Οι αυτοκτονίες έχουν γίνει δυστυχώς καθημερινό φαινόμενο στην Ελλάδα της κρίσης. Είναι όμως τα αίτια μόνο οικονομικά; Ποιός ο ρόλος της μίμησης και των ΜΜΕ; Τι μπορούμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε;
Τα τελευταία χρόνια οι ειδήσεις για αυτοκτονίες είναι τόσο πολλές που αδυνατεί κανείς να συγκρατήσει τις λεπτομέρειές τους. Αυτό όμως που μένει είναι εκείνη η πικρή αίσθηση ότι ακόμη ένας άνθρωπος χάθηκε και εμείς οι υπόλοιποι μένουμε εδώ να μετρούμε τις απώλειες, ανήμποροι να βοηθήσουμε.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Γιατί αυτοκτονούν οι συμπολίτες μας; Αρκεί το ζοφερό κλίμα της ύφεσης να κάνει τον θάνατο ελκυστικότερο από τη ζωή για κάποιους ανθρώπους; Μπορούμε να κάνουμε κάτι για να σταματήσουμε τις αυτοκτονίες, οποιαδήποτε και αν είναι η αιτία τους;
Οι άνθρωποι αυτοκτονούσαν πάντα. Ωστόσο πριν από μερικά χρόνια τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Οι αυτοκτονίες δεν αποτελούσαν συχνό φαινόμενο στη χώρα μας. Παραδοσιακά, μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών η Ελλάδα βρισκόταν στις τελευταίες θέσεις της κατάταξης με τον αριθμό αυτοκτονιών ανά 100.000 κατοίκους. Τα σκήπτρα στις αυτοκτονίες κατείχαν οι χώρες του Βορρά και κυρίως η Φινλανδία και η Σουηδία. Τα συστήματα υγείας των χωρών αυτών όμως έλαβαν μέτρα και πέτυχαν να μειώσουν τον αριθμό των αυτοκτονιών. Αντίθετα, στη χώρα μας παρατηρείται μια σημαντική αύξηση των αυτοκτονιών, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.
Μομφή προς τον εαυτό του
Ποιοι είναι όμως οι λόγοι για τους οποίους κάποιοι άνθρωποι βλέπουν ως μόνη διέξοδο στα προβλήματά τους τον θάνατο;
Η αυτοκτονία είναι μια μομφή του ατόμου προς τον ίδιο του τον εαυτό. Εκείνος που αυτοκτονεί για ερωτικούς λόγους θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο για τον έρωτα που του αρνήθηκαν. Ο αυτόχειρας, αρνούμενος το δώρο της ζωής, δηλώνει εμπράκτως την πίστη του ότι η ζωή δεν του αξίζει. Πρόκειται για την παραδοχή της ύστατης αποτυχίας. Βεβαίως, το να βιώσει κανείς οτιδήποτε σαν να πρόκειται για την ύστατη αποτυχία σημαίνει ότι η κρίση του έχει διαταραχθεί, ότι βρίσκεται σε μια συναισθηματική σύγχυση που δεν αφήνει χώρο για την ορθή κρίση. Η απόγνωση που βιώνει το άτομο αυτό δεν αφήνει χώρο για τη σκέψη που οργανώνει το μέλλον.
Σύμφωνα με τη διεθνώς αποδεκτή παραδοχή, η πλειονότητα των αυτοχείρων πάσχει από ψυχικές διαταραχές. Αν και υπάρχουν πολλές συζητήσεις σχετικά με το θέμα, η διεθνής επιστημονική κοινότητα συμφωνεί ότι το ποσοστό των αυτοχείρων που είναι ψυχικά ασθενείς κυμαίνεται από 80% ως 95%.
Η ψυχική διαταραχή, η «ευαλωτότητα» κάποιων ατόμων, αν και σοβαρός παράγοντας, δεν αποτελεί ωστόσο ικανή και αναγκαία συνθήκη για να τα οδηγήσει στην αυτοκτονία. Για να συμβεί αυτό απαιτείται και κίνητρο. Άτομα με ένα συγκεκριμένο γενετικό υπόβαθρο είναι περισσότερο ευάλωτα στην αυτοκτονία, ωστόσο για να φθάσουν ως εκεί απαιτούνται οι κατάλληλες εξωτερικές συνθήκες. Στρεσογόνοι παράγοντες οι οποίοι αθροίζονται και με γεωμετρική πρόοδο οδηγούν το ευάλωτο άτομο στο να βάλει τέλος στη ζωή του.
Η οικονομική κρίση έχει λειτουργήσει ως πυροδοτικός μηχανισμός για την παρατηρούμενη έξαρση των αυτοκτονιών στη χώρα. Τα άτομα που έχουν οικονομικά προβλήματα διαφέρουν από τα υπόλοιπα. Είναι περισσότερο θυμωμένα και αισθάνονται αδικημένα. Όπως όμως όλοι οι άνθρωποι που φθάνουν στο σημείο να σκέφτονται την αυτοκτονία ως το μόνο φως στο τούνελ, νιώθουν και αυτά ότι είναι αποκλεισμένα από τα πάντα. Βιώνουν έναν αφόρητο ψυχικό πόνο και έχουν χάσει κάθε ελπίδα.
Τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη μοναξιά κατονομάζουν οι ειδικοί ως βασικούς παράγοντες που οδηγούν ένα ευάλωτο άτομο στην έσχατη λύση. Παλαιότερα η υποστηρικτική ελληνική οικογένεια και οι μικρές κοινωνίες δημιουργούσαν έναν ιστό που στήριζε τα μέλη του. Η σημερινή αστικοποίηση, με τον ταυτόχρονο περιορισμό του Κράτους Πρόνοιας και την αποδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού, έχει συμβάλει στην απομόνωση των ατόμων. Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος να απομονωθεί κανείς από μια μεγαλούπολη.
Μιμητισμός, ηρωισμός ή δειλία;
Μπορεί πράγματι οι σημερινές συνθήκες να ευνοούν την άνθηση του φαινομένου, δεν μπορεί όμως κανείς να μην παρατηρήσει ότι φαίνεται να υπάρχει μια μόδα αυτοκτονιών, για τις οποίες μάλιστα επιλέγονται δημόσιοι χώροι. Υπάρχει πράγματι το φαινόμενο του μιμητισμού και στις αυτοκτονίες. Όσο για την επιλογή δημοσίων χώρων, αυτή εντάσσεται στην προσπάθεια για μια ηρωική έξοδο και για την αποστολή, μέσω της αυτοκτονίας, ενός κοινωνικού μηνύματος.
Εκλαμβάνεται άραγε και από τους άλλους ως ηρωισμός η αυτοκτονία σε δημόσιους χώρους, ή πρόκειται μόνο για ακόμη μία ψευδαίσθηση των αυτοχείρων;
«Η αυτοκτονία παραμένει αυτοκτονία όποιος και αν είναι ο χώρος όπου αυτή διενεργείται» λένε οι ψυχολόγοι και επεξηγούν: «Πρόκειται για μια δειλία μπροστά σε μια ζωή που δεν προσφέρει μέριμνα και υποστήριξη. Η μόνη ίσως περίπτωση να θεωρηθεί ηρωισμός είναι σε καιρό πολέμου, όπου θυσιάζει κανείς τον εαυτό του για το κοινό καλό».
Τα αίτια μιας αυτοκτονίας δεν είναι προφανή. Η ψυχολογική αυτοψία μετά το συμβάν πρέπει να είναι πολύ ενδελεχής για να αποκαλυφθούν οι αιτίες που οδήγησαν κάποιον άνθρωπο στο να τερματίσει τη ζωή του. Το να αποδίδονται λοιπόν όλες οι αυτοκτονίες στην κρίση, ή, ακόμη χειρότερο, να παρουσιάζονται ως ηρωικές πράξεις όχι μόνο δεν συμβάλλει στην αποτροπή τους, αλλά υποκινεί τα φαινόμενα μιμητισμού που προαναφέραμε. Οι αδέξιοι χειρισμοί του θέματος των αυτοκτονιών εκ μέρους του Τύπου κινητοποιούν μια αλυσίδα ανεπιθύμητων καταστάσεων που δυσχεραίνει το έργο όσων προσπαθούν να βάλουν φρένο σε αυτό το φαινόμενο.
Η πίστη σώζει – Καθοριστικός ο ρόλος της Εκκλησίας
Χαρακτηριστικό της ταυτότητας του ανθρώπου που δίνει τέλος στη ζωή του είναι η μοναξιά, η αίσθηση ότι δεν ανήκει κάπου. Είναι σημαντικό για τον άνθρωπο να διαθέτει ένα οικογενειακό, κοινωνικό, συναισθηματικό πλαίσιο, να αισθάνεται ότι ανήκει κάπου. Δύσκολα εγκαταλείπει κάποιος ένα γερό υποστηρικτικό πλαίσιο. Αντίθετα, είναι πολύ πιο εύκολο να αποφασίσει να τερματίσει τη ζωή του κάποιος που είναι αναγκασμένος να ζει σε μια συναισθηματική έρημο. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι πιστοί άνθρωποι δεν αυτοκτονούν εύκολα. Όχι μόνο επειδή η αυτοχειρία είναι κάτι που δεν θέλει ο Θεός, αλλά και επειδή συνήθως είναι μέλη μιας ευρείας κοινότητας πιστών.
Είναι γνωστό πως παλαιότερα η στάση των ιερέων προς τις οικογένειες των αυτοχείρων ήταν καταδικαστική. Σήμερα παρατηρούμε μια τεράστια αλλαγή η οποία επιβεβαιώνεται και στα ιερατικά συνέδρια στα οποία καλούμαστε να συμμετάσχουμε. Η Εκκλησία σήμερα προσφέρει στήριξη στα άτομα που θέλουν να αυτοκτονήσουν. Δεν είναι μικρός ο αριθμός μελλοντικών αυτοχείρων που γλύτωσαν με τη βοήθεια της Εκκλησίας. Συχνά πρόκειται για άτομα που έχουν πάει για εξομολόγηση και εκεί έχουν εκφράσει την επιθυμία να δώσουν τέλος στη ζωή τους.
Από τη θεωρία στην πράξη Πώς να τις προλάβουμε
Ποια είναι λοιπόν τα χαρακτηριστικά του ατόμου που αυτοκτονεί;
Όταν υπάρχουν οι εξωγενείς παράγοντες που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν μια αυτοκτονία, το βασικό σημάδι του ευάλωτου ατόμου είναι η αλλαγή συμπεριφοράς.
Αν ήταν νευρικό άτομο, γίνεται ένα ήσυχο άτομο, αν κοιμόταν καλά, αποκτά αϋπνίες, ή αντίθετα, αν είχε αϋπνίες, κοιμάται συνεχώς, είναι αγχωμένο και φαίνεται, αρχίζει να πίνει ποτά που δεν έπινε, δεν μιλά σε αυτούς που μιλούσε και επιλέγει να κλειστεί στον εαυτό του, σοβαρεύει, τακτοποιεί τις εκκρεμότητές του, κυρίως όσες έχουν να κάνουν με περιουσιακά στοιχεία, επισκέπτεται γιατρό ζητώντας βοήθεια για ένα άσχετο πρόβλημα υγείας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 75%-80% των ατόμων που αυτοκτονούν έχουν δει κάποιον γιατρό πρωτοβάθμιας φροντίδας τον χρόνο πριν από την απόπειρα και έχουν παραπονεθεί για πονοκεφάλους, αϋπνίες κτλ..
Περιττό να πούμε ότι αν παρατηρήσουμε κάποιες από τις συμπεριφορές αυτές σε κάποιο άτομο του περιβάλλοντός μας θα πρέπει να κινητοποιηθούμε για να του προσφερθεί η κατάλληλη βοήθεια. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη που μπορούμε να κάνουμε και που δεν αφορά συγκεκριμένα γνωστά μας ευάλωτα άτομα, αλλά οποιοδήποτε ευάλωτο άτομο.
Είναι το να φτιάξουμε μια κοινωνία περισσότερο συλλογική, μια κοινωνία που δεν θα οδηγεί με ευκολία ανθρώπους στο περιθώριο. Δεν είναι δύσκολο να είμαστε αλληλέγγυοι σε αυτούς που είναι λιγότερο τυχεροί από εμάς σε αυτή τη χρονική συγκυρία. Η ιστορία αποδεικνύει ότι το έχουμε καταφέρει και σε περιόδους πολύ πιο δύσκολες.
Πηγή: Το Βήμα