Για να πούμε ότι κάποιο παιδί έχει πέσει θύμα βίας είναι μία διαδικασία που σαφώς προσδιορίζεται από κοινωνικοπολιτισμικά, οικογενειακά καθώς και από ατομικά κριτήρια. Για παράδειγμα αναφέρουμε καταστάσεις ώστε να εξετάσουμε αν και σε πιο βαθμό αποτελούν βία.
-
Δύο παιδιά χειροδικούν εναντίων παιδιού μικρότερης ηλικίας,
-
Δύο κορίτσια μαλλιοτραβιούνται σχεδόν καθημερινά,
-
Ένα μικρότερο σε ηλικία παιδί φωνάζει από απόσταση υποτιμητικά και κοροϊδευτικά προς ένα μεγαλύτερο σε ηλικία παιδί το οποίο ντρέπεται να αντιδράσει,
-
Τα αγόρια μιας σχολικής τάξης έχουν αφήσει εκτός παρέας εδώ κι μια εβδομάδα έναν συμμαθητή τους γιατί υποστηρίζει άλλη ποδοσφαιρική ομάδα.
Από τα παραπάνω παραδείγματα παρατηρούμε αφενός ότι υπάρχουν διάφορα είδη βίας και αφετέρου ότι προκειμένου να αξιολογήσουμε μια συμπεριφορά ως βίαιη χρειάζεται να λάβουμε υπόψη μας τόσο ποσοτικά και ποιοτικά, όσο αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία.
Ωστόσο οι γονείς, σχεδόν πάντα έχουν πρόσβαση μόνο στις πληροφορίες που φέρνει το παιδί τους στο σπίτι και συχνά οι πληροφορίες αυτές δεν μεταφέρουν την πλήρη έκταση του βιώματος του παιδιού. Σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι το 50% των περιστατικών βίας δεν αναφέρονται ποτέ. Η συνειδητοποίηση από κάποιον γονέα ότι το παιδί του έχει πέσει θύμα βίας είναι ψυχοφθόρα και είναι φυσικό ο γονέας να νιώσει θυμωμένος, μπερδεμένος ή ακόμη και γεμάτος ενοχές.
Μερικά παιδιά είναι πολύ καλά στο να κρύβουν την δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκονται κι έτσι συχνά οι γονείς αυτό που αρχικά αντιλαμβάνονται προτού διαπιστώσουν ότι το παιδί τους υπήρξε θύμα βίας είναι κάποιες δευτερεύουσες ενδείξεις όπως η άρνηση του να κάνει γυμναστική ή να βγει έξω από την τάξη στο διάλειμμα ή ακόμη και να πάει στο σχολείο.
Άλλες ενδείξεις ότι ένα παιδί μπορεί να έχει πέσει θύμα βίας είναι οι μώλωπες ή τα σκισμένα ρούχα, τα χαμένα αντικείμενα ή τα χαμένα χρήματα, η απότομη διάλυση μιας φιλίας, τα νεύρα ή ακόμη και η μελαγχολική διάθεση.
Τέλος ανησυχητικές ενδείξεις μπορεί να αποτελέσουν η άρνηση του παιδιού να βγει από το σπίτι, η παλινδρόμηση σε παλαιότερες αναπτυξιακές συμπεριφορές, η επιθετικότητα προς τα αδέρφια ή τα ζώα, η πτώση της σχολικής επίδοσης, η αϋπνία και γενικότερα το αυξημένο άγχος σε ότι αφορά το σχολείο.
Οι γονείς προκειμένου να βοηθήσουν τα παιδιά τους σε περιπτώσεις που πιθανολογούν ότι αυτά έχουν πέσει θύματα βίας μπορούν να προβούν σε αρκετές ουσιαστικές κινήσεις.
Οι κινήσεις αυτές ξεκινούν από την απλή ενημέρωση του παιδιού τους για τα δικαιώματα του και τα είδη βίας που υπάρχουν ως την ψυχολογική αξιολόγησή και την κοινωνικο-συναισθηματική εκπαίδευσή του από κάποιον ειδικευμένο ψυχολόγο, αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Όταν κάποιος γονέας υποψιάζεται ότι το παιδί του έχει πέσει θύμα βίας προτείνεται να προσεγγίσει το παιδί του ήρεμα και με ειλικρινές ενδιαφέρον να του κάνει μια σειρά από διερευνητικές ερωτήσεις όπως:
-
Να ρωτήσει το παιδί του πως περνάει στο σχολείο δίνοντας έμφαση στην κοινωνική του ζωή.
-
Να διερευνήσει το πώς αισθάνεται στην τάξη αλλά και στο προαύλιο.
-
Να το βοηθήσει να νιώσει άνετα να μιλά για την κοινωνική του ζωή ρωτώντας το για τυχόν ευχάριστες εμπειρίες που μπορεί να έχει.
-
Να το ρωτήσει αν τυχόν συμμετέχει σε παιχνίδια που δεν του είναι και τόσο ευχάριστα και να διερευνήσει σχετικά.
-
Να ρωτήσει αν υπάρχει κάποιος συμμαθητής που δεν συμπαθεί ιδιαίτερα και φυσικά να διερευνήσει το λόγο.
-
Να ρωτήσει ποιες μέρες περνά καλύτερα στο σχολείο και γιατί.
-
Να ρωτήσει ποιες μέρες δεν περνά ευχάριστα στο σχολείο και πάλι να προσπαθήσει να μάθει την αιτία.
Σε καμία περίπτωση οι παραπάνω ερωτήσεις δεν πρέπει να γίνονται με τρόπο που να εξαναγκάζουν το παιδί. Οι ερωτήσεις πρέπει να γίνονται με τέτοιο τρόπο ώστε το παιδί ειλικρινά να θέλει να απαντήσει. Αν με καλή θέληση αλλά και περίσσιο άγχος ο γονέας γίνεται ψυχοπιεστικός στο παιδί του τότε αφενός οι πιθανότητες να κρύψει το παιδί την αλήθεια αυξάνονται και αφετέρου καταλήγει να είναι ο ίδιος ο γονέας αυτός ο οποίος ασκεί βία στο παιδί.
Απαραίτητες κινήσεις πρόληψης της βίας
Ένα άλλο σημαντικό βήμα που μπορούν να κάνουν οι γονείς προκειμένου να προστατεύσουν τα παιδιά τους να πέσουν θύμα βίας είναι να επιδιώκουν να επικοινωνούν συχνά με το προσωπικό του σχολείου.
Η συχνή επικοινωνία των γονέων με τους δασκάλους του παιδιού τους μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα σημαντική ως προς την πρόληψη ή ακόμη και την καταστολή καταστάσεων βίας. Ωστόσο σε καμία περίπτωση οι καθηγητές δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν οτιδήποτε συμβαίνει στους μαθητές τους. Η σχέση εκπαιδευτικών και γονέων πρέπει να είναι μια γόνιμη σχέση αμοιβαίας συνεργασίας.
Επιπλέον στο επίπεδο οργάνωσης του σχολικού συστήματος καλό είναι κάθε σχολείο να έχει καταρτίσει κάποια συγκεκριμένη πολιτική σε περίπτωση που εντοπίζονται περιστατικά βίας.
Με άλλα λόγια θα πρέπει το σχολικό σύστημα να είναι ευαισθητοποιημένο ώστε να μεριμνεί όταν εμφανίζονται ισχυρές ενδείξεις ότι κάποιος μαθητής έχει πέσει θύμα βίας.
Επίσης θα πρέπει το σχολικό σύστημα να είναι προετοιμασμένο όχι μόνο στο να εντοπίζει ενδείξεις βίας αλλά και στο να δρα με συγκεκριμένο τρόπο σε περίπτωση που εντοπισθούν καταστάσεις βίας εντός των τειχών του. Εδώ η επιθυμία των γονέων για την καλύτερη οργάνωση του σχολείου ίσως είναι προτιμότερο να γνωστοποιείται μέσα από το σύλλογο γονέων και κηδεμόνων παρά μέσω ιδιωτικών προσεγγίσεων.
Σε κάθε περίπτωση οι γονείς δεν πρέπει λησμονούν ότι οι καθηγητές δεν δύνανται να ξέρουν οτιδήποτε συμβαίνει στους μαθητές τους. Συν τοις άλλοις όπως αρχικά αναδείξαμε το αν το παιδί αισθάνεται θύμα βίας είναι σε κάποιο βαθμό υποκειμενική εμπειρία.
Πέρα από τους καθηγητές, το παιδί, συνειδητά ή ασυνείδητα είναι σε θέση να κρύβει και από τους γονείς του τις δύσκολες συναισθηματικές καταστάσεις που βιώνει. Για την ακρίβεια ενίοτε είναι σε θέση να τις κρύβει ακόμη και από τον ίδιο του τον εαυτό αλλά αυτή η συζήτηση είναι έξω από τα όρια του παρόντος άρθρου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο κάποιες φορές μόνο η κλινική οξυδέρκεια και τα ψυχολογικά τεστ ενός ειδικά καταρτισμένου ψυχολόγου μπορούν να φέρουν στην επιφάνεια και να αξιολογήσουν τη σημασία τυχών επώδυνων ψυχικών καταστάσεων για το παιδί.
Η τακτική συνεργασία των γονέων με κάποιον ειδικευμένο στην παιδοψυχολογία ψυχολόγο δρα κατά κύριο λόγο προληπτικά διότι η ψυχοκοινωνική αξιολόγηση του παιδιού και η εκπαίδευσή του στην κοινωνική λειτουργικότητα και την συναισθηματική νοημοσύνη είναι σε θέση να μειώσουν στο ελάχιστο τις ψυχολογικές επιπτώσεις μιας πιθανής κατάστασης βίας.
Τέλος, οι καταστάσεις βίας είναι ανεπιθύμητες ωστόσο είναι μέρος της ζωής μας και είναι λιγότερο ή περισσότερο αναπόφευκτες. Ο σωστά ευαισθητοποιημένος γονέας χωρίς να καταπιέζει το παιδί του και χωρίς να του μειώνει τις δυνατότητες αυτονομίας καλείται να κρατά τους διαύλους της επικοινωνίας συνεχώς ανοικτούς ώστε να μπορεί να αφουγκραστεί τα μηνύματα του παιδιού.
Επίσης ο σύγχρονος γονέας πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με το σχολικό σύστημα και ακόμη περισσότερο μέσα στα πλαίσια της αμοιβαίας κατανόησης και συνεργασίας να απαιτεί από το σχολείο να αναπτύξει μια δυναμική ασφάλειας και ενεργητικής υποστήριξης.
του Mάρκου Ρήγου Ψυχολόγος,