Ποιά πειραματική διαδικασία θα μπορούσε ενδεχομένως να προκαλέσει σε κάποιους ανθρώπους έντονη εφίδρωση και τρέμουλο, αφήνοντας το 10% εξαιρετικά αναστατωμένους, ενώ θα οδηγούσε άλλους στο να ξεσπάσουν σε ανεξήγητο υστερικό γέλιο; Ποιο συμπέρασμα θα μπορούσε να είναι τόσο ισχυρό ώστε να προκαλέσει σε πολλούς ψυχολόγους έντονες αντικρούσεις; Αυτό είναι το πείραμα του Στάνλεϊ Μίλγκραμ που έγινε το 1961 κι ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα πειράματα στην ιστορία. Ο Μίλγκραμ ήταν κοινωνικός ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και ήθελε να εξετάσει πειραματικά την υπακοή του ατόμου στην εξουσία. Για το σκοπό αυτό σχεδίασε ένα πείραμα με «δασκάλους», που ήταν και τα πραγματικά υποκείμενα της έρευνας και έναν «μαθητή», που ήταν ένας ηθοποιός.
Θα μπορούσε άραγε η συμμετοχή σε ένα ψυχολογικό πείραμα να αποτελέσει μια τόσο έντονη εμπειρία ώστε να αλλάξει την οπτική του ατόμου σχετικά με την ανθρώπινη φύση;
‘‘Πολλοί αναρωτήθηκαν μετά τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και όχι για πρώτη φορά, το πώς οι άνθρωποι θα μπορούσαν να έχουν κίνητρα για να διαπράξουν τέτοιες βιαιότητες, ο ένας προς τον άλλον.’’ Τα διάσημα πειράματα του Stanley Milgram είχαν σχεδιαστεί για να εξετάσουν την υπακοή στην εξουσία. Ο Milgram ήθελε να εξετάσει σε ποιό σημείο θα μπορούσαν οι άνθρωποι να φτάσουν, όταν κάποια μορφή εξουσίας τους διέταζε να βλάψουν έναν άλλον άνθρωπο. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όχι μόνο οι ένοπλες δυνάμεις, αλλά και οι απλοί άνθρωποι εξαναγκάστηκαν να προβούν σε πολύ σκληρές και μακάβριες πράξεις.
Στο ένα δωμάτιο βρισκόταν ο δάσκαλος, στον οποίο είχε δοθεί η οδηγία, να διαβάζει ερωτήσεις στους μαθητές, οι οποίες είχαν τέσσερις διαφορετικές απαντήσεις. Στην περίπτωση που ο μαθητής έδινε λανθασμένη απάντηση, ο δάσκαλος πατούσε ένα κουμπί που του έκανε ηλεκτροσόκ και σε κάθε λανθασμένη απάντηση η ένταση του ηλεκτροσόκ αυξανόταν. Στην πραγματικότητα, το ρεύμα από το ηλεκτροσόκ δεν έφτανε ποτέ στον μαθητή- ηθοποιό, ο οποίος προσποιούνταν ότι υπέφερε από το ρεύμα.
Έφτανε μέχρι και σε σημείο να εκλιπαρεί τον δάσκαλο να σταματήσει και να χτυπάει τον τοίχο, φωνάζοντας. Η διαδικασία συνεχιζόταν μέχρι ο δάσκαλος να αρνηθεί να συνεχίσει. Στην πραγματικότητα, όμως μόνο 14 από τους 40 δασκάλους ζήτησαν να σταματήσει το πείραμα.
Τα αποτελέσματα του πειράματος αναστάτωσαν την κοινότητα των κοινωνικών ψυχολόγων, αφού τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι περισσότεροι «δάσκαλοι ήταν διατεθειμένοι να κάνουν έως και θανατηφόρο ηλεκτροσόκ πάνω σε κάποιον, μόνο και μόνο επειδή υπάκουαν στους κανόνες του πειράματος.
Νέο πείραμα στην Πολωνία
Οι άνθρωποι είναι πάντα πρόθυμοι να υπακούσουν στις εντολές που θα πάρουν, ακόμη και αν πρόκειται να κάνουν ηλεκτροσόκ στους συνανθρώπους τους. Εννέα στους δέκα θα έκαναν κάτι τέτοιο, αν αυτή είναι η άνωθεν εντολή, όπως απέδειξαν Πολωνοί κοινωνικοί ψυχολόγοι, οι οποίοι επανέλαβαν το διάσημο Πείραμα του Μίλγκραμ, με το οποίο ο αμερικανός ψυχολόγος είχε σοκάρει τον κόσμο στη δεκαετία του 1960.
Τότε, σε ένα πείραμα-ορόσημο για την επιστήμη της ψυχολογίας, το οποίο «φώτισε» τις συνθήκες που επικρατούσαν στη ναζιστική Γερμανία (και όχι μόνο), ο Στάνλεϊ Μίλγκραμ του Πανεπιστημίου Γιέηλ είχε αποδείξει ότι, υπό συνθήκες πίεσης από την εξουσία, οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να εκτελέσουν τις εντολές, ακόμη και αν θα βλάψουν τους άλλους. Αν και στην πραγματικότητα το πείραμα δεν περιλάμβανε πραγματικά ηλεκτροσόκ, οι συμμετέχοντες -που νόμιζαν ότι κάνουν ηλεκτροσόκ- υλοποίησαν στην πλειονότητα τις άνωθεν εντολές.
Τελευταία ερευνητές της Σχολής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Αθρωπιστικών Επιστημών του Βρότσλαβ της Πολωνίας επανέλαβαν το πείραμα με 40 άνδρες και 40 γυναίκες ηλικίας 18 έως 69 ετών.
Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να πατούν δέκα κουμπιά, που το καθένα αντιστοιχούσε σε ολοένα ισχυρότερο ηλεκτροσόκ (που πάλι δεν ήταν πραγματικό, αλλά οι συμμετέχοντες δεν το ήξεραν). Αποδείχθηκε ότι το 90% (οι εννέα στους δέκα) ήσαν πρόθυμοι να πατήσουν το κουμπί με το πιο έντονο ηλεκτροσόκ. Οι ερευνητές σκοπίμως παρότρυναν τους συμμετέχοντες με φράσεις του τύπου «το πείραμα απαιτεί να συνεχίσετε», «είναι απολύτως ουσιώδες να συνεχίσετε» και «δεν έχετε άλλη επιλογή παρά να συνεχίσετε».
Είναι αξιοσημείωτο ότι όταν το «θύμα» (στην πραγματικότητα ήταν ηθοποιός) που βρισκόταν σε διπλανό δωμάτιο και δεχόταν το «σοκ» ουρλιάζοντας υποκριτικά, ήταν γυναίκα, τότε ο αριθμός των συμμετεχόντων που αρνούνταν να εκτελέσουν την εντολή, ήταν τριπλάσιος από ότι όταν το «θύμα» ήταν άνδρας.
«Όταν μαθαίνουν για το πείραμα του Μίλγκραμ, η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων ισχυρίζονται πως ‘εγώ ποτέ δεν θα συμπεριφερόμουν με τέτοιο τρόπο’. Η μελέτη μας όμως έδειξε για μια ακόμη φορά την τρομερή δύναμη των συνθηκών του κοινωνικού περιβάλλοντος και πόσο εύκολα οι άνθρωποι μπορούν να συμφωνήσουν να κάνουν πράγματα που βρίσκουν δυσάρεστα», δήλωσαν οι ερευνητές.
Με άλλα λόγια, η κοινωνία δεν έχει αλλάξει και πολύ εδώ και 50 χρόνια. Όπως επεσήμανε ένας Πολωνός κοινωνικός ψυχολόγος, «μισό αιώνα μετά την αρχική έρευνα του Μίλγκραμ για την υπακοή στην εξουσία, μια εντυπωσιακή πλειονότητα των ανθρώπων είναι ακόμη πρόθυμοι να κάνουν ηλεκτροσόκ σε έναν αβοήθητο άνθρωπο».
Ίσως μάλιστα τα πράγματα να έχουν στο μεταξύ χειροτερεύσει, επειδή στο πείραμα του Μίλγκραμ, «μόνο» τα δύο τρίτα των συμμετεχόντων είχαν δείξει προθυμία να κάνουν το πιο ισχυρό ηλεκτροσόκ των 450 βολτ, ενώ τώρα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 90%.
ΑΠΕ και εδώ