Κατά τον θετικισμό ή positivism (θεωρία που καθιερώθηκε από τον Ογκίστ Κοντ) έγκυρη μορφή γνώσης είναι εκείνη που βασίζεται στα αισθητά πράγματα. Δεν αναζητεί το πώς φτάνουμε στην γνώση, τις ιστορικές και ψυχολογικές θεμελιώσεις της. Είναι μια συλλογή κανόνων και αξιολογικών κριτηρίων που αναφέρονται στη διαδικασία της γνώσης.
Για το θετικισμό, δεν υπάρχει πραγματική διαφορά μεταξύ ουσίας και φαινομένου. Αναγνωρίζουμε ως πραγματικό μόνο ό,τι φανερώνεται στην εμπειρία. Δεν υπάρχουν δηλαδή «κρυμμένες» ουσίες πίσω από τα αντικείμενα που προσλαμβάνονται μέσω της εμπειρίας.
Αυτό δε σημαίνει ότι ο θετικισμός αρνείται την αναζήτηση αιτιών που δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμες, αλλά αντιτίθεται στο να τις αναγάγει (τις αιτίες) σε κρυφές οντότητες που εξ ορισμού δεν είναι προσβάσιμες στην ανθρώπινη γνώση. Επομένως, υποστηρίζει ότι πραγματική υπόσταση έχουν μόνο τα ατομικά συγκεκριμένα αντικείμενα. Τούτο συμβαίνει επειδή, σύμφωνα με το θετικισμό, έχουμε δικαίωμα να αναγνωρίζουμε την ύπαρξη ενός πράγματος μόνο εφόσον η εμπειρία επιτάσσει κάτι τέτοιο.
Οι γενικές αφηρημένες έννοιες δεν έχουν εμπειρική υπόσταση, άρα δεν υπάρχουν. H στάση αυτή ανήκει στη γενική αρχή του νομιναλισμού, εκείνης της μεσαιωνικής φιλοσοφικής παράδοσης που υποστήριξε ότι οι καθολικές έννοιες είναι μόνο ονόματα (εξ ου και ο όρος «νομιναλισμός»), δεν έχουν πραγματική υπόσταση.
Θεμελιώδης αρχή του θετικισμού είναι η πίστη στην ουσιαστική ενότητα της επιστημονικής μεθόδου. Οι μέθοδοι δηλαδή για την απόκτηση έγκυρης γνώσης και τα κύρια στάδια θεωρητικής επεξεργασίας της εμπειρίας είναι κατ’ ουσίαν ίδιες σε όλες τις σφαίρες της εμπειρικής πραγματικότητας.
Ιστορικά στάδια του θετικισμού
Παρόλο που ο όρος αναφέρεται στη φιλοσοφική θέση που αρχικά εκτέθηκε από τον Σεν-Σιμόν και, πιο συστηματικά, από τον Κοντ, τον 19ο αιώνα, οι καταβολές του μπορούν να ανευρεθούν στην παράδοση του αγγλικού εμπειρισμού του 17ου και του 18ου αιώνα. O θετικισμός του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την αισιοδοξία που θα έφερνε στην ανθρωπότητα η ανάπτυξη της επιστημονικής μεθόδου. O Κοντ θεωρούσε ότι ήταν πρωτοπόρος στη θεμελίωση της Θετικής Κοινωνιολογίας και έλπιζε ότι η συστηματική μελέτη της ανθρώπινης φύσης και των ανθρώπινων αναγκών θα οδηγούσε, για πρώτη φορά στην Ιστορία, σε μια πραγματική επιστημονική βάση για την αναδιοργάνωση της κοινωνίας.
Από το τέλος του 19ου αιώνα ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, ο θετικισμός εκφράζεται κυρίως με τον εμπειροκριτικισμό, που υποστήριζε ότι η πραγματικότητα δεν υπάρχει ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση και ότι αποτελείται από πλέγματα αισθημάτων.
Τον 20ό αιώνα εμφανίζεται το φιλοσοφικό ρεύμα του λογικού εμπειρισμού με τα εξής βασικά χαρακτηριστικά: Διακηρύσσει μια πολεμική κατά της μεταφυσικής, με την πεποίθηση ότι οι μεταφυσικές δηλώσεις δεν απαιτούν εμπειρικό έλεγχο, επειδή δεν ασχολούνται με την ακριβή έρευνα, ανάλυση και ταξινόμηση των φαινομένων της πραγματικότητας, αλλά αντιμετωπίζουν τον κόσμο ως σύνολο, έτσι ώστε να μην υπόκεινται σε διαδικασίες απόδειξης της αλήθειας τους.
Υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε να έχουμε βέβαιη και νόμιμη γνώση του κόσμου παρά μόνο με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται από τις Φυσικές Επιστήμες και τα Μαθηματικά. Θεωρεί ότι, σε σχέση με τις Θετικές, οι Κοινωνικές Επιστήμες είναι ανώριμες από την άποψη της μεθόδου και τονίζει πως οι Θετικές Επιστήμες θα πρέπει να αποτελέσουν μεθοδολογικό πρότυπο για τις Κοινωνικές.
Βασική αρχή του λογικού εμπειρισμού (ή νεοθετικισμού) είναι η πασίγνωστη διατύπωση ότι «το νόημα μιας δήλωσης είναι η μέθοδος της επαλήθευσης της». H διατύπωση αυτή συμπυκνώνει την όλη στάση του συγχρόνου θετικισμού και στρέφεται κατά της παραδοσιακής φιλοσοφικής σκέψης. M’ άλλα λόγια, σημαίνει ότι νόημα έχουν μόνο οι προτάσεις που μπορούν να επαληθευτούν από την εμπειρία ή τη μεθοδολογική διαδικασία των Θετικών Επιστημών.
Μια επιστημονική πρόταση υφίσταται τη δοκιμασία της εμπειρικής ή λογικής επαλήθευσης της και, αν ο έλεγχος είναι επιτυχής και αποτελεσματικός, τότε η πρόταση αυτή είναι έγκυρη, έχει δηλαδή νόημα.
H αρχή της επαληθευσιμότητας έγινε αντικείμενο έντονων κριτικών, γιατί έχει οριακό χαρακτήρα, με την έννοια ότι αφήνει «εκτός νοήματος» σημαντικές περιοχές που είτε δεν μπορούν να επαληθευτούν μέσω αυτής της διαδικασίας είτε ανήκουν σε σφαίρες της πραγματικότητας που απαιτούν συνθετότερους και γονιμότερους τρόπους νοηματοδότησής τους. Για παράδειγμα, η πρόταση «Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί» επαληθεύεται εφόσον εμπειρικά διαπιστώσουμε ότι πράγματι οι κύκνοι είναι λευκοί. Τι συμβαίνει όμως όταν ανακαλύπτουμε ότι υπάρχουν και μαύροι κύκνοι; Τότε η αρχή της επαληθευσιμότητας καθίσταται αβέβαιη, ακόμη και επισφαλής.
Πιο ευλύγιστη εμφανίζεται η αρχή της διαψευσιμότητας που εισηγήθηκε ο Καρλ Πόππερ (K. Popper), σύμφωνα με την οποία μια πρόταση έχει νόημα όχι όταν επαληθεύεται, αλλά όταν εξακολουθεί να ισχύει παρ’ όλες τις αλλεπάλληλες και συστηματικές απόπειρες διάψευσης της. Όταν δηλαδή επιχειρούμε με διάφορες δοκιμασίες να κλονίσουμε το κύρος και την αλήθεια της. Για παράδειγμα, η πρόταση «Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί» ισχύει εφόσον αντέχει στις απόπειρες μας να τη διαψεύσουμε. Όταν δηλαδή αναζητούμε κύκνους που δεν είναι λευκοί και δεν τους βρίσκουμε.
Στις Κοινωνικές Επιστήμες ο θετικισμός και ο νεοθετικισμός εφαρμόζουν πιστά αυτό το σύνολο των επιστημολογικών αρχών. Στηρίζονται αποκλειστικά στο αξίωμα ότι μόνο η λογική και μαθηματική επεξεργασία των κοινωνικών γεγονότων και η εμπειρική τους απόδειξη είναι οι πηγές επιστημονικότητας των Κοινωνικών Επιστημών. H εξήγηση, έτσι, του κοινωνικού φαινομένου βασίζεται μόνο στην αντίληψη των σταθερών σχέσεων μεταξύ των κοινωνικοί γεγονότων με βάση τη αρχή της ομοιότητας, της διαδοχής και της αλληλεπίδρασης.