Ο θεμελιωτής της κοινωνιολογίας Εμίλ Ντυρκέμ (Emile Durkheim, 1858-1917) υποστήριξε ότι τα κοινωνιολογικά φαινόμενα συμβαίνουν ανεξάρτητα από τις επιθυμίες των ατόμων και πρέπει να εξετάζονται ως πράγματα. Έτσι η κοινωνιολογία ξεχώρισε από την Φιλοσοφία και την Ψυχολογία.
Ακόμη και την αυτοκτονία δεν την εξετάζει ψυχολογικά αλλά την συσχετίζει με κοινωνικά γεγονότα (κοινωνική παθολογία) π.χ. οι αυτοκτονίες αυξάνονται όταν υπάρχει οικονομική κρίση.
Διακρίνει δύο τύπους κοινωνιών: την πρωτόγονη όπου υπήρχε περιορισμένος καταμερισμός εργασίας και επικρατούσε η μηχανική αλληλεγγύη και την σύγχρονη όπου ο καταμερισμός εργασίας είναι διαδεδομένος και επικρατεί η οργανική αλληλεγγύη.
Γεννήθηκε στη Λορένη της Γαλλίας, μια περιοχή που βρέθηκε στο επίκεντρο των διεκδικήσεων Γερμανών και Γάλλων. Επειδή ο πατέρας του ήταν ραβίνος προοριζόταν και ο ίδιος να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση. Δεν τον ικανοποιούσε όμως η θρησκευτική εκπαίδευση που έλαβε και γι’ αυτό προσανατολίστηκε στη μελέτη της Κοινωνιολογίας. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι, σπούδασε στη Γερμανία Οικονομικά, Λαογραφία και Πολιτιστική Λαογραφία.
Το 1889 διορίζεται καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Μπορντώ και το 1906 στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, όπου διδάσκει Κοινωνιολογία και Παιδαγωγική, με έμφαση στην ηθική διαπαιδαγώγηση. Έδειξε ενδιαφέρον για τη θεωρία του Μαρξ, χωρίς όμως να συμμερίζεται τη σημασία που απέδιδε ο τελευταίος στο ρόλο της εργατικής τάξης. Έδειξε ενδιαφέρον και για το σοσιαλισμό, τον οποίο θεωρούσε ένα ιδεώδες το οποίο εξέφραζε τη συλλογική δυσφορία των κοινωνιών.
Κύρια έργα του: Για τον Καταμερισμό της Εργασίας στην Κοινωνία (1893), Οι Κανόνες της Κοινωνιολογικής Μεθόδου (1895), Η Αυτοκτονία (1897), Οι Στοιχειώδεις Μορφές της Θρησκευτικής Ζωής (1912). Έγραψε επίσης κείμενα για την εκπαίδευση και την ηθική διαπαιδαγώγηση.
Ο Εμίλ Ντυρκέμ συνθέτει, μαζί με τον Γκέοργκ Ζίμμελ και τον Μαξ Βέμπερ, την «τριπλέτα» των θεμελιωτών της κλασικής κοινωνιολογίας, όντας και ένας από τους προδρόμους της νεωτερικότητας. Το έργο του επηρέασε σημαντικά τις εξελίξεις στην Κοινωνιολογία, όταν ακόμα αναζητούσε την μεθοδολογική, ερευνητική και θεωρητική της ταυτότητα υπό το βάρος του στίγματος της «ημι-επιστήμης».
Αναζήτησε τη «φύση της κοινωνίας», μέσα από τους «κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου», έχοντας ήδη κατανοήσει τη θρησκεία και την εργασία, στο επίπεδο του κοινωνικού καταμερισμού, ως βασικούς πυλώνες της κοινωνίας και τις μορφές της αλληλεγγύης ως θεμελιώδεις προϋποθέσεις της κοινωνικής συνοχής. Στο έργο του, η κοινωνία είναι μια «ηθική πραγματικότητα» συγκροτούμενη από πραγματικά δεδομένα, που ξεκινούν από τη μορφολογία της, διαπερνούν τους θεσμούς και καταλήγουν σε δόγματα και κανόνες.
Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ντυρκέμ, παρατηρώντας την εποχή του: «Η θρησκεία έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος της εξουσίας της. Η κυβερνητική εξουσία, αντί να ρυθμίζει την οικονομική ζωή, έγινε εργαλείο και υπηρέτης της… Η βιομηχανία, αντί να θεωρείται ως μέσο απέναντι σε ένα σκοπό που την υπερβαίνει, έγινε ο ύψιστος σκοπός των ατόμων και των κοινωνιών. Έτσι όμως όπως έχουν διεγερθεί οι επιθυμίες, έχουν ξεπεράσει κάθε περιοριστική αρχή… Τελικά αυτή η αποχαλίνωση των επιθυμιών επιδεινώθηκε από την ανάπτυξη της βιομηχανίας και τη σχεδόν απεριόριστη επέκταση της αγοράς… Τώρα που ο παραγωγός μπορεί σχεδόν να ισχυριστεί ότι έχει όλο τον κόσμο πελάτη του, πώς θα δέχονταν τα πάθη να περιοριστούν όπως άλλοτε;» (Η Αυτοκτονία). Εδώ ο Μαρξ μελετά τις κοινοτικές σχέσεις διερωτώμενος «πώς είναι δυνατό να αλλάξουν και να μετασχηματιστούν σε σχέσεις αλληλεγγύης», ο Ντυρκέμ μελετά την κοινωνία με το ερώτημα «πώς λειτουργεί η κοινωνία και πώς μπορεί να διατηρήσει τη συνοχή της».
Τα κοινωνικά γεγονότα ως πράγματα
Στους Κανόνες της Κοινωνιολογικής Μεθόδου, ο Ντυρκέμ υποστήριξε ότι το κύριο αντικείμενο της Κοινωνιολογίας, το οποίο της έδινε έναν επιστημονικό χαρακτήρα, ήταν η μελέτη των κοινωνικών γεγονότων. Λυτά ορίζονται ως τρόποι πράξης, σκέψεων και αισθημάτων που επιβάλλονται εξωτερικά και καταναγκαστικά στο άτομο από την κοινωνία. Τα κοινωνικά γεγονότα έπρεπε να μελετώνται ως πράγματα, μια μελέτη που ευνοούσε την εμπειρική και όχι τη φιλοσοφική μέθοδο. Ως πράγματα κατανοούνταν ότι υπήρχαν ανεξάρτητα από το άτομα και την ψυχολογία τους. Έτσι, η Κοινωνιολογία ξεχώριζε όχι μόνο από τη Φιλοσοφία, αλλά και από την Ψυχολογία. Τα κοινωνικά γεγονότα διακρίνονταν σε υλικά γεγονότα, όπως η κοινωνία, η Εκκλησία, το κράτος, σι τρόποι επικοινωνίας, και σε μη υλικά γεγονότα, όπως η ηθικότητα, η συλλογική συνείδηση, οι συλλογικές αναπαραστάσεις, κτλ.
«Πώς συμβαίνει, ενώ το άτομο γίνεται όλο και πιο αυτόνομο, να εξαρτάται όλο και πιο στενά από την κοινωνία». (Για τον Καταμερισμό της Εργασίας στην Κοινωνία). Πάνω στο ερώτημα αυτό, που επικεντρώνεται στο δεσμό του ατόμου με την κοινωνία και στην ιδέα της κοινωνικής αλληλεγγύης, ο Ντυρκέμ αναπτύσσει ιη θεωρία του.
Ο Ντυρκέμ διέκρινε δυο τύπους κοινωνίας: ο πιο πρωτόγονος χαρακτηριζόταν από μηχανική αλληλεγγύη, ενώ ο πιο σύγχρονος από οργανική αλληλεγγύη. Στις κοινωνίες όπου η αλληλεγγύη είναι μηχανική, ο καταμερισμός της εργασίας είναι πολύ περιορισμένος, υπάρχει κοινωνική ενότητα και πολύ στενός δεσμός ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας. Η οργανική αλληλεγγύη εμφανίζεται με την ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας. Στις κοινωνίες αυτές, εμφανίζεται μεγάλη διαφοροποίηση ανάμεσα στα άτομα, καθώς αναλαμβάνουν διαφορετικές δραστηριότητες και υπευθυνότητες.
Ενώ στις πρωτόγονες κοινωνίες η οικογένεια ήταν αυτάρκης, έχοντας αναλάβει ακόμη και τη μόρφωση και τον πλήρη έλεγχο των μελών της, στις σύγχρονες κοινωνίες η οικογένεια αριθμεί λιγότερα μέλη και πολλές από τις παραδοσιακές της δραστηριότητες τις έχουν αναλάβει ειδικοί θεσμοί, γεγονός βέβαια που περιόρισε το δεσμό ανάμεσα στην οικογένεια και συνέβαλε στην ανάπτυξη της εξατομίκευσης.
Εντούτοις, στις κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από οργανική αλληλεγγύη, η διαφοροποίηση επιτρέπει στα άτομα να συνεργάζονται περισσότερο, αφού κάθε εργασία πρέπει να συμπληρώνεται από μια άλλη• και έτσι η ανάπτυξη της ατομικότητας εμφανίζεται συμβατή με την αλληλεγγύη και την αλληλεξάρτηση.
Μια μεγάλη συμβολή του Ντυρκέμ, επίκαιρη και για τις μέρες μας, είναι η μελέτη του για την αυτοκτονία, την οποία δεν εξετάζει ως ατομικό γεγονός και ψυχολογικό φαινόμενο. Αντίθετα, επιχειρεί να εντάξει σε κατηγορίες τα κοινωνικά γεγονότα που σχετίζονται με αυτό το φαινόμενο.
Πρώτον, διακρίνει την εγωιστική αυτοκτονία, την οποία συνδέει με το χαμηλό βαθμό ενσωμάτωσης των ατόμων στην κοινωνία. Η οικογένεια, όπως και η θρησκεία, διαπιστώνει ο Ντυρκέμ, προστατεύουν τα άτομα από την αυτοκτονία, αλλά και τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα, όπως οι επαναστάσεις, οι πόλεμοι, ακόμη και η περίοδος των εκλογών, συμπιέζουν τον αριθμό των αυτοκτονιών.
Δεύτερον, διακρίνει τον τύπο της αλτρουιστικής αυτοκτονίας, την οποία συνδέει, σε αντίθεση με την προηγούμενη, με τον περιορισμένο βαθμό εξατομίκευσης.
Ο τρίτος τύπος αυτοκτονίας συνδέεται με το φαινόμενο της ανομίας και καλείται ανομική. Εμφανίζεται όταν το κράτος δεν είναι πλέον ρυθμιστής της οικονομικής ζωής, ως εκ τούτου δεν αποφεύγονται οι οικονομικές κρίσεις, στη διάρκεια των οποίων οι αυτοκτονίες αυξάνονται, Η αύξηση των αυτοκτονιών αυτού του τύπου συνδέονται, επίσης, και με την έλλειψη ελέγχου των παθών, την απεριόριστη επιθυμία και την ηθική αποδιοργάνωση.
Μπορεί η κοινωνική ρύθμιση να ευνοεί τη συγκράτηση του ποσοστού αυτοκτονιών, αλλά, όταν η ρύθμιση είναι υπερβολική και καταπιεστική, τότε ευνοείται ένας άλλος τύπος αυτοκτονίας, η μοιραία (φαταλιστική) αυτοκτονία. Πρόκειται για σπάνια περίπτωση, που για τον Ντυρκέμ παρατηρείται σε πολύ νέους παντρεμένους άντρες, σε άτεκνες παντρεμένες γυναίκες και ιστορικά στους δούλους.
Ο Εμίλ Ντιρκάιμ επέλεξε έναν ελληνικό όρο για να περιγράψει μία νέα κοινωνική κατάσταση στη δυτική Ευρώπη, αυτόν της ανομίας (anomie). Σύμφωνα με το Γάλλο κοινωνιολόγο, σε καταστάσεις ανομίας εκλείπουν οι σαφείς ρυθμίσεις, οι κανόνες και τα πρότυπα που καθορίζουν τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας. Οι πολίτες δυσκολεύονται να συμμορφωθούν με κανόνες τους οποίους κρίνουν ανίσχυρους και ως συνέπεια αυτού αισθάνονται αποπροσανατολισμένοι και διακατέχονται από άγχος. Το φαινόμενο της ανομίας -δηλαδή της μη εφαρμογής των νόμων- αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα ενός λαού, εφόσον πιθανόν είναι να επιφέρει τον κοινωνικό κατακερματισμό και τη διάσπαση της συλλογικής συνείδησης. Καταστάσεις ανομίας βιώνει η ανθρωπότητα σε περιόδους οικονομικής κρίσης, διαπίστωσε ο Ντιρκάιμ. Όμως, φαινόμενα ανομίας παρουσιάζονται και σε εποχές ευδαιμονίας, όταν η επαναστατικότητα τείνει να ταυτιστεί με την καταπάτησή των κανόνων και των νόμων. Ο Ντιρκάιμ συνέδεσε την ανομία με τον καπιταλισμό και είχε φυσικά δίκιο. Ως χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, η ανομία που καταλήγει στην περιφρόνηση του κοινωνικού συνόλου και στην πλήρη απορρύθμιση θίγει τελικά τους αδυνάτους.
Στο ύστερο έργο του ο Ντυρκέμ έδωσε έμφαση στη μελέτη της θρησκείας, επιχειρώντας να δείξει την κοινωνική προέλευσή της. Στις πρωτόγονες κοινωνίες η θρησκεία μπορεί να θεωρηθεί ειδική μορφή της συλλογικής συνείδησης, ενώ στις σύγχρονες κοινωνίες η θρησκεία περιλαμβάνεται απλώς στις συλλογικές αναπαραστάσεις. Η αλληλένδετη σχέση θρησκείας-κοινωνίας εξυψώνει την κοινωνία σε ύψιστη αξία και η διατήρηση του κοινωνικού δεσμού συνιστά καθήκον. Στα κείμενά του για την εκπαίδευση, τόνισε ακριβώς πώς μέσω της ηθικής διαπαιδαγώγησης μπορεί το άτομο, από μικρή ηλικία, να μετριάζει τις επιθυμίες του και να εσωτερικεύει τους ηθικούς και κοινωνικούς κανόνες.
Σε γενικές γραμμές, η θεωρία του Ντυρκέμ θεωρείται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση νέων κοινωνιολογικών θεωριών, όπως ο δομολειτουργισμός (που επεξεργάστηκε ο Αμερικανός κοινωνιολόγος T.Parsons), ενώ είναι επίκαιρη και σήμερα η προσέγγισή του σε ζητήματα κοινωνικής παθολογίας.
Δυστυχώς τον κτύπησε η τραγωδία καθώς ο γιος του Αντρέ, λαμπρός γλωσσολόγος, σκοτώθηκε στο βουλγαρικό μέτωπο το 1916 στην Θεσσαλονίκη κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν ένα φοβερό χτύπημα για τον Ντιρκέμ, από το οποίο δεν συνήλθε ποτέ πλήρως. Υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και πέθανε ένα χρόνο μετά, στις 15 Νοεμβρίου του 1917, στην ηλικία των 59 χρόνων.