Η θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας (cognitive dissonance) είναι μια από τις πιο σημαντικές θεωρίες στην Κοινωνική Ψυχολογία, που περιγράφει τη δυσφορία που προκύπτει από την πίστη ενός ατόμου σε δύο ιδέες ή αξίες ή πεποιθήσεις, που όμως έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Τότε αντιμετωπίζει ψυχολογικό στρες όταν καλείται να ενεργήσει με βάσει τη μία από αυτές τις δύο αντιτιθέμενες πεποιθήσεις.
Η γνωστική ασυμφωνία εισήχθη από τον αμερικανό ψυχολόγο Leon Festinger (1911–1989) το 1957, και σύμφωνα με αυτόν ένα άτομο που βιώνει εσωτερική ασυνέπεια νιώθει άβολα και προσπαθεί να μειώσει με κάθε τρόπο αυτή τη γνωστική ασυμφωνία. Έτσι, τείνει να κάνει αλλαγές για να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του: μπορεί να απορρίψει κάποιες πληροφορίες ως λανθασμένες, να προσπαθήσει να τις εξηγήσει με τρόπο που να «απαλύνεται» η δυσφορία ή και να τις αποφύγει εντελώς.
Έτσι, όταν ορισμένοι πιστέψουν ότι μια συγκεκριμένη μέρα θα έρθει η συντέλεια του κόσμου, η οποία τελικά δεν έρχεται, θα νιώσουν γνωστική ασυμφωνία. Το ίδιο θα συμβεί, όταν κάποιοι φοιτητές περάσουν μια δύσκολη δοκιμασία για να συμμετάσχουν σε μερικές ανούσιες συγκεντρώσεις, ή όταν χωρίς κανένα λόγο απογορεύσουμε σ’ ένα παιδί να παίξει μ’ ένα παιχνίδι που αγαπάει. Είναι σαφές πως σ’ όλα αυτά τα παραδείγματα που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες πειραματικές διερευνήσεις, ο ορισμός της γνωστικής ασυμφωνίας είναι ιδιαίτερα ευρύς.
Έχετε ποτέ νιώσει πως συγκρούεστε με τον εαυτό σας; Έχετε ποτέ αρνηθεί μια ιδέα ή ένα γεγονός που ενώ ξέρετε ότι είναι ορθό ταυτόχρονα έρχετε αντίθετο με το ” Εγώ” σας; Αυτο όνόμάζεται γνωστική ασυμφωνια/δυσαρέσκεια.
Για παράδειγμα, αν ένας άνθρωπος πιστεύει ότι το κάπνισμα αυξάνει τις πιθανότητες να προκαλέσει καρκίνο και άλλα προβλήματα στην υγεία, ενώ ο ίδιος δεν κόβει το τσιγάρο. Προφανώς, αυτά τα δύο έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Για να μειώσει αυτή την αίσθηση της «ενόχλησης», ο καπνιστής θα πρέπει είτε να κόψει το κάπνισμα είτε να το δικαιολογήσει με ποικίλους τρόπους (π.χ. «μια απόλαυση έχω κι εγώ στη ζωή, αν το κόψω θα με πιάσει κατάθλιψη» ή «ο παππούς μου κάπνιζε μέχρι τα βαθιά γεράματα και δεν έπαθε τίποτα» κ.λπ.).
Για να λειτουργούν στην πραγματικότητα της κοινωνίας, τα ανθρώπινα όντα προσαρμόζουν συνεχώς την αντιστοιχία των διανοητικών τους στάσεων και των προσωπικών τους ενεργειών. Τέτοιες συνεχείς προσαρμογές, μεταξύ της γνώσης και της δράσης, τους οδηγούν ή να πράξουν σύμφωνα με τις ιδέες τους (π.χ. δεν θέλουν να μεθύσουν όταν βγαίνουν για δείπνο και παραγγέλνουν νερό αντί για κρασί) ή να πράξουν αντίθετα (πχ δεν θέλουν να μεθύσουν όταν βγαίνουν έξω, αλλά στη συνέχεια πίνουν περισσότερο κρασί).
Στην πράξη, οι άνθρωποι μειώνουν το μέγεθος της γνωστικής τους δυσαρέσκειας με τέσσερις τρόπους:
- Αλλάζουν τη συμπεριφορά τους ή τη γνώση που έχουν (“Δεν θα φάω ξανά άλλο ντόνατ”)
- Δικαιολογούν τη συμπεριφορά ή τη γνώση, αλλάζοντας την αντίθετη αντίληψη (“Επιτρέπεται να εξαπατάω τη διατροφή μου κάποιες φορές και να φάω ένα ντόνατ.”)
- Δικαιολογούν τη συμπεριφορά ή τη γνώση προσθέτοντας νέες συμπεριφορές ή γνώσεις (“Θα περάσω τριάντα επιπλέον λεπτά στο γυμναστήριο για να επιτρέψω στον εαυτό μου να φάω το ντόνατ.”)
- Αγνοούν ή αρνούνται πληροφορίες που έρχονται σε αντίθεση με τις υπάρχουσες πεποιθήσεις (“Αυτό το ντόνατ δεν είναι τροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη.”)
Για να μειωθεί η γνωστική δυσαρέσκεια κάποιοι καπνιστές προσαρμόζουν τις πεποιθήσεις τους ώστε να ανταποκρίνονται στις ενέργειές τους:
- Λειτουργικές πεποιθήσεις (“Το κάπνισμα με ηρεμεί όταν έχω άγχος ή είμαι αναστατωμένος.”; “Το κάπνισμα με βοηθά να συγκεντρωθώ καλύτερα.”; “Το κάπνισμα είναι ένα σημαντικό μέρος της ζωής μου.”; Και “Το κάπνισμα με διευκολύνει να κοινωνικοποιηθώ”. )
- Οι πεποιθήσεις που ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο (“Τα ιατρικά στοιχεία ότι το κάπνισμα είναι επιβλαβές είναι υπερβολικά.”; “Κάποιος πρέπει να πεθάνει από κάτι, οπότε γιατί να μην απολαύσετε το κάπνισμα μέχρι να πεθάνετε;”; και “Το κάπνισμα δεν είναι το πιο επικίνδυνο από πολλά άλλα πράγματα που κάνουν οι άνθρωποι.”).
Γιατί είναι δύσκολο να αλλάξουμε τις πεποιθήσεις μας;
Είναι γεγονός, ότι οι άνθρωποι είναι εξαιρετικά απρόθυμοι να αλλάξουν τα πιστεύω τους. Όταν, λοιπόν, τα νέα δεδομένα που μαθαίνουν έρχονται σε σύγκρουση με τις πεποιθήσεις τους, δεν δέχονται τις νέες πληροφορίες ούτε παραδέχονται ότι έχουν κάνει λάθος.
Τη στιγμή που αποφασίζουμε ότι πιστεύουμε σε κάτι, αρχίζουμε να δικαιολογούμε τη «σοφία» της επιλογής μας και να βρίσκουμε λόγους για τους οποίους η αντίθετη άποψη είναι εσφαλμένη (προκατάληψη της υποστήριξης της επιλογής / choice-supportive bias). Κι όσο περνάει ο καιρός και συνεχίζουμε να στηρίζουμε την άποψή μας τόσο δυσκολότερο είναι να παραδεχθούμε ότι έχουμε κάνει λάθος, ακόμη κι όταν οι πληροφορίες που έχουμε λένε ξεκάθαρα ότι η αρχική μας απόφαση δεν ήταν η σωστή.
Το φαινόμενο το παρατηρούμε καθημερινά γύρω μας. Ένας άνθρωπος που στηρίζει σθεναρά μια συγκεκριμένη κομματική παράταξη μπορεί πολύ εύκολα να «διαστρεβλώσει» τις πληροφορίες μέσα στο μυαλό του, προκειμένου να δώσει «άφεση» στους αγαπημένους του πολιτικούς σε περιπτώσεις ατασθαλιών.
Υπάρχει τρόπος να αλλάξουμε τα πιστεύω μας;
Παρόλο που το να αλλάξουμε τα μυαλά μας δεν είναι κάτι εύκολο, ωστόσο δεν είναι και αδύνατο. Πρέπει να παίρνουμε τις αποφάσεις μας λαμβάνοντας υπόψη όλα τα διαθέσιμα στοιχεία και τις νεότερες πληροφορίες – όπως, δηλαδή, γίνεται στην επιστήμη. Με βάση αυτά, μπορούμε να αλλάξουμε τις πεποιθήσεις μας για κάτι, να προσθέσουμε νέα «πιστεύω» στο σύστημα αξιών μας ή και να μειώσουμε τη σπουδαιότητα κάποιων πεποιθήσεων, που έως τώρα θεωρούσαμε περισσότερο σημαντικές από όσο χρειαζόταν.
Πάντοτε πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι δεν είναι κακό να παραδεχόμαστε ότι έχουμε κάνει λάθος. Ιδίως όταν οι νεότερες πληροφορίες που προσλαμβάνουμε έχουν να κάνουν με την υγεία μας ή την υγεία του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια για να ξεπεράσουμε την εσωτερική μας ασυμφωνία.
Σύνοψη της θεωρίας της γνωστικής ασυμφωνίας
Η γνωστική ασυμφωνία είναι μια δυσάρεστη κατάσταση.
Το άτομο προσπαθεί να μειώσει ή να εξαλείψει τη γνωστική ασυμφωνία, και να αποφεύγει καθετί που μπορεί να την αυξήσει.
Όταν βρίσκεται σε κατάσταση γνωστικής συμφωνίας, το άτομο αποφεύγει ο,τιδήποτε είναι σε θέση να δημιουργήσει ασυμφωνία.
Η ένταση της γνωστικής ασυμφωνίας είναι συνάρτηση:
- της σπουδαιότητας των γνωστικών στοιχείων
- της αναλογίας των ασύμφωνων γνωστικών στοιχείων
Η ένταση των τάσεων που αναφέρονται στα σημεία 2 και 3 έχουν άμεση σχέση με την έντυαση της γνωστικής συμφωνίας.
Η γνωστική ασυμφωνία μπορεί να ελαττωθεί ή να εξαλειφθεί:
- προσθέτοντας νέα γνωστικά στοιχεία.
- μετατρέποντας τα ήδη υπάρχοντα γνωστικά στοιχεία.
Η προσθήκη των γνωστικών στοιχείων μειώνει τη γνωστική ασυμφωνία, όταν:
- τα νέα στοιχεία ενισχύουν τα γνωστικά σύμφωνα στοιχεία και αποδυναμώνουν τα γνωστικά ασύμφωνα στοιχεία
- τα νέα στοιχεία μειώνουν τη σπουδαιότητα των γνωστικών στοιχείων που μπλέκονται στη γνωστική ασυμφωνία.
Η μετατροπή των ήδη υπαρχόντων γνωστικών στοιχείων μειώνει τη γνωστική ασυμφωνία, όταν:
- το νέο τους περιεχόμενο τα καθιστά λιγότερο αντιφατικά
- μειώνει τη σπουδαιότητά τους.
Αυτή η αυξομείωση των γνωστικών στοιχείων γίνεται εφικτή με την ενεργό μετατροπή των γνωστικών πλευρών του περιβάλλοντος.
Οι στρατηγικές που χρησιμοποιούνται για τη μείωση της γνωστικής ασυμφωνίας
Ακολουθεί μια διάκριση των στρατηγικών σε εσωτερικές και εξωτερικές στρατηγικές αυτοδικαιολόγησης.
α. Έσωτερικές στρατηγικές αυτοδικαιολόγησης:οι στρατηγικές αυτές εμποδίζουν τα άτομα να αντιληφθούν και να εκτιμήσουν τις πράξεις τους σε συνδυασμό με τα αποτελέσματά τους. Τέτοιου είδους στρατηγικές είναι:
- 1. Η αλλαγή στάσης
- 2. Trivialization, δηλαδή το να κάνουμε τετριμμένα τα αρνητικά αποτελέσματα.
- 3. Άρνηση των αρνητικών αποτελεσμάτων- υποβάθμιση του προβλήματος.
β. Εξωτερικές στρατηγικές αυτοδικαιολόγησης: αναφέρονται στη χρήση εξωτερικών «προφάσεων» για τη δικαιολόγηση των πράξεων των ατόμων, ώστε να μειώνεται η προσωπική ευθύνη. Τέτοιου είδους στρατηγικές είναι:
- 1. Η εκτόπιση της προσωπικής ευθύνης.
- 2. Εμπιστοσύνη στις λύσεις που δίνονται από τους άλλους.
- 3. Η κοινωνική πίεση.
Επίσης, μια αποτυχημένη προσπάθεια μείωσης της γνωστικής ασυμφωνίας θα μπορούσε να οδηγήσει συστηματικά ένα άτομο να αναζητήσει άλλον τρόπο για τη μείωση της γνωστικής ασυμφωνίας. Σ’ αυτήν την περίπτωση αυτό επιτυγχάνεται με την αλλαγή στάσης. Η διαδικασία αλλαγής στάσης περιλαμβάνει τέσσερα διαδοχικά βήματα:
1. η αποτυχία των επιβεβαιώσεων επαναφέρει την αρχική ασυμφωνία
2. το άτομο βιώνει ψυχολογική δυσφορία
3. το άτομο παίρνει μέρος στη διαδικασία της ασυμφωνίας και
4. επιλέγεται η άμεση λύση επίλυσης της ασυμφωνίας, η αλλαγή στάσης.