Ορθολογισμός ή ρασιοναλισμός είναι η φιλοσοφική θέση που διδάσκει ότι η αληθινή φύση της πραγματικότητας μπορεί να γίνει γνωστή αποκλειστικά μέσω του ορθού λόγου, της recta ratio, σύμφωνα με τη λατινική έκφραση των φιλοσόφων της εποχής. Αν ο ορθολογισμός ασχολείται κυρίως με τη γνώση, την προέλευσή της και την κατάκτησή της από τον άνθρωπο, ωστόσο δεν περιορίζεται μόνο στο γνωσιοθεωρητικό πεδίο, αλλά επεκτείνεται στον χώρο της μεταφυσικής και της οντολογίας.
Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους επειδή η πραγματικότητα έχει μια εγγενώς ορθολογική δομή, υπάρχουν αλήθειες τις οποίες ο νους μπορεί να συλλάβει άμεσα δίχως τη διαμεσολάβηση των αισθήσεων. Ασφαλώς με αυτή την έννοια στοιχεία ορθολογισμού εντοπίζονται σε πολλές φιλοσοφίες από την αρχαιότητα ως τις ημέρες μας. Ωστόσο ο ορθολογισμός ως σταθμός που ορίζει και θέτει τους κανόνες της νεότερης ορθολογικότητας γεννιέται με το έργο τριών σπουδαίων στοχαστών: Καρτέσιος, Σπινόζα, Λάιμπνιτς. Η μεταφυσική ένταση με την οποία οι φιλόσοφοι αυτοί προβάλλουν τη δύναμη του λόγου οδήγησε έναν σύγχρονο φιλόσοφο, τον Μερλό-Ποντύ, να μιλήσει για Μεγάλο Ορθολογισμό.
Ο Καρτέσιος
Ιδρυτής της νεότερης φιλοσοφίας, και τούτο κατά γενική σχεδόν ομολογία, θεωρείται ο Καρτέσιος (1596-1650). Μάλιστα, σύμφωνα με τον Χέγκελ, δεν πρόκειται απλώς για ιδρυτή αλλά για κανονικό ήρωα ο οποίος τόλμησε να ξαναπάρει τα πράγματα από την αρχή. Είναι αλήθεια ότι ο Καρτέσιος ξεκινά τη φιλοσοφία του από μηδενική βάση. Τούτο σημαίνει ότι με μια εντυπωσιακή πράγματι χειρονομία παραμερίζει όλη την προηγούμενη σχολαστική φιλοσοφία και προχωρά στην άρθρωση ενός καινοτόμου φιλοσοφικού λόγου, με κεντρικό άξονα την πίστη στην ικανότητα του ανθρώπινου λογικού. Ο Καρτέσιος ισχυρίζεται ότι η μαθηματική μέθοδος είναι το πρότυπο της ασφαλούς γνώσης των πραγμάτων στο σύνολό τους. Με εκκίνηση τη μέθοδο της ριζικής αμφιβολίας, η οποία θα καταλήξει στην πρώτη αδιαμφισβήτητη αλήθεια, το «cogito ergo sum», καθίσταται δυνατή, μέσω των σαφών και ευκρινών ιδεών, η θεμελίωση ενός επιστημονικού λόγου που τείνει να αγκαλιάσει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης γνώσης και δράσης.
Η μεταφυσική αναζήτηση στην καρτεσιανή φιλοσοφία προσπαθεί να απαντήσει σε δύο κυρίως ερωτήματα. Το πρώτο μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: αν έχω μια σαφή και ευκρινή ιδέα, η οποία είναι αληθής σύμφωνα με τις εσωτερικές απαιτήσεις του λόγου, υπάρχει άραγε κάποιο πραγματικό ον που να ανταποκρίνεται σ’ αυτήν;
Η απάντηση είναι καταφατική, διότι πρόκειται ακριβώς για τον εαυτό μου, ο οποίος υπάρχει όπως ακριβώς τον νοώ: εγώ σκέφτομαι και, εφόσον σκέφτομαι, υπάρχω. Το δεύτερο ερώτημα αφορά το αν οι σαφείς και ευκρινείς ιδέες μου έχουν αντίκρυσμα στην πραγματικότητα, δηλαδή αν ό,τι μου δείχνει καθαρά ο λόγος μου αποτελεί έκφραση ενός καθολικού λόγου ή αν πρόκειται απλώς για υποκειμενική κρίση. Η απάντηση είναι και εδώ καταφατική, επειδή την εγγυάται ο ίδιος ο Θεός: ο λόγος μου, στο μέτρο που εκφράζει σαφείς και ευκρινείς ιδέες, δεν μπορεί παρά να είναι ορθός.
Ετσι, με την απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, ο Καρτέσιος πετυχαίνει την εγκυρότητα κάθε λογικής απόδειξης, ώστε να θεμελιωθεί αναμφίβολα η πλήρης αντιστοιχία μεταξύ των ορθολογικών ιδεών μας και των νόμων της φύσης. Κατά συνέπεια ακολουθώντας τους κανόνες του ορθού λόγου η σκέψη μας μπορεί να γνωρίσει το πραγματικό. Σε τι συνίσταται όμως η πραγματικότητα; Σε δύο υποστάσεις ή ουσίες: την έκταση (χώρος, υλικά σώματα) και τη νόηση (ψυχή, νους, ιδέες). Αυτός είναι επιγραμματικά ο περίφημος καρτεσιανός δυϊσμός. Με την έννοια αυτή ο άνθρωπος ορίζεται ως ένωση δύο υποστάσεων, σώμα-ψυχή, οι οποίες βρίσκονται σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους, με το ψυχικονοητικό στοιχείο να κατέχει πάντως προνομιακή θέση. Σ’ αυτή τη θέση εξάλλου ο Καρτέσιος αποδίδει την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, το αυτεξούσιο: ως προς την ελευθερία του ο άνθρωπος αποτελεί τρόπον τινά μικρογραφία του Θεού.
Ωστόσο υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος με τον λόγο, και τούτο είναι η ουσία της θεϊκής φύσης: ο Θεός παραμένει κατά βάθος ακατανόητος, εφόσον είναι άπειρος, ενώ αντίθετα ο ανθρώπινος νους είναι πεπερασμένος. Ακριβώς στο σημείο αυτό θα αντιδράσουν έντονα τόσο ο Σπινόζα όσο και ο Λάιμπνιτς, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Με την αντιπαράθεση των δύο αυτών στοχαστών στο καρτεσιανό πρότυπο, το οποίο προφανώς προϋποθέτουν, μπορούμε να πούμε ότι ξεκινά η περίοδος των μετακαρτεσιανών φιλοσόφων.
Ο Σπινόζα
Η σκέψη του Σπινόζα (1632-1677) διαφέρει από την καρτεσιανή σε ορισμένα καίρια σημεία, έτσι ώστε έχουμε να κάνουμε με διαφορετική φιλοσοφία, παρά τη θεματική συνάφεια και το παρεμφερές εννοιολογικό πλαίσιο των δύο συστημάτων. Κατ’ αρχάς ο σπινοζισμός δεν αποτελεί μόνο μεταφυσικό οικοδόμημα αλλά είναι και μια εντυπωσιακή προσπάθεια για να βρεθεί και να καταδειχθεί ένας μη θρησκευτικός δρόμος για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο δηλωμένος αυτός στόχος του φιλοσόφου οδηγεί τον Σπινόζα στην παραγωγή μιας πρωτότυπης θεωρίας των παθών, μιας πολιτικής φιλοσοφίας, καθώς και μιας θεωρίας της ιστορίας, σε αντίθεση με τον Καρτέσιο, ο οποίος δηλώνει αδιάφορος για την πολιτική και απορρίπτει ως περίπου άχρηστη την ιστορική γνώση.
Αλλά η βασική διαφωνία του Σπινόζα ως προς τον καρτεσιανισμό σχετίζεται με την καθολική εμβέλεια του ορθολογισμού. Η πραγματικότητα ή είναι απολύτως κατανοήσιμη ή είναι εντελώς ακατανόητη, θα ισχυριστεί ο Σπινόζα, σύμφωνα με την τολμηρή πρόταση του οποίου η ανθρώπινη σκέψη μπορεί να γνωρίσει στην εντέλεια τον Θεό, πράγμα που η σπινοζική φιλοσοφία δηλώνει με τρόπο λιτό: «Εχουμε την ιδέα του Θεού». Το γεγονός ότι ο σπινοζικός ορθολογισμός είναι απόλυτος, δεν σημαίνει ότι είναι και τυφλός ή αφελής: αναγνωρίζει πράγματι την ισχύ των παθών, των αισθήσεων, της φαντασίας και της εμπειρίας· στον βαθμό αυτό εξάλλου ο ορθολογισμός του Σπινόζα είναι απόλυτος: ενσωματώνει πράγματι τις ανορθόλογες πλευρές τόσο της σκέψης όσο και της συμπεριφοράς μας.
Σε ό,τι αφορά την περιγραφή της πραγματικότητας ο Σπινόζα απορρίπτει τον δυϊσμό, δεχόμενος μία και μοναδική υπόσταση την οποία ονομάζει Θεό ή Φύση. Συνέπεια του γεγονότος αυτού αποτελεί η ισοτιμία ή ο παραλληλισμός μεταξύ σώματος και ψυχής, όπου ψυχή είναι η ιδέα του σώματος, δηλαδή το ίδιο πράγμα θεωρημένο υπό διαφορετικό κατηγόρημα ή, απλούστερα, από διαφορετική σκοπιά: το σώμα είναι μια τροπή της έκτασης, η ψυχή μια τροπή της νόησης. Ενα καίριο επακόλουθο της ταύτισης του Θεού με τη Φύση είναι και η σπινοζική αντίληψη περί ελευθερίας. Ολα τα πράγματα στη φύση είναι καθορισμένα να υπάρχουν και να ενεργούν με συγκεκριμένους τρόπους. Οι άνθρωποι καθορίζονται από δεδομένες αιτίες, ώστε να ενεργούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Συνήθως όμως αγνοούν παντελώς αυτές τις αιτίες, ενώ ταυτοχρόνως έχουν συνείδηση των επιθυμιών και των επιδιώξεών τους. Εξαιτίας της πλήρους αυτής άγνοιας ως προς τις αιτίες, θεωρούν ότι είναι ελεύθεροι τόσο στις αποφάσεις όσο και στις πράξεις τους: σε τούτο συνίσταται η ψευδαίσθηση της ελεύθερης βούλησης. Η ελευθερία στον Σπινόζα είναι το άλλο όνομα της αναγκαιότητας. Στην προοπτική αυτή, απόλυτη ελευθερία θα ήταν η τέλεια γνώση της αναγκαιότητας, κάτι εξαιρετικά δύσκολο για τους ανθρώπους, εφόσον αγνοούν την άπειρη αλυσίδα των εξωτερικών, αλλά και των εσωτερικών, αιτίων που τους καθορίζουν ανά πάσα στιγμή. Οι εξωτερικές αιτίες όμως, και τούτο πρέπει να τονιστεί, δεν προκύπτουν βάσει ενός ορισμένου προϋπάρχοντος σχεδίου, δεν επιτελούν δηλαδή κάποιον σκοπό ή, με άλλα λόγια, η οντολογία δεν υποτάσσεται στην τελεολογία. Στον Σπινόζα η πραγματικότητα είναι κατανοητή στο σύνολό της, χωρίς όμως να τη βαραίνει κανένα υπερβατικό νόημα, κανενός είδους έξωθεν σκοπός. Κατά συνέπεια στο οντολογικό επίπεδο είναι άτοπο να μιλούμε για σκοπό ή, τέλος, το μόνο που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι η αναγκαιότητα συνιστά αυτοσκοπό, δηλαδή δεν έχει άλλο τέλος εκτός του εαυτού της.
Ο σπινοζικός ντετερμινισμός είναι λοιπόν απόλυτος από μεταφυσική και από οντολογική άποψη. Εν τούτοις επειδή ακριβώς πρόκειται για ντετερμινισμό που δεν εμπεριέχει το παραμικρό ίχνος τελεολογίας, η σπινοζική σύλληψη περί αναγκαιότητας δεν καταλήγει να είναι για τους ανθρώπους ένα πεπρωμένο, δεν οδηγεί στο κισμέτ ή σε οποιασδήποτε μορφής μοιρολατρία. Αντίθετα η κατανόηση του καθορισμένου και αναγκαίου χαρακτήρα των όσων συμβαίνουν στη φύση και στη ζωή τους βοηθάει και διευκολύνει τελικά τους ανθρώπους, στο μέτρο που συλλαμβάνουν τα γεγονότα ως αναγκαία και, άρα, ταράζονται λιγότερο εξαιτίας τους. Ετσι μπορούν να αντιδρούν καλύτερα, δηλαδή πιο ενεργητικά και πιο αυτόνομα, στα εξωτερικά ερεθίσματα, στους εξωτερικούς καθορισμούς. Ακριβώς στο μέτρο που οι άνθρωποι είναι ενεργητικοί και αυτόνομοι, είναι επίσης χαρούμενοι, παραγωγικοί και, εν τέλει, ελεύθεροι και ευτυχισμένοι.
Ο Λάιμπνιτς
Ο Λάιμπνιτς (1646-1716) θα αντιπαρατεθεί τόσο στον καρτεσιανισμό όσο και στον σπινοζισμό. Ο καρτεσιανός δυϊσμός απορρίπτεται, καθώς η έκταση (ή ο χώρος) δεν θεωρείται πλέον υπόσταση ούτε κατηγόρημα, αλλά εκλαμβάνεται ως τάξη σύμφωνα με την οποία υπάρχουν οι άπειρες υποστάσεις τις οποίες ο Λάιμπνιτς ονομάζει μονάδες. Κάθε μονάδα, παρ’ όλο που είναι ατομική, αποτελεί από μόνη της έναν ολόκληρο κόσμο ή μάλλον μία άποψη του κόσμου, έναν μικρόκοσμο. Κάθε μονάδα προϋποθέτει όλες τις άλλες και συγχρόνως αντικατοπτρίζει τρόπον τινά ολόκληρο το Σύμπαν. Ετσι ξεδιπλώνεται η σαγηνευτική λαϊμπνιτσιανή διαλεκτική μεταξύ του ατομικού και του καθολικού. Οι μονάδες χωρίζονται σε ανώτερες και κατώτερες, αναλόγως με την ενέργεια που περιέχουν, αποτελώντας με αυτόν τον τρόπο ένα ιεραρχικό σύστημα. Η κάθε μονάδα χαρακτηρίζεται από αυτονομία και αυτενέργεια, καθώς δεν επικοινωνεί με τις άλλες. Ο Θεός είναι εκείνος που συνδυάζει μεταξύ τους τις κλειστές, «δίχως πόρτες και παράθυρα», μονάδες. Ο Θεός έχει υπολογίσει εκ των προτέρων τα πάντα μέσα στον κόσμο, όπου και κυριαρχεί μια προκαθορισμένη ή προδιαγεγραμμένη αρμονία. Σε τούτο οφείλεται άλλωστε και η δυνατότητα ορθολογικής γνώσης για τους ανθρώπους: ο Θεός γίνεται αντιληπτός σαν αρχιτέκτονας της μηχανής του Σύμπαντος και σαν μονάρχης στο θεϊκό βασίλειο των πνευμάτων.
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις του σώματος με την ψυχή, ο Λάιμπνιτς θέτει την πλήρη αυτονομία των δύο αυτών στοιχείων. Το σώμα και η ψυχή ακολουθούν το καθένα τους δικούς του νόμους: η ψυχή καθορίζεται από τα τελικά αίτια (τελεολογία), το σώμα από τα ποιητικά αίτια (φυσική μηχανική) χωρίς να έχει τη δυνατότητα το ένα να δρα επί του άλλου, παρ’ όλο που εμφανίζονται σαν σε διαρκή αλληλεπίδραση. Πηγή αυτής της ψευδαίσθησης είναι η αρμονία που ο Θεός όρισε να βασιλεύει ανάμεσά τους. Η αρμονία σώματος-ψυχής οφείλεται λοιπόν σε μια προκαθορισμένη εσωτερική αρχή, σαν να επρόκειτο για δύο συγχρονισμένα ρολόγια που έχουν ρυθμιστεί και λειτουργούν κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, δίχως το ένα να επιδρά στο άλλο.
Μέσα στο λαϊμπνιτσιανό σύμπαν, που διέπεται εξαρχής από τη θεία πρόνοια, πώς μπορεί να εξηγηθεί η ύπαρξη του κακού; Πώς γίνεται να υπάρχει κακό στον καλύτερο δυνατό κόσμο, τον οποίο ο Θεός επιλέγει και ενεργοποιεί ανά πάσα στιγμή; Στην πραγματικότητα ο Θεός δεν είναι υπεύθυνος για το προπατορικό αμάρτημα: μπορεί να επιτρέπει την ύπαρξη του κακού αλλά επιθυμεί μόνο το καλό. Η ρίζα του κακού βρίσκεται στον άνθρωπο επειδή αυτός, ως δημιούργημα, είναι ατελής και όχι τέλειος σαν τον δημιουργό Θεό. Μέσα στον καλύτερο δυνατό κόσμο λοιπόν η ανθρώπινη ελευθερία κατέχει την εξέχουσα θέση που της αρμόζει. Η ελευθερία συνίσταται τελικά στο ότι ο Θεός δίνει μια μικρή κλίση στην ψυχή του ανθρώπου, χωρίς όμως να την εξαναγκάζει σε οποιαδήποτε πράξη.
Ως συμπέρασμα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο κλασικός ορθολογισμός αποτέλεσε σημαντικό σταθμό, ο οποίος καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την ιστορία της φιλοσοφίας. Δίχως υπερβολή, τίποτε δεν θα ήταν ίδιο στη σύγχρονη σκέψη αν δεν υπήρχαν τα τρία φιλοσοφικά συστήματα που συνοπτικά εκτέθηκαν προηγουμένως. Αφήνοντας κατά μέρος την πρόοδο των επιστημών (κυρίως των μαθηματικών, χάρη στους Καρτέσιο και Λάιμπνιτς), ας θυμηθούμε ότι η καρτεσιανή φιλοσοφία συνέβαλε στη συγκρότηση του νεωτερικού υποκειμένου και άνοιξε τον δρόμο προς τις φιλοσοφίες της συνείδησης, τη φαινομενολογία και τον υπαρξισμό. Ακόμη και η «γενετική γραμματική» που προσφάτως πρότεινε ο Τσόμσκι έχει χαρακτηριστεί καρτεσιανής έμπνευσης. Η σκέψη του Λάιμπνιτς τροφοδότησε φιλοσόφους και καλλιτέχνες, άνοιξε τον δρόμο στον προοπτικισμό, έδωσε υλικό στην επιστήμη αλλά και στη λογοτεχνία με την ιδέα των άπειρων δυνατών κόσμων. Τέλος ο σπινοζισμός, εμπνέοντας τα εντονότερα αισθήματα θαυμασμού (π.χ. στους Φρόιντ, Αϊνστάιν, Μπόρχες) αλλά και αποστροφής, ανάγκασε τον Χέγκελ να αποφανθεί ότι «ο Σπινόζα αποτελεί κομβικό σημείο στη νεότερη φιλοσοφία· το δίλημμα είναι: ή Σπινόζα ή όχι φιλοσοφία».
Άρης Στυλιανού λέκτωρ Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ Πηγή