Το να σκέπτεται και να κρίνει κανείς σύμφωνα με τις επιταγές τού ορθού λόγου. Στη φιλοσοφία είναι μια γνωσιολογική θεωρία και μέθοδος έρευνας που θεωρεί τον λόγο ως κύρια πηγή και έλεγχο της γνώσης, τείνει να μη λαμβάνει υπ’ όψιν της την κατ’ αίσθηση εμπειρία, σε αντιδιαστολή με την εμπειριοκρατία, και υποστηρίζει ότι υπάρχουν αλήθειες τις οποίες ο νους μπορεί να συλλάβει άμεσα, γιατί είναι αφ’ εαυτών προφανείς και πρόδηλες. Δηλαδή είναι κάθε φιλοσοφική θεωρία που πιστεύει ότι η δομή της πραγματικότητας είναι απόλυτα λογική, τέτοια δηλαδή που να μπορεί να την αντιληφθεί ολοκληρωτικά το λογικό του ανθρώπου.
Η καθιερωμένη μορφή του ορθολογισμούή ρασιοναλισμός, που κυριάρχησε, και περισσότερο στη δυτική φιλοσοφική σκέψη, είναι ο πλατωνισμός. Η αληθινή πραγματικότητα δεν είναι ο εμπειρικός ή αισθητός κόσμος. Εκείνο που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις είναι μόνο απατηλό φαινόμενο. Η αληθινή πραγματικότητα είναι όμως οι νοητές ουσίες, οι καθολικές ενότητες, που βρίσκονται κρυμμένες και αόρατες πίσω από τις φευγαλέες επιφάσεις του υλικού και ενσώματου κόσμου. Στην ουσία της, η πραγματικότητα έχει ως θεμέλιο και υπόστρωμα τις ιδέες, τα λογικά αρχέτυπα, των οποίων αντίτυπα μόνο απατηλά και ατελή είναι τα πράγματα. Όταν, με την άσκηση, ο άνθρωπος κατορθώνει vα απελευθερωθεί από τα εμπόδια των αισθήσεων, μπορεί να φτάσει με τη λογική, στην πλήρη και τέλεια γνώση αυτής της πραγματικότητας.
Η λογική σκέψη, η ορθολογική γνώση, είναι πλήρης σύμπτωση με την πραγματικότητα, γιατί η ίδια η ύπαρξη είναι, στην ουσία της, λόγος. Με την έννοια αυτή ο ορθολογισμός είναι λογικός ρεαλισμός, ρεαλισμός των καθολικών εννοιών. Οι ιδέες, οι έννοιες, πριν γίνουν καθολικές έννοιες στο νου του ανθρώπου, είναι ουσίες που υπάρχουν στην πραγματικότητα.
Στη νεότερη φιλοσοφία, ο ο. αυτός (που, μετά τον Καντ, συνηθίζεται να λέγεται δογματικός) αποκορυφώνεται στον καρτεσιανισμό και στα μεγάλα μεταφυσικά συστήματα του 17ου αι. Η γνώση της πραγματικότητας δεν δίνεται από την εμπειρία, δεν έχει την πηγή της στον αισθητό κόσμο: ενυπάρχει σε αρχικές ή έμφυτες ιδέες, που έχουν αποτυπωθεί στην ανθρώπινη ψυχή από τον θεό και που είναι ήδη από μόνες τους η αληθινή πραγματικότητα και η γνήσια αντανάκλαση της. Από αυτό πηγάζει ο απριορισμός στη γνωσιολογία. Η γνώση δεν προέρχεται από τη συνάντηση του λογικού και της εμπειρίας, δεν παράγεται από την ένωση των αισθητών δεδομένων με τη διάνοια, αλλά αντίθετα είναι πάντα στο νου του ανθρώπου πριν και ανεξάρτητα από κάθε εμπειρία.
Και με αυτή όμως τη μεταφυσική μορφή του ο ο. έρχεται συχνά σε σύγκρουση με τη θρησκευτική παράδοση, τόσο γιατί αρνείται να δεχτεί αλήθειες εξ αποκαλύψεως, που αντιτάσσονται στη λογική, όσο και για την προσπάθεια του να λογικοποιήσει την ίδια την αποκάλυψη, ελευθερώνοντας την από ό,τι φαίνεται μόνο σκοταδισμός ή πρόληψη. Από το γεγονός αυτό προήλθαν οι πρώτες προσπάθειες ιστορικής και φιλολογικής κριτικής των πηγών της Αγίας Γραφής και, κυρίως, η τάση της αναγωγής όλων των μεγάλων θρησκειών σε λίγες κοινές λογικές αρχές, πάνω από τις θεολογικές διαμάχες και τις δογματικές διαφορές.
Με την ανάπτυξη των νεότερων φυσικών επιστημών, κυρίως από τον 18o αι., ο ορθολογισμός ελευθερώνεται προοδευτικά από τις παλιές μεταφυσικές συναρτήσεις του, για να πάρει ολοένα και περισσότερο, κυρίως με τον Διαφωτισμό, ενεργό και πειραματικό χαρακτήρα. Ο όρος ορθολογισμός αρχίζει να χαρακτηρίζει τότε το σύνολο εκείνο αξιών και διανοητικών τάσεων, που συνδέονται στενά με την ανάπτυξη της νεότερης επιστήμης και που είναι: η εμπιστοσύνη στο ότι μπορούμε να φτάσουμε, σταδιακά, με την ανθρώπινη λογική και με τον έλεγχο της εμπειρίας, στην ικανότητα να γνωρίζουμε και να ρυθμίζουμε τον κόσμο, η πεποίθηση πως δεν υπάρχουν ανεξερεύνητες πραγματικότητες, γεγονότα που δεν μπορούμε να εννοήσουμε, η πίστη πως μια λογική συμπεριφορά μπορεί να βελτιώσει και να αλλάξει όχι μόνο την κοινωνία και τη φύση αλλά και τον ίδιο τον άνθρωπο.
Γι αυτό και σήμερα φιλοσοφικά ο ορθολογισμός είναι η αντίληψη που προβάλλει τις αξιώσεις τού ορθού λόγου έναντι των αξιώσεων της αποκάλυψης και της αυθεντίας, υποστηρίζει ότι οι θεμελιώδεις αρχές της θρησκείας είναι έμφυτες και αφ’ εαυτών προφανείς και τονίζει τη σημασία τής φυσικής θρησκείας έναντι τής εξ αποκαλύψεως θρησκείας
Με τη νέα αυτή και πιο συγχρονισμένη εκδοχή, που εμφανίζεται ήδη με όλη τη μεταρρυθμιστική δύναμή της στον Διαφωτισμό και που επαναλήφθηκε κατόπιν, ως ένα μέρος, από τον θετικισμό του 19ου αι. και, πληρέστερα, σε μερικά νεοδιαφωτιστικά ρεύματα της σύγχρονης σκέψης, ο ορθολογισμός παρουσιάζεται όλο και εντονότερα ως πολέμιος του φιντεϊσμού (θεωρίας της πίστης) και της θεωρίας της ενόρασης, δηλαδή των αντιλογικοκρατικών εκείνων τάσεων, που ή αρνούνται τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον κόσμο ή αναθέτουν τη γνώση αυτή στο αίσθημα, στην άμεση εποπτεία, στη θρησκευτική έμπνευση κλπ.
Μεγάλο μέρος της επίδρασης του στον σύγχρονο κόσμο οφείλει ο ορθολογισμός τόσο στην προοδευτική τυποποίηση των κοινωνικών σχέσεων ως σχέσεων ανταλλαγής, που ρυθμίζονται από συμβατικές και νομικές μορφές, όσο και στην ανάπτυξη, με τις σύγχρονες μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις, της επιχειρηματικής λογιστικής, των αναλύσεων της αγοράς και, γενικά, όλων των στοιχείων του οικονομικού υπολογισμού. Οι ίδιοι όμως αυτοί λόγοι αποτελούν και την πηγή των αμφισβητήσεων του ορθολογισμός, ως συμβατικού οργάνου των κυρίαρχων τάξεων εις βάρος της ανθρώπινης ελευθερίας.