Η θεωρία της Μορφολογικής Ψυχολογίας (Gestalt Psychology) επικεντρώνεται στη μελέτη της οργάνωσης της αντίληψης και προσεγγίζει τη συμπεριφορά τονίζοντας την οργάνωση της εμπειρίας σε μορφές ή πρότυπα (Gestalten). Η πιο ουσιαστική συμβολή της στην ψυχολογία της μάθησης είναι η ενόραση, που ως μαθησιακή διαδικασία βασίζεται στη σύλληψη της μορφής του νέου προς γνώση αντικειμένου ως «όλου», που δε γίνεται στην αρχή με σαφήνεια αντιληπτό, αλλά κατά την πορεία της μάθησης, προχωρώντας από το όλο προς τα μέρη, τα στοιχεία που την απαρτίζουν διασαφηνίζονται και διακρίνονται μεταξύ τους. Για παράδειγμα, όταν βλέπουμε ένα άτομο να πλησιάζει από μακριά αυτό που αντιλαμβανόμαστε σε πρώτη φάση είναι η γενική μορφή του, δηλαδή αν είναι άντρας ή γυναίκα, ενώ στη συνέχεια διακρίνουμε και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.
Εκπρόσωποί της είναι οι Wertheimer, Koffka και Köhler. Ο πρώτος, που είναι και ο κυριότερος, ασχολήθηκε με τη μάθηση στη σχολική τάξη και μάλιστα με τη διδασκαλία, η οποία οδηγεί στην ανάπτυξη της δημιουργικής σκέψης. Ο τελευταίος παρατήρησε στα πειράματά του ότι τα ζώα δεν εργάζονταν μηχανικά, αλλά σκέφτονταν, και αφού είχαν εποπτεία της όλης κατάστασης με μία ευφυή ανακατάταξή της έλυναν το πρόβλημα.
Ήταν δε μία διανοητική εργασία οργανωμένη και εσωτερική, η οποία ξαφνικά έδινε και τη λύση του προβλήματος. Αυτή τη διαδικασία λοιπόν κατά την οποία εμφανίζεται μία αιφνίδια και άμεση θεώρηση της όλης κατάστασης, ονόμασε ο Köhler «μάθηση με ενόραση». Είναι δε εφικτή όταν δίνεται στο άτομο που μαθαίνει η δυνατότητα να αντιμετωπίσει εξαρχής ολόκληρη την προς μάθηση κατάσταση. Οι οπαδοί της τονίζουν ότι τα προς μάθηση στοιχεία πρέπει να οργανώνονται έτσι, ώστε να γίνονται αντιληπτά ως σύνολα..
Η μάθηση με ενόραση θεωρήθηκε ανώτερη σε σχέση με αυτή που γίνεται με «δοκιμή και πλάνη», διότι κατά την εμφάνισή της μεσολαβούν ανώτερες διανοητικές λειτουργίες, όπως αντίληψη, μνήμη, σκέψη και προσοχή.
Ο Bandura κάνει λόγο για κοινωνική μάθηση, δηλαδή μάθηση με μίμηση προτύπου ύστερα από παρακολούθηση της συμπεριφοράς του και τη διερεύνηση των κοινωνικών συνθηκών μέσα στις οποίες το άτομο πραγματώνει αυτή τη μορφή μάθησης.
Ο Piaget έκανε λόγο για την οικοδόμηση της γνώσης και θεωρούσε τη μάθηση ως αποτέλεσμα της δραστηριότητας του ατόμου με το περιβάλλον. Μέσα από διάφορες γνωστικές αντιφάσεις επιτυγχάνεται η αφομοίωση και η προσαρμογή με την κοινωνική διαπραγμάτευση και τη δημιουργικότητα (ατομική), αρχές όπου βασίστηκε και ο (επ)οικοδομισμός (κονστρουκτιβισμός).
Ο Piaget θεωρεί ότι η νοημοσύνη είναι μία λειτουργία που βοηθά το άτομο με την αφομοιωτική και συμμορφωτική διαδικασία στην προσαρμογή του σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Είναι ιδρυτής της Γενετικής Ψυχολογίας και η θεωρία του τείνει στις γνωστικές που ερευνούν αντίληψη, μνήμη, σκέψη, σχηματισμό εννοιών, στρατηγικών κ.λπ. και οι οποίες αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο, κατά την αντιπαράθεσή του με το περιβάλλον, ως ενεργό και αυθόρμητο ερευνητή.
Η θεωρία του Piaget επιχειρεί να ερευνήσει και να ερμηνεύσει την ανάπτυξη και κατά συνέπεια και τη μάθηση ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων του ατόμου στο περιβάλλον, το οποίο άτομο κατά τη γέννησή του δε διαθέτει καμιά πνευματική ή γνωστική δομή, αλλά η οικοδόμησή τους είναι αποτέλεσμα της συνεχούς προσπάθειας του ατόμου για μία ισορροπία μεταξύ του ίδιου του εαυτού του και του περιβάλλοντός του. Αν το άτομο κατανοεί τα στοιχεία της νέας εμπειρίας του, η ισορροπία μένει αδιατάρακτη, ενώ στην αντίθετη περίπτωση βιώνει μία γνωστική αντίφαση ή σύγκρουση, που το υποχρεώνει σε περαιτέρω δραστηριότητα, προκειμένου να επαναποκτήσει τη χαμένη του ισορροπία. Η προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή ονομάζεται από τον Piaget προσαρμογή. Η διατάραξη της ισορροπίας μπορεί να οφείλεται στην ωρίμαση, στην άσκηση και εμπειρία, στη μάθηση και εξισορρόπηση ή αυτορρύθμιση και βέβαια η άσκηση και η εμπειρία είναι απαραίτητες μέχρι το σχηματισμό των λογικομαθηματικών δομών.
Ο προβληματισμός και οι μελέτες του Piaget για την οικοδόμηση της γνώσης αποτέλεσαν τη βάση της θεωρίας του κονστρουκτιβισμού που διακρίνεται σε ριζοσπαστικό και κοινωνικοπολιτισμικό
Ο «ριζοσπαστικός οικοδομισμός», με κύριο εκφραστή του τον Glaserfeld, θεωρεί ότι η γνώση του πραγματικού κόσμου είναι αδύνατη έξω από το άτομο. Η μάθηση είναι ενεργητική και όλη η γνώση υποκειμενική. Ο καθένας οργανώνει τη δική του εμπειρία και κατασκευάζει τη δική του πραγματικότητα, οπότε υπάρχει διαφοροποίηση από τον «κοινωνικό κονστρουκτιβισμό», κατά τον οποίο οι έννοιες, δομές, μέθοδοι, κανόνες και αποτελέσματα είναι επινόηση των ανθρώπων.
Κύριος εκπρόσωπος για τον «κοινωνικοπολιτισμικό κονστρουκτιβισμό» θεωρείται ο Vygotsky, ο οποίος έδωσε έμφαση στη γλώσσα και στην σπουδαιότητά της για την ανάπτυξη της σκέψης, υποστηρίζοντας ότι χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να σκεπτόμαστε και να λύνουμε προβλήματα προφορικά. Τόνιζε μάλιστα την κοινωνική δόμηση της μάθησης και το ρόλο του κοινωνικού περιβάλλοντος αυτού που μαθαίνει. Επίσης πίστευε ότι η διανοητική πρόοδος συνδέεται άμεσα με την ιστορική και πολιτιστική ανάπτυξη. Έκανε λόγο για τη ζώνη επικείμενης ανάπτυξης μεταξύ του πραγματικού επιπέδου ανάπτυξης ενός ατόμου και του επιπέδου πιθανής ανάπτυξης με την καθοδήγηση του δασκάλου. Συνεπώς ο δάσκαλος θα πρέπει να προσφέρει θέματα λίγο πιο δύσκολα από τη διανοητική ανάπτυξη των παιδιών, ώστε στη συνέχεια με την καθοδήγησή του να κατακτούν τη νέα γνώση
Συμπερασματικά το ποια θεωρία και ποια διδακτική μέθοδος θα αξιοποιηθεί στη διδακτική διαδικασία εξαρτάται από την κάθε διδακτική ενότητα και από τους εκάστοτε μαθητές, χωρίς να αποκλείεται και μία συνδυαστική λύση.
Φυσικά πρέπει ο εκπαιδευτικός να έχει κατά νου τη μαιευτική μέθοδο του Σωκράτη με τη διαδικασία των ερωτήσεων/αποκρίσεων, καθώς και την άποψη του Dewey για «learning by doing» και «learning by experience»
της Α. Μητρογιαννοπούλου – Σχ. σύμβουλος μαθηματικών