O Γουλιέλμος του Όκαμ και ο όψιμος Σχολαστικισμός

Τα τελευταία χρόνια του Μεσαίωνα (από το 14ο αιώνα περίπου) ήταν περίοδος κρίσης, όχι μόνο όσον αφορά τις οικονομικές και τις κοινωνικές εξελίξεις, αλλά και τη σχέση θεολογίας και φιλοσοφίας. H αντίθεση ανάμεσα τους γινόταν όλο και πιο σαφής, και η σύνθεση τους με τον τρόπο του Θωμά Ακινάτη όλο και πιο ανέφικτη.

Crusaders Στα τέλη του 13ου αιώνα, η φιλοσοφική θεολογία με την έννοια της σύνθεσης που πέτυχε ο Θωμάς Ακινάτης αντιμετωπιζόταν όλο και περισσότερο ως απειλή για την εξ αποκαλύψεως θεολογία. Αφού επανεξέτασε τον Ιερό Αυγουστίνο, ο Ντουνς Σκότους (ένας από τους σημαντικότερους φιλόσοφους του Ύστερου Μεσαίωνα) διαχώρισε εντελώς τη θεολογία από τη φιλοσοφία.

William-of-Occam H φιλοσοφία του Άγγλου Γουλιέλμου του Όκαμ (William of Occam), φιλόσοφο λογικής και φραγκισκανό μοναχό,  αποτελεί παράδειγμα αυτής της νέας έμφασης και των προσπαθειών που γίνονταν στα τέλη του Μεσαίωνα να βρεθεί λύση.

H σκέψη του στηριζόταν βασικά σε δύο αρχές: στην αρχή της παντοδυναμίας και στην αρχή της οικονομίας. Σύμφωνα με την πρώτη, ο Θεός δημιούργησε τα πράγματα με τη δική του ελεύθερη βούληση, θα μπορούσε, δηλαδή, να τα έχει δημιουργήσει διαφορετικά. Συνεπώς, ο κόσμος δεν πρέπει πια να θεωρείται ένας αναγκαίος κόσμος, αλλά απλώς ένας από τους πολλούς δυνατούς κόσμους. Με εξαίρεση τον Θεό (που μόνο σε αυτόν μπορεί να αποδοθεί αναγκαία ύπαρξη), τα πάντα είναι μάλλον ενδεχομενικά (δηλαδή υπάρχουν τυχαία) παρά αναγκαία. H λογική, λοιπόν, μπορεί να κατανοήσει τον κόσμο ως ορθολογικό, αλλά όχι ως αναγκαίο, και επομένως δεν μπορεί να αποκτήσει την όποια πλήρη ενόραση στην ουσία και στη δημιουργική ελευθερία του Θεού. Ενώ ο Ιερός Αυγουστίνος ισχυριζόταν ότι η πρόσβαση στις ιδέες του Θεού ήταν δυνατή μέσω έλλαμψης [illuminatio] της ανθρώπινης διάνοιας, ο Γουλιέλμος του Όκαμ θεωρεί την ανθρώπινη ικανότητα για γνώση πεπερασμένη. H διάσταση μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας άρχισε πλέον να γίνεται όλο και σαφέστερη.

H αρχή της οικονομίας εμπεριέχεται στο αξίωμα που είναι γνωστό ως «Ξυράφι του Όκαμ», το οποίο υποστηρίζει ότι «οι οντότητες δεν πρέπει να πολλαπλασιάζονται χωρίς αναγκαιότητα». Με άλλα λόγια «Κανείς δεν θα πρέπει να προβαίνει σε περισσότερες εικασίες από όσες είναι απαραίτητες». Στα λατινικά διατυπώνεται ως: Pluralitas non est ponenda sine necessitate.

Η φράση αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί πολύ ελεύθερα ως εξής: Όταν δύο θεωρίες παρέχουν εξίσου ακριβείς προβλέψεις, πάντα επιλέγουμε την απλούστερη.

H σημασία αυτής της θέσης έγκειται στην αποφυγή της απόλυτης αντιστοιχίας όρων και αντικειμένων, καθώς οι όροι είναι παραπλανητικοί, και δεν αντιστοιχεί κάθε περιγραφή σε κάποιο αντικείμενο με πραγματική ύπαρξη. Υπάρχουν, για παράδειγμα, πράγματα στα οποία αποδίδονται πολλοί διαφορετικοί όροι.

Αυτό που προσπαθούσε να πει ο Γουλιέλμος του Όκαμ με το «ξυράφι» του είναι ότι οι περιττές εξηγήσεις ή οι περιττοί όροι οδηγούν κατά πάσα πιθανότητα σε ψευδείς παραδοχές (για την πραγματική ύπαρξη του περιγραφόμενου αντικειμένου). Έτσι, ο Άγγλος φιλόσοφος κατάφερε να διατυπώσει ένα είδος επιστημονικού αξιώματος.

Όσον αφορά το πρόβλημα των καθόλου, ο Γουλιέλμος του Όκαμ ανήκε στους νομιναλιστές. Πίστευε ότι οι γενικοί όροι είναι ονόματα με τη έννοια συμβόλων, που μπορούν να αντικατασταθούν από συγκεκριμένα αντικείμενα όταν σκέφτεται κανείς και τα οποία η ανθρώπινη σκέψη τα χρησιμοποιεί για να περιγράφει πράγματα. Σύμφωνα με τη θεωρία του Γουλιέλμου του Όκαμ, μόνο τα πράγματα ως άτομα έχουν ύπαρξη, για αυτό και η γνώση πρέπει να κατευθύνεται προς αυτά.

O Γουλιέλμος του Όκαμ διακρίνει την ενορατική γνώση από την αφηρημένη. H πρώτη σχετίζεται με άμεσα παρόντα και αντιληπτά αντικείμενα και γεγονότα και με την εσωτερική αυτοεμπειρία, ενώ η δεύτερη οδηγεί σε δηλώσεις με βάση τις έννοιες χωρίς την άμεση παρουσία του αντικειμένου. Στην πρώτη περίπτωση, επομένως, στρεφόμαστε άμεσα στις πραγματικότητες, ενώ στη δεύτερη τα αποτελέσματα είναι δευτερογενή. H ενορατική γνώση για τον Γουλιέλμο του Όκαμ αποτελεί προϋπόθεση για την αφηρημένη γνώση.

H γνώση των πραγμάτων ως άτομα και η εμπειρία γίνονται συνεπώς η αρχή της επιστήμης.

Γι’ αυτό, είναι αδύνατον να αποδειχτεί η ύπαρξη του Θεού, αφού ο όρος «Θεός» είναι δευτερογενής και δεν βασίζεται στην εμπειρία. Επομένως, σύμφωνα με τον Άγγλο φιλόσοφο, μπορεί να υπάρχει μόνο πίστη στον Θεό, αλλά είναι αδύνατον να υπάρχει γνώση του Θεού. Σημαντικό χαρακτηριστικό της εξήγησης του είναι το ότι η διαφορά της ενορατικής από την αφηρημένη γνώση δεν βασίζεται στα διαφορετικά αντικείμενα με τα οποία σχετίζεται η κάθε μία, αλλά στο είδος της ίδιας της γνώσης· δηλαδή, το βασικό είναι μάλλον η διαδικασία της γνώσης παρά το αντικείμενο της.

O ύστερος νομιναλισμός του Γουλιέλμου του Όκαμ άνοιξε το δρόμο για τη σκεπτικιστική και κριτική προσέγγιση, που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη εποχή της φιλοσοφίας. O Γουλιέλμος του Όκαμ και κάποιοι σύγχρονοι του θεωρούνται εκπρόσωποι της «νέας οδού» {via moderns), η οποία σταδιακά αντικατέστησε την «παλαιά οδό» (via antiqua) σχολών όπως εκείνης του Θωμά του Ακινάτη και του Αλβέρτου του Μέγα. Αυτές οι δύο σχολές σκέψης θα συνέχιζαν να διαφωνούν και να αντιπαρατίθενται μεταξύ τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρότι στα πανεπιστήμια το ρυθμό τον έδινε πλέον όλο και περισσότερο η via moderna.

Το πρόβλημα του καθόλου

Υπάρχουν δύο προσεγγίσεις στο πρόβλημα των καθόλου, εκτός από τις πολυάριθμες παραλλαγές τους, κάποιες από τις οποίες δεν μπορούν να αποδοθούν με σιγουριά σε καμία από τις δύο βασικές λύσεις. Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση, το καθόλου υπάρχει μόνο ως όνομα (δηλαδή, ως λέξη ή σύμβολο) και μόνο μετά το πράγμα ως άτομο (universalia sunt nomina post rem). Αυτή η άποψη είναι γνωστή ως νομιναλισμός (από το λατινικό nomina, ονόματα). Αντίθετα, όσοι δέχονται ότι τα καθόλου είναι πραγματικές οντότητες ή πρότυπα ανήκουν στη «ρεαλιστική» σχολή σκέψης. Για τους ρεαλιστές (με αυτήν την έννοια), το καθόλου είναι μια πραγματικότητα που υπήρχε πριν από το πράγμα ως άτομο (universalia sunt realia ante rem).

Πηγές: wikipedia και Ιστορία της Φιλοσοφίας (C.Delius – M. Gatzemeier – D.Sertcan – K.Wuenscher)

Σημείωση: Εδώ τελειώνει και η Φιλοσοφία κατά τον Μεσαίωνα (που άρχισε από την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους (476 μ.Χ.) και τελειώνει με την κατάλυση του Ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, την κατάληψη δηλαδή της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς (1453 μ.Χ.) και αρχίζει η Αναγέννηση σε όλα τα επίπεδα.