O Σωκράτης είναι πριν από τον G.E. Moore ο σπουδαιότερος ερωτητής στην ιστορία της ηθικής φιλοσοφίας, ένας «αιώνιος ερωτητής» (Pierre Hadot).Έθετε κυρίως ερωτήματα, παρά έδινε απαντήσεις (W. P. Cleveland). Αρκετοί σύγχρονοι ηθικοί φιλόσοφοι αρχίζουν την προβληματική τους στην κανονιστική ηθική, τη μεταηθική και την εφαρμοσμένη ηθική θέτοντας και πάλι τα ριζικά ερωτήματα του Σωκράτη (Frankena,Prionggi, Sahakian). H έγνοια του για το «τι εστίν» κάθε πράγματος, έννοιας και αρετής, ανάλογο με το αριστοτελικό «διότι» στον χώρο της επιστήμης, κληροδοτήθηκε από τον Σωκράτη στην ανθρωπότητα ως θεμελιακή αφετηρία της φιλοσοφίας. Και η αγωνία του για το «πως βιωτέον» και «όντινα τρόπον χρη ζην» αποτέλεσαν τα καταστατικά προβλήματα τόσο της ηθικής φιλοσοφίας όσο και της ηθικής πράξης.
Ο Σωκράτης δεν πρέπει να μεταχειρίστηκε τον όρο «ηθική», που καθιερώνεται ως επίθετο από τον Αριστοτέλη και ως ουσιαστικό από την Ακαδημία και τους στωικούς, εκφράζοντας το πράγμα ως «επιμέλεια αρετής» και ως «ψυχής θεραπεία», με την προσωπική του ηθική έννοια της ψυχής και σε αντιδιαστολή με το σοφιστικό «επάγγελμα αρετής». O Σωκράτης, ωστόσο, πρέπει να μεταχειρίστηκε τον όρο φιλοσοφία, που για πρώτη φορά απαντά στον Πλάτωνα, τον Ισοκράτη και τον Ξενοφώντα, καίτοι από τον Διογένη Λαέρτιο αποδίδεται στον Πυθαγόρα, ενώ τόσο οι όροι «φιλόσοφος» (Ηράκλειτος) και φιλοσοφώ» (Ηρόδοτος) είναι αρκετά παλαιότεροι. Μέχρι την εποχή του τον όρο μάλλον απέδιδε η λέξη «σοφία», αλλά για τον Σωκράτη «σοφός είναι μόνο ο θεός». Το πρόβλημα της διακρίβωσης της προσωπικής φιλοσοφίας του Σωκράτη είναι ότι δεν έγραψε τίποτα κι έτσι δεν μας άφησε τη δυνατότητα της εξερεύνησης και ερμηνείας μιας δικής του αυθεντικής φιλοσοφίας. Αναμφισβήτητα, ωστόσο, ο Σωκράτης προσπάθησε να θεμελιώσει την ηθική φιλοσοφία γνωσιοκρατικά, με τη γνωστή «σωκρατική μέθοδο», τη θρυλική μαιευτική, και με μια διαλεκτική διαμετρικά αντίθετη από τη σοφιστική.
Η γνωστή από τον Κικέρωνα «προσγείωση» της φιλοσοφίας από τον Σωκράτη δεν σημαίνει ότι ο λόγος του έπεσε σ’ ένα απέραντο κενό. Όπως ήδη τονίσαμε, ψήγματα φιλοσοφικού ηθικού προβληματισμού βρίσκουμε σε μερικούς προσωκρατικούς (Ξενοφάνη, Ηράκλειτο, Εμπεδοκλή, πυθαγόρειους), σε ποιητές και σοφιστές και, παράλληλα, καίτοι ανεξάρτητα, στον σύγχρονο του Δημόκριτο, στον οποίο ανιχνεύονται κάποιες σωκρατικού τύπου ενοράσεις υπό μορφή αφορισμών, η γνώση των οποίων δεν είναι βέβαιο πόσο εφικτή ήταν στην Αθήνα της εποχής του. O Σωκράτης ωστόσο με κριτήριο τον «λόγο» θεμελίωσε την αυτονομία της ηθικής, διαχωρίζοντας το όσιο και το αγαθό από το θέλημα του θεού και την ενότητα της αρετής, αντιδιαστέλλοντας την «καθόλου» αρετή από το «σμήνος των αρετών». Επιχειρηματολόγησε σχετικά με το διδακτό της αρετής και υποστήριξε την κυριαρχικότητα ή επάρκεια της αρετής για την ευδαιμονία σε όλους τους σωκρατικούς διάλογους. Κι αυτό τον φέρνει εξαιρετικά κοντά στο καίριο αίτημα της εποχής μας για μια, αν όχι αντικειμενική, τουλάχιστον διϋποκειμενική ηθική, για μια οικουμενική ηθική, με υπέρβαση του πολιτισμικού, θρησκευτικού και ηθικού σχετικισμού, για έναν κώδικα κοινών αξιών, αναγκαίων για την επιβίωση του ανθρώπου ως Ανθρώπου.
Η σχετική με την ηθική αποκλειστικά σωκρατική βιβλιογραφία, με τη μορφή μονογραφιών, είναι συγκριτικά περιορισμένη (Dawson, Debenisse. Alfonsi) σε σύγκριση με τη βιβλιογραφία για ποικίλες πτυχές της προσωπικότητας του, για τη δίκη και τον θάνατο του, ενώ αφθονούν τα άρθρα σε επιμέρους θέματα της ηθικής φιλοσοφίας του. Με βάση ωστόσο τους έστω συναισθηματικά φορτισμένους και με πολεμικό χαρακτήρα πρώιμους πλατωνικούς διάλογους, που γενικώς αναγνωρίζονται ως σωκρατικοί, κυρίως με την Απολογία και τον Κρίτωνα, αλλά και με τον Ευθύφρονα, τον Λάχη, τον Λύσι, τον Χαρμίδη, τον Πρωταγόρα, τον Ευθύδημο, τον Γοργία και κάποιους ελάσσονες άλλους που δεν επικεντρώνονται στην ηθική, με προσφυγή στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, στον βαθμό που δεν διαφωνούν ριζικά με την πλατωνική εικόνα – παρά το ότι ζωγραφίζουν έναν Σωκράτη ελάχιστα απορητικό – και λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις νηφάλιες κριτικές παρατηρήσεις του Αριστοτέλη, αλλά και με αναφορές στην προσωπικότητα, το ήθος και τη μέθοδο του Σωκράτη σε άλλους, ακόμη και μέσους διάλογους του Πλάτωνα, μπορεί κανείς με υπομονή και επιμονή, με φαντασία και τόλμη, μέσα από τους πολλούς λογοτεχνικούς χαρακτήρες, τα προσωπεία και τις μάσκες πίσω από τις οποίες μας εμφανίζεται-, να ανασυνθέσει το αίνιγμα «Σωκράτης» και να κωδικοποιήσει τις εσώψυχες
προσωπικές του παραδοχές, που κρύβονταν πίσω από τις αναρίθμητες ερωτήσεις που υπέβαλε στους συνομιλητές του και τελικά έμειναν αναπάντητες. Να ανακαλύψει δηλαδή τι κρυβόταν πίσω από το σμήνος των κάποτε αθώων, κάποτε ηθελημένα αφελών και ερμητικά εφτασφράγιστων ερωτημάτων του. Να ανασυνθέσει τελικά μια κάποια εικόνα που να αντικατοπτρίζει σε γενικές γραμμές τον ηθικό φιλόσοφο Σωκράτη. Να βάλει σε μια λογική και οριστική σειρά τις έννοιες που κυκλικά αλληλοκαθορίζονταν και αλληλοεξαρτιόνταν: «αρετή, γνώση, αγαθό, ευδαιμονία. Πρόσθετη δυσκολία για τη λύση του γρίφου της ιεράρχησης και των προτεραιοτήτων των αξιών του αποτελεί και η έστω μεθοδολογική αρχή του «εν οίδα ότι ουδέν οίδα», η ομολογία του ότι δεν υπήρξε δάσκαλος με την καθιερωμένη έννοια κανενός και η ματαιοπονία να συναχθεί μια απάντηση μέσα από μια αρμαθιά αναπάντητων ερωτήσεων.
Χρήσιμος για μια πρώτη χαρτογράφηση των φιλοσοφικών προβλημάτων που αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη των απαρχών της ηθικής φιλοσοφίας με τον Σωκράτη είναι ο Αριστοτέλης. Από τον Πλάτωνα κυρίως του προσγράφεται η διαβόητη πια ειρωνεία, κυρίως ως προσποίηση από μέρους του άγνοιας κι έτσι ως μεθοδολογική αρχή αναζήτησης της ουσίας του αντικειμένου της συζήτησης, και η χρήση αναλογικών επιχειρημάτων. Από τον Αριστοτέλη η αναζήτηση καθολικού ορισμού των ηθικών κυρίως εννοιών και η εφαρμογή της επαγωγής για τα ηθικά του παράδοξα, όπως η αρετή είναι επιστήμη-γνώση, επαρκής για την ευδαιμονία, κανείς δεν κάνει κακό θεληματικά, η ακρασία ανάγεται τελικά στην άγνοια και την αμάθεια κλπ. Για την ερμηνεία, την εξήγηση και τη δικαίωση αυτών των παραδοχών-συμπερασμάτων αναπάντητων ερωτήσεων χρειάζεται η επιστράτευση προσωπικής κατανόησης του μελετητή, γιατί το τι ήθελε να πει κάθε φορά ο Σωκράτης μας έρχεται από δεύτερο και τρίτο χέρι, με αποτέλεσμα ελάχιστα να συμφωνούν οι εκάστοτε ερμηνείες.
Μια καλή εικόνα ωστόσο της σωκρατικής μεθόδου και συγχρόνως μια επαλήθευση της αριστοτελικής ετυμηγορίας μας δίνουν οι πρώτοι «απορητικοί» πλατωνικοί διάλογοι (Θεοδωρακόπουλος ΐ97θ). Στους διάλογους αυτούς ο Σωκράτης διερευνά με τους εκάστοτε συνομιλητές του το περιεχόμενο κάθε φορά μιας ηθικής έννοιας ή αρετής. Στον Ευθύφρονα, λ.χ., εξετάζει την έννοια του «όσιου», στον Λύσι την έννοια της φιλίας, στον Λάχη την έννοια της ανδρείας, στον Ιππία Μείζονα την έννοια του ωραίου, στο πρώτο βιβλίο της Πολιτείας την έννοια της δικαιοσύνης, στον Μένωνα την αρετή γενικά, στον Γοργία τη ρητορική και τη δικαιοσύνη, στον Πρωταγόρα την ενότητα της αρετής και το διδακτό της, στον Ευθύδημο τη σχέση των αγαθών με την ευδαιμονία κλπ. H σωκρατική διαλεκτική συνίσταται στον έλεγχο στον οποίο υποβάλλει ο Σωκράτης τον συνομιλητή του και τον κάνει να συνειδητοποιήσει τις ασυνέπειες και τις αντιφάσεις του κι έτσι να παραδεχτεί την άγνοια του. O διάλογος συνήθως αρχίζει με τον ορισμό μιας έννοιας ή μιας ηθικής αρετής, ο οποίος στη συνέχεια αναιρείται. Προτείνονται άλλοι ορισμοί, που επίσης ανασκευάζονται, και στο τέλος διαπιστώνεται άγνοια της αρετής γενικά ή της συγκεκριμένης ηθικής αρετής ή έννοιας και συνήθως το θέμα μένει ανοιχτό για μια άλλη συζήτηση. Κατά τη συζήτηση προκύπτουν αρκετά «σωκρατικά παράδοξα», δηλαδή αξιώσεις αντίθετες με τις κοινές ενοράσεις. Πρέπει να τονιστεί ότι με τη διαλεκτική του μέθοδο δεν αναζητεί ο Σωκράτης το λεξικογραφικό νόημα του όρου που εξετάζει, αλλά, όπως εξηγεί ο Βλαστός, «μια μοναδική εξήγηση που εφαρμόζεται σε όλους τους ενάρετους ανθρώπους και στις πράξεις τους και δείχνει σε τι έγκειται σε κάθε περίπτωση η αρετή». Αναζητεί, δηλαδή, ένα κριτήριο, ένα σταθερό χαρακτηριστικό σε αναφορά με το οποίο κρίνονται όλα τα πρόσωπα και όλες οι πράξεις.
Από τη συναίνεση των πηγών προκύπτουν ως σωκρατικές οι θέσεις ότι η αρετή είναι γνώση, ίσως γνώση αγαθών και κακών, ή γνώση του αγαθού, όπως θα προσθέσει αργότερα ο Πλάτωνας (Pamela Huby), ότι κανείς δεν είναι κακός εκούσια αλλά επειδή αγνοεί το αγαθό, έχει εσφαλμένη αντίληψη γι’ αυτό και κάνει λάθος, ότι σημαντικά είναι μόνο ή κυρίως τα αγαθά της ψυχής και όχι του σώματος, ότι η αρετή είναι γνώση («επιστήμη») και είναι επαρκής, αν όχι αυτάρκης, για την ευδαιμονία ως εκπλήρωση των δυνατοτήτων μας – όλοι θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι -, ότι το δίκαιο συμφέρει εκείνον που το ασκεί – justice pays, όπως έλεγε ο Βλαστός -, ότι είναι σύμφωνο με τον ορθό λόγο και αναγκαίο για το ευ ζην να είναι κανείς ηθικός και προπαντός η απόρριψη του παραδοσιακού ανταποδοτικού δικαίου και η ανάγκη υπ
οταγής στον νόμο με οποιοδήποτε τίμημα.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση την – πολύ βολική στα δύσκολα – αρχή ότι καθένας μας έχει τον δικό του Σωκράτη, ο σπουδαιότερος κατά τη γνώμη μου μελετητής του Σωκράτη ως ηθικού φιλοσόφου στην εποχή μας, με αναλυτική μέθοδο και έμφαση στην επιχειρηματολογία, (Γρηγόρης Βλαστός) φαίνεται να εντοπίζει τη σωκρατική συμβολή κυρίως στην κυριαρχικότητα ή την επάρκεια της αρετής για την ευδαιμονία και στην απόρριψη της ανταπόδοσης. O Γεράσιμος Σάντας διαχωρίζοντας το «παράδοξο της φρόνησης», που αφορά στα «καλά και κακά για κάποιον πράγματα» με όρους ωφέλειας και βλάβης, από το «ηθικό παράδοξο», όπου εγείρονται ζητήματα δικαιοσύνης και αδικίας, ορθού και σφάλματος, δηλαδή με το νεότερο πνεύμα ζητήματα ηθικά, επισημαίνει ότι «τη σωκρατική ηθική απαρτίζουν κατά βάση δύο κύριες απόψεις: αυτή που υποστηρίζει ότι η αρετή είναι γνώση, ή τα αποκαλούμενα ‘σωκρατικά παράδοξα’, κι εκείνη που δηλώνει ότι η αρετή φέρνει ευτυχία και η κακία δυστυχία». O Θεοχάρης Κεσσίδης τονίζει ιδιαίτερα την αυτογνωσία και την έμφαση που έδωσε ο Σωκράτης στα αγαθά της ψυχής. O Terence Irwin. τέλος, για να περιορίσω την επισκόπηση μου, μιλά για τον ευδαιμονισμό του Σωκράτη, επισημαίνοντας τη συνάρτηση της ευδαιμονίας με τον λόγο και την αναγωγή της όχι στην ηδονή με την κοινή έννοια ή στην απλή ικανοποίηση της οποιασδήποτε επιθυμίας, αλλά στην πραγμάτωση της ανθρώπινης φύσης, στην εκπλήρωση του φυσικού δυναμικού του ατόμου, με βάση την αρχή ότι η αρετή είναι επαρκής για την απόκτηση της ευδαιμονίας και με την πεποίθηση ότι η δικαιοσύνη και η ηθικότητα συνιστούν το πραγματικό συμφέρον του ανθρώπου. Σε παρόμοια πορίσματα καταλήγουν και άλλοι μελετητές, μερικοί από τους οποίους αντιμετωπίζουν τις θέσεις αυτές με σύγχρονα λογικά, ψυχολογικά και λογικά κριτήρια, επισημαίνοντας και κάποιες επιστημολογικές και λογικές ανεπάρκειες στη σωκρατική επιχειρηματολογία, απότοκες οπωσδήποτε του σωκρατικού ηθικού ντετερμινισμού, της τελεολογίας και της νοησιοκρατίας.
Οι θέσεις όμως αυτές αποτέλεσαν τον καταστατικό χάρτη της ηθικής για τη μετασωκρατική ελληνική ηθική φιλοσοφία, η οποία, παρά την κάποτε κριτική στάση της, όπως στην περίπτωση του Αριστοτέλη και περισσότερο των επικούρειων, επιδόθηκε σε περαιτέρω επεξεργασία και συμπλήρωση τους, όπως στην περίπτωση του Πλάτωνα, των κυνικών και ιδιαίτερα της Στοάς. Ωστόσο, δεν είναι τόσο οι θέσεις καθεαυτές που εξηγούν τη μοναδικότητα και την επικαιρότητα του Σωκράτη – ίσως ο Αριστοτέλης και κυρίως οι στωικοί, ακόμη και μερικοί σοφιστές, να είναι εγγύτεροι στο νεωτερικό πνεύμα – όσο η πρωτοτυπία, η μέθοδος, οι προθέσεις, το ήθος, το πάθος και η μαστοριά του κορυφαίου Αθηναίου φιλοσόφου και κυρίως η ανάδειξη της δικαιοσύνης σε λυδία λίθο λόγου και πράξης και προπαντός το παράδειγμα συνέπειας λόγων και βίου που κληροδότησε στην ανθρωπότητα. Τα πρωτόγνωρα αυτά, που υπαινίχτηκε περισσότερο παρά που έθεσε, κινητοποίησαν τον φιλοσοφικό στοχασμό του Πλάτωνα να τα φτάσει στα όρια τους και του Αριστοτέλη να τα ξεκαθαρίσει, των κυνικο-στωικών να τα αναβαπτίσουν, με αποτέλεσμα η λαμπαδηδρομία της φιλοσοφίας του να τρέχει ακαταπόνητα μέχρι σήμερα. Μπορεί να είναι υπερβολικός ο λόγος του Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου, αλλά εξηγεί παραστατικά το φαινόμενο Σωκράτης, όχι τόσο, πιστεύω, γι’ αυτά τα λίγα θετικά στοιχεία που συνιστούν τον φιλοσοφικό πυρήνα της ηθικής του φιλοσοφίας, πολλά από τα οποία δεν τα συμμερίζονται αρκετοί φιλόσοφοι σήμερα, αλλά για το πώς «δεν τα είπε», και πότε τα βίωσε και τα έδωσε ως χρησμούς στους επίγονους, ώστε ο Σωκράτης να είναι και σήμερα η ενσάρκωση της φιλοσοφίας, ταυτόσημος με τη φιλοσοφία. Λέει ο Δεσποτόπουλος : «Χωρίς τον Σωκράτη δεν θα είχε υπάρξει ο Πλάτων ως ο κατ’ εξοχήν δημιουργός της αίδιας φιλοσοφίας, δεν θα είχε υπάρξει άρα ούτε η φιλοσοφία του Αριστοτέλους, ούτε η φαντασμαγορία της έκτοτε Ιστορίας της Φιλοσοφίας…. Και αντίστροφα χωρίς τον Πλάτωνα δεν θα είχε αποκτήσει ο Σωκράτης όποια ιστορική μεγαλοσύνη έχει ως την εποχή μας, ως ακήρατη μορφή αυθεντικού ήρωος και μάρτυρος της φιλοσοφίας».
Αρκετές ηθικές θέσεις του Σωκράτη ανιχνεύονται στην Απολογία και στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα (Γεωργούλης), μερικές από τις οποίες θίξαμε συζητώντας τον βίο και το τέλος του. Ουσιώδη και προσωπικά χαρακτηριστικά της μεθόδου της σωκρατικής ηθικής φιλοσοφίας είναι, όπως είπαμε, η σωκρατική «ειρωνεία», ο «έλεγχος», «η επάρκεια της αρετής για την ευδαιμονία», η «απόρριψη της ανταπόδοσης», «η αρετή είναι γνώση», «ουδείς εκών κακ
ός» και όσες άλλες ο κάθε μελετητής θα κατορθώσει να συναγάγει. Αξίζει πολύ συνοπτικά να συζητήσουμε κάποιες από αυτές εκτενέστερα, ακολουθώντας σε μερικά σημεία στην περιοχή αυτή την ετυμηγορία του Βλαστού, αλλά και σημειώνοντας τις όποιες παρεκκλίσεις μας. Παρά τις κάποιες ενστάσεις που μπορεί να εγείρει κανείς σε μερικές ερμηνείες του πρωτοπόρου αναλυτικού ιστορικού της αρχαίας φιλοσοφίας, όπως και έχει ήδη γίνει, ο Βλαστός, πιστεύω, δουλεύοντας πάνω στον Σωκράτη μια ολόκληρη ζωή, μας έδωσε τον πιο γνήσιο και συνεπή ηθικό φιλόσοφο Σωκράτη.
Δημοσιευμένο στο έργο “Σωκράτης” από την Μυρτώ Δραγώνα-Μονάχου, εκδόσεις Σκάι