότερο από ό, τι είναι καλό για την ευτυχία τους. Δηλαδή, οι φόροι πρέπει να βοηθούν τους πολίτες να διατηρούν μια υγιή ισορροπία εργασίας-ζωής .
Wikipedia κλπ.