Η έννοια του ναρκισσισμού απασχόλησε την ψυχαναλυτική σκέψη αρκετά νωρίς, νωρίτερα και από την πρώτη εμπεριστατωμένη μελέτη του ναρκισσισμού από τον Freud στο κείμενο του 1914, «Για τον Nαρκισσισμό: μια εισαγωγή».
Σ’ αυτό το κείμενο ο Freud θεωρεί το ναρκισσισμό έκφραση του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης, με κύρια χαρακτηριστικά τη μεγαλομανία και την απόσυρση του ενδιαφέροντος από τον εξωτερικό κόσμο και τονίζει την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στην ψυχική ενέργεια που επενδύεται στο Eγώ και στην ψυχική ενέργεια που επενδύεται στα Aντικείμενα. Όσο περισσότερο, μας λέει, χρησιμοποιείται η μια ψυχική ενέργεια, τόσο περισσότερο η άλλη εξαντλείται. Και επισημαίνει: Ο ισχυρός εγωισμός είναι προστασία ώστε να μην αρρωστήσουμε, όμως σε τελική ανάλυση θα αρρωστήσουμε, εάν δεν καταφέρουμε να αγαπήσουμε (δηλαδή να συνδεθούμε με τα Aντικείμενα).
Ο αρχαίος μύθος του Νάρκισσου, πάνω στον οποίο εδράζεται η ψυχαναλυτική κατανόηση του ναρκισσισμού, περιγράφει την εξής κατάσταση: O Nάρκισσος γονατίζει πάνω από μια λίμνη νερού, εκστασιασμένος από την ομορφιά του που αντανακλάται στην επιφάνειά της. Κάποια στιγμή δεν αντιστέκεται στη γοητεία του εαυτού του και στην προσπάθειά του να χαϊδεύσει την εικόνα του, πέφτει στο νερό και πνίγεται. Η ουσία του μύθου δεν είναι ότι ο Νάρκισσος ερωτεύεται τον εαυτό του, αλλά ότι η φιλαυτία του προκαλεί ένα είδος τύφλωσης, γιατί δεν αναγνωρίζει ότι η εικόνα που βλέπει αποτελεί το είδωλό του, δηλαδή δεν έχει καμία αντίληψη της διαφοράς του εαυτού του από το περιβάλλον: κατανοεί την πραγματικότητα μέσα από εικόνες του Eγώ, και αυτή η στάση εμπεριέχει τον κίνδυνο της καταστροφής.
Ο Freud στο κείμενο του 1914 προσεγγίζει το ναρκισσισμό από δύο σκοπιές: Η πρώτη εξισώνει το ναρκισσισμό με την αγάπη για τον εαυτό και, ως συνέπεια, με τη σχετική απόσυρση του ενδιαφέροντος από τον εξωτερικό κόσμο. Η δεύτερη σκοπιά προϋποθέτει την ύπαρξη μιας πρώιμης κατάστασης, κατά την οποία η εξωτερική πραγματικότητα δεν έχει διαχωρισθεί από τον εαυτό και η ψυχική κατάσταση κυριαρχείται από το αίσθημα παντοδυναμίας. Σταδιακά, η συνεχιζόμενη μελέτη του ναρκισσισμού θα οδηγήσει τον Freud στην υπόθεση της ενόρμησης του θανάτου ως επιδίωξης μιας απόλυτης παύσης της έντασης, μιας επιστροφής στο σημείο μηδέν. Ο ναρκισσισμός σ’ αυτή την απόλυτα αρνητική μορφή του γίνεται η λαχτάρα της απελευθέρωσης από την εξωτερική πραγματικότητα, η επιδίωξη του μηδενός.
Στη συνέχεια, άλλοι ψυχαναλυτές όπως ο H. Kohut και ο H. Rosenfeldt, προκειμένου να ασχοληθούν με τη ναρκισσιστική διαταραχή της αποσύνδεσης και της αίσθησης κενού αφενός, αλλά και της αγνόησης των άλλων, ως ξεχωριστών και διαφορετικών, έως του σημείου της καταστροφικής εκμηδένισης της σχέσης με τους άλλους, θα επικεντρωθούν και πάλι στη φαντασίωση παιδικής παντοδυναμίας που αγνοεί τη διαφορά με τον άλλο και εμποτίζει τον εαυτό με πρωτόγονη επιθετικότητα. Ο Ο. Kernberg μάς επισημαίνει ότι άτομα με ναρκισσιστική προσωπικότητα τείνουν να φθονούν υπερβολικά άλλους ανθρώπους, να εξιδανικεύουν υπέρμετρα κάποιους, από τους οποίους προσδοκούν ναρκισσιστική στήριξη και να χειρίζονται με περιφρόνηση αυτούς από τους οποίους δεν περιμένουν κάτι. Η σχέση τους με άλλους είναι συχνά εκμεταλλευτική και παρασιτική. Κάτω από μια επιφάνεια που γοητεύει και δεσμεύει, μπορεί να νιώσει κανείς ψυχρότητα και σκληρότητα. Mέσα στο πλαίσιο της σχέσης με τους άλλους και ιδιαίτερα με το θεραπευτή, ο Kernberg θα μιλήσει για κακοήθη ναρκισσισμό. Εντέλει, ο Α. Green αναφερόμενος στον αρνητικό ναρκισσισμό ή ναρκισσισμό θανάτου, όπως τον αποκαλεί, τονίζει την τάση, που συναντάμε σε κλινικό επίπεδο, προς το σημείο μηδέν ως έκφραση όχι μιας απλής αποεπένδυσης των εξωτερικών αντικειμένων, αλλά αποεπένδυσης της ίδιας της λειτουργίας επένδυσης της εξωτερικής πραγματικότητας.
Ναρκισσισμός και κοινωνικά πρότυπα
Από την άλλη πλευρά, οι κοινωνικοί επιστήμονες χρησιμοποιούν τον όρο «ναρκισσισμός» στο πλαίσιο της ανάλυσης των κοινωνικών προτύπων και του τρόπου με τον οποίο αυτά επηρεάζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι. Κάποιοι θεωρούν ότι τα δεινά της κοινωνίας μπορούν να κατανοηθούν στο σύνολό τους ως δεινά προερχόμενα από τον εγωκεντρισμό, την αποξένωση και την ψυχρότητα, χαρακτηριστικά τα οποία σταδιακά επικρατούν ως κοινωνικό μοντέλο συμπεριφοράς. Τα κοινωνικά πρότυπα δίνουν πλέον έμφαση στην υποκειμενικότητα και στην απόσυρση από κοινωνικές δραστηριότητες, οι οποίες δεν μονοπωλούν την προσοχή στον εαυτό. Στο χώρο της πολιτικής, για παράδειγμα, αλλά και ευρύτερα όσον αφορά τα δημόσια πρόσωπα, η έμφαση δίνεται στην προσωπικότητα και στις προσωπικές προτιμήσεις και συνήθειες έναντι του κοινωνικού ρόλου και της δράσης τους.
Ο R. Senet στο βιβλίο του «Η κοινωνία της οικειότητας», επισημαίνει ότι από τις αρχές του 20ού αιώνα και μετά, οι κοινές παρορμήσεις μάλλον παρά η ενασχόληση με κοινές δραστηριότητες άρχισαν να καθορίζουν μια ιδιόμορφη αίσθηση κοινότητας, που κατέληξε στις μέρες μας σε αυτό που αποκαλεί τοπικισμό της κοινότητας, το να μοιράζεται, δηλαδή, κανείς αποκλειστικά ό,τι αντανακλά ο καθρέφτης του Εγώ». Και συνεχίζει: «Ό,τι παραμένει αδιευκρίνιστο, όμως, στις ψυχαναλυτικές διατυπώσεις είναι τι συμβαίνει όταν η ίδια η “πραγματικότητα” κυριαρχείται από ναρκισσιστικά πρότυπα. Οι κανόνες πίστης σε τούτη την κοινωνία είναι τέτοιοι ώστε καθίσταται λογική η άποψη να θεωρούνται ως μεστές νοήματος κοινωνικές πραγματικότητες όποτε αντικατοπτρίζουν την εικόνα του Εγώ. Ο ναρκισσισμός επιστρατεύεται σήμερα σε κοινωνικές σχέσεις από μια κουλτούρα που στερείται πίστης στη δημόσια ζωή και κυριαρχείται από ένα αίσθημα οικειότητας ως μέτρο του νοήματος της πραγματικότητας». Και καταλήγει: «Στη σύγχρονη κοινωνική ζωή οι ενήλικοι πρέπει να δρουν ναρκισσιστικά ώστε να δρουν σε συμφωνία με τα κοινωνικά πρότυπα. Διότι η πραγματικότητα είναι έτσι διαμορφωμένη ώστε όσοι άνθρωποι δρουν εντός των δομών της αντιμετωπίζουν τις κοινωνικές καταστάσεις ως καθρέφτες του Εγώ και αποφεύγουν να τις δουν ως μορφές που έχουν ένα μη προσωπικό νόημα».
Ο Chr. Lasch, στo βιβλίο του «Η κουλτούρα του ναρκισσισμού», συνδέει τη ναρκισσιστική κουλτούρα του καιρού μας, όπως την αποκαλεί, με τη φαντασίωση της παιδικής παντοδυναμίας και της συναφούς αδυναμίας αποδοχής της εξάρτησης από την εξωτερική πραγματικότητα. Ιδιαίτερα θεωρεί ότι η φαουστική, όπως την ονομάζει, θέαση της τεχνολογίας ενσωματώνει μια τάση απέναντι στη φύση που επικαλείται την πεποίθηση ότι μπορούμε να συμμορφώσουμε τον κόσμο στις επιθυμίες μας, να ζέψουμε τη φύση στις επιδιώξεις μας και να επιτύχουμε μια κατάσταση πλήρους αυτάρκειας. Το όνειρο να υποτάξουμε τη φύση, λέει, είναι η οπισθοδρομική λύση του πολιτισμού μας στο πρόβλημα του ναρκισσισμού. «Oπισθοδρομική, επειδή επιδιώκει να αποκαταστήσει την πρωταρχική ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας και αρνείται να δεχθεί όρια στη συλλογική μας αυτάρκεια». Και καταλήγει: «Η επιστήμη της οικολογίας δεν μας αφήνει καμιά αμφιβολία για τις σημαντικές επιπτώσεις της φαουστικής ανθρώπινης παρέμβασης πάνω στις φυσικές διαδικασίες.
Καταλήγοντας, θα ήθελα να επισημάνω την αναγκαιότητα της περαιτέρω διερεύνησης των πολυποίκιλων και πολυσύνθετων σημείων συνάντησης ανάμεσα στην ατομική ναρκισσιστική παθολογία της κλινικής πράξης και στα ναρκισσιστικά φαινόμενα της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας».
της Μαρίας Χατζηανδρέου, ψυχίατρος – ψυχαναλύτρια