Σύμφωνα με έρευνα του αμερικανικού Πανεπιστημίου του Rochester που δημοσιεύθηκε πριν λίγους μήνες, το διαδικτυακό ραντεβού αποτελεί πλέον τον δεύτερο πιο δημοφιλή τρόπο για να ξεκινήσει κανείς μία ερωτική σχέση, με πρώτο τον παραδοσιακό τρόπο της γνωριμίας των ενδιαφερόμενων, μέσω κοινών φίλων.
Το φαινόμενο έχει λάβει τέτοια έκταση, ώστε να αποτελεί πλέον αυτόνομο ερευνητικό πεδίο των κοινωνικών επιστημών. Δύο σημαντικά παραδείγματα διανοούμενων των οποίων η πρόσφατη δουλειά πραγματεύεται ακριβώς αυτό το θέμα είναι ο φιλόσοφος Αλαίν Μπαντιού, στο βιβλίο Eloge de l’amour (2009), και ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ζαν Κλωντ Κάουφμαν του οποίου το βιβλίο Sex@mour, μόλις κυκλοφόρησε στη Βρετανία από το Polity Press (Love Online, 2012) και έχει προκαλέσει συζήτηση στην επιστημονική κοινότητα.
Ακολουθώντας τα χνάρια του Ζύγκμουντ Μπάουμαν, ο οποίος στο διάσημο κείμενό του Liquid love ισχυρίζεται ότι στον νέο κόσμο των κοινωνικών δικτύων, το ζητούμενο είναι η απόκτηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ικανοποίησης σε μικρότερο χρονικό διάστημα χωρίς –το κυριότερο– αληθινή ή μακροχρόνια δέσμευση, ο Κάουφμαν αναφέρει ότι το ιδεώδες της διαδικτυακής επικοινωνίας είναι κάτι που επιτυγχάνεται εύκολα με τις σύντομες, επιφανειακές επαφές που προσφέρουν τα ιντερνετικά ραντεβού, το facebook και το speed dating και τα οποία ο χρήστης μπορεί να διακόψει ανά πάσα στιγμή, ακόμα και χωρίς εξηγήσεις, κάτι που σίγουρα δεν ισχύει με τις αληθινές φιλίες και σχέσεις.
Ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι πρόσφατα ο μέσος Ευρωπαίος, όπως και ο μέσος Αμερικάνος, γνώριζαν τους ερωτικούς συντρόφους τους στο σχολείο, το πανεπιστήμιο, ή την εργασία, ή μέσω της οικογένειας, των φίλων και των γνωστών τους. Αυτό βέβαια σήμαινε ότι η γνωριμίες κάποιου περιορίζονταν στον στενό κοινωνικό και γεωγραφικό κύκλο του, ενώ το διαδίκτυο προσφέρει σε όλους τους χρήστες του την ευκαιρία να ‘συνδεθούν’ εύκολα με ανθρώπους που ζουν σε άλλες πόλεις, ακόμα και χώρες, κάτι που πριν από δύο δεκαετίες ήταν ασύλληπτο. Σίγουρα το γεγονός αυτό φαντάζει από μόνο του επαναστατικό αφού προσφέρει στους ενδιαφερόμενους μία αστείρευτη ποικιλία ‘προφίλς’ από τα οποία μπορούν να επιλέξουν πιθανούς ερωτικούς συντρόφους, καθιστώντας την ίδια στιγμή τις παραδοσιακές μεθόδους ανεύρεσης ανεπαρκείς. Μέσω του φέισμπουκ ή συμμετέχοντας σε σελίδες on line dating που έχουν αντικαταστήσει τους παραδοσιακούς προξενητές, οι χρήστες, όπως περίπου συμβαίνει και σε ένα σουπερμάρκετ, έχουν στη διάθεσή τους αναρίθμητα ‘προϊόντα’ για να διαλέξουν αυτό που τους ταιριάζει περισσότερο ή αυτό που υπόσχεται την μεγαλύτερη ευτυχία με το μικρότερο (συναισθηματικό) κόστος.
Σύμφωνα με τον Αλαίν Μπαντιού, οι σελίδες διαδικτυακού dating καταστρέφουν ένα από τα πιο σημαντικά ρομαντικά ιδεώδη μας, αυτό της ερωτικής αγάπης. Δεν είναι αρκετό, επισημαίνει ο Μπαντιού να απαριθμείς ή να περιγράφεις τα χαρακτηριστικά και τις προτιμήσεις κάποιου για να αποφασίσεις αν σου αρέσει κι αν επιθυμείς να τον συναντήσεις. Η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης προσωπικότητας αλλά και της ανθρώπινης επαφής υποτιμώνται, αν νομίζουμε ότι ένα ‘προφίλ΄, όσο ‘τέλειο’ και αν φαίνεται, αποτελεί το μόνο κριτήριο στην επιλογή ερωτικού συντρόφου.
Υποθέτω ότι πολλοί χρήστες θα απαντούσαν ότι η ανταλλαγή πληροφοριών μέσα από ερωταποκρίσεις, τους προσφέρει μια συναισθηματική ασφάλεια καθώς και την πεποίθηση ότι δεν θα χάσουν τον χρόνο τους συναντώντας κάποιον που δεν το αξίζει. Αναρωτιέμαι όμως αν είναι αρκετό να θέτουμε στον υποψήφιο ερωτικό μας σύντροφο μία σειρά από ερωτήσεις με σκοπό να καταλάβουμε τον τρόπο σκέψης του και τον χαρακτήρα του, χωρίς ποτέ να έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την συμπεριφορά και τις αντιδράσεις του σε αληθινές καταστάσεις, και φυσικά σε σχέση με τις δικές μας κινήσεις. Φοβάμαι ότι η επιθυμία αποφυγής συναισθηματικού ρίσκου απενεργοποιεί την γοητεία της ερωτικής κατάκτησης που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την σταδιακή αποκάλυψη των χαρακτηριστικών και των εμπειριών κάποιου, σε μια σειρά δηλαδή από μικρές ‘εκπλήξεις’ που συχνά τροφοδοτούν το ενδιαφέρον μας για τον άλλο και καθορίζουν τη διαμόρφωση της σχέσης. Στην αντίθετη περίπτωση, η υπερβολική ανάγκη για ‘σιγουριά’, προσδίδει στην επαφή γνωρίσματα αγοραπωλησίας.
Μην ξεχνάμε επίσης την κατηγορία των παθολογικά εθισμένων στην διαδικτυακή επαφή, όσων χρηστών, δηλ. ποτέ δεν καταφέρνουν να προχωρήσουν από τις εικονικές στις αληθινές ερωτικές επαφές. Σε ορισμένες περιπτώσεις η ψευδαίσθηση της ερωτικής δράσης που δημιουργεί στους ανθρώπους αυτούς η συμμετοχή στο on line dating δεν τους επιτρέπει τελικά να βγουν στον κόσμο και να ψάξουν σύντροφο με πιο παραδοσιακούς τρόπους, ή ακόμα και να αναζητήσουν την υποστήριξη κάποιου ειδικού της ψυχικής υγείας που θα τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν την δυσκολία πραγματικής σύνδεσης με τους άλλους.
Ο Κάουφμαν ωστόσο ισχυρίζεται ότι οι γνωριμίες μέσω κοινωνικών δικτύων δεν έχουν να κάνουν στην πλειοψηφία τους με την ανάγκη των χρηστών να ερωτευτούν και να δημιουργήσουν μόνιμες σχέσεις, αλλά με την επιθυμία τους να απολαύσουν το σεξ, με πολλούς, διαφορετικούς συντρόφους και κυρίως δίχως ενοχές. Υποστηρίζει ότι η ‘επιδημία’ του on line dating παγκοσμίως δεν έχει να κάνει με την αναζήτηση του ιδεώδους της ρομαντικής αγάπης και του ιδανικού συντρόφου, αλλά με το τέλος της μονογαμίας, την φθορά του θεσμού του γάμου, την απενοχοποίηση της σεξουαλικής πράξης και την οριστική της εγκαθίδρυσή στην συνείδησή μας ως μια απολαυστική δραστηριότητα που δεν συνδέεται απαραίτητα με την αγάπη και με έναν μόνο σύντροφο. Και στην περίπτωση αυτή, τονίζει ο Κάουφμαν στο Sex@mour, δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για την τύχη του ρομαντικού έρωτα, αλλά μάλλον να μελετήσουμε επισταμένα την σεξουαλική επανάσταση όπως αυτή αντικατοπτρίζεται και ταυτόχρονα δημιουργείται στο διαδίκτυο.
Ο Κάουφμαν δεν με πείθει. Νομίζω ότι εξιδανικεύει κάτι αρκετά πεζό, προβλέψιμο κι ως ένα βαθμό τετριμμένο. Το γαϊτανάκι ερωτικών επαφών που ξετυλίγεται στο ίντερνετ κάθε άλλο παρά μία νέα, επαναστατική τάση εκφράζει. Αποτελεί αντίθετα μία ακόμη εκδοχή της πεπατημένης μεθόδου εκτόνωσης της ανθρώπινης σεξουαλικότητας και αναζήτησης περιπετειών οι οποίες δεν θα διαταράσσουν ούτε την καθημερινότητα του χρήστη, ούτε τις μόνιμες σχέσεις του. Ο θεσμός του γάμου, λόγου χάριν, όχι μόνο δεν υπονομεύεται αλλά συντηρείται επικαλυπτόμενος με την αυταπάτη ότι κάποιος απολαμβάνει μία ζωή γεμάτη εναλλαγές, χωρίς να πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με το ερωτικό ή συναισθηματικό κενό του βίου του, και χωρίς να αναλάβει το ρίσκο μιας προσωπικής επαφής. Κι αυτή η στάση ζωής, από μόνη της, είναι βαθιά συντηρητική.
- Alain Badiou, avec Nicolas Truong. Eloge de l’amour (Flammarion, 2009)
- Zygmount Baumann, Ρευστή αγάπη: Για την ευθραυστότητα των ανθρωπίνων δεσμών, μτφ. Γιώργος Καράμπελας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2007.
- Jean-Claude Kaufmann, Love Online, Polity Press, 2012. μτφρ. του Sex@mour (Armand Colin, 2010).