Οι πρώτες απόπειρες πραγματικής φιλοσοφικοθρησκευτικής έρευνας στη Δύση, μετά την πτώση του αρχαίου πολιτισμού, έγιναν μόλις κατά τον 9o αι., μέσα στα πλαίσια της καρολίγγειας αναγέννησης.
Ο σημαντικότερος πνευματικός καρπός της περιόδου αυτής – και στην πραγματικότητα, ένα από τα σημαντικότερα θεωρητικά έργα όλου του Μεσαίωνα – είναι το De divisione naturae του Ιωάννη Σκώτου Εριγένη. Αλλά μετά την καρολίγγεια εποχή η θεωρητική προσπάθεια ατόνησε, παρόλο που αναδείχτηκαν λόγιοι σαν το Γερβέρτο του Ωριγιάκ και το Φουλβέρτο της Σαρτρ.
Κατά τα μέσα του 11ου αι. ο τόνος του πολιτισμού ξανανεβαίνει, η διαλεκτική υπερισχύει σιγά-σιγά έναντι των άλλων ελευθέριων τεχνών και εισχωρεί ακόμα και στο πεδίο της θεολογίας, όπως φαίνεται καθαρά από τις συζητήσεις σε μια από τις μεγαλύτερες διχογνωμίες της εποχής, εκείνης που προκάλεσαν οι δοξασίες του Βερεγγάριου της Τουρ (πέθανε το 1088) σχετικά με τη θεία Ευχαριστία.
Με τη διαφωνία αυτή συνδέεται και μια άλλη, που εκδηλώθηκε σχετικά με την αξία των γενικών* (ή καθολικών) εννοιών. Τον 11o και 12o αι. έζησαν οι δύο συγγραφείς που μπορούν να θεωρηθούν πατέρες της σχολαστικής μεθόδου: ο Άνσελμος της Αόστης (1033-1109), που ασχολήθηκε με τη φιλοσοφική μελέτη των μεγάλων θεολογικών και μεταφυσικών προβλημάτων, απομακρυνόμενος από τις δογματικές βάσεις, και ο Αβελάρδος (1079-1142), που είναι ο πρώτος που επιχείρησε συστηματική εξέταση των θεολογικών ζητημάτων με τα όργανα της λογικής.
Στο πρώτο μισό του Που αι. ο πνευματικός ορίζοντας της λατινικής Δύσης διευρύνεται με την εμφάνιση των πρώτων μεταφράσεων Ελλήνων και Αράβων συγγραφέων (μεταξύ των μεγαλύτερων: Αριστοτέλης, Πτολεμαίος, Αβικέννας) που αποτέλεσαν το προοίμιο της νέας πνευματικής άνθησης του 12ου και του 13ου αι.
Ο Σχολαστικισμός της περιόδου αυτής χαρακτηρίζεται από την προοδευτική αφομοίωση του αριστοτελισμού (ακριβώς στις πρώτες δεκαετίες του 13ου αι. κυκλοφόρησαν στη Δύση τα σχόλια του Αβερρόη στον Αριστοτέλη), παρόλη την ισχυρή αντίδραση της καθιερωμένης αυγουστινικής έμπνευσης, θεολογίας και φιλοσοφίας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε τα προβλήματα της προέλευσης του κόσμου, της θείας πρόνοιας, των ουσιωδών μορφών και της αθανασίας της ψυχής.
Έτσι, μέσα στα πλαίσια του Σχολαστικισμού εκδηλώθηκαν διάφορα ρεύματα: ο αυγουστινισμός, που, αν και δεχόταν την αριστοτελική φυσική, έμενε αδιάλλακτος στο αδύνατο του συμβιβασμού της ειδωλολατρικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη με τη χριστιανική φιλοσοφία- ο αβερροϊσμός, που, υποστηρίζοντας τις αριστοτελικές αντιλήψεις κατά την ερμηνεία που τους έδινε ο Αβερρόης, δεν ασχολούνταν με το ασυμβίβαστο τους με το χριστιανικό δόγμα· ο θωμισμός, που, ξαναερμηνεύοντας τον Αριστοτέλη και εναντίον των ερμηνειών του Αβερρόη, προσπαθούσε να συμβιβάσει με τη χριστιανική πίστη την αριστοτελική διδασκαλία.
Τα σχολαστικά αυτά ρεύματα φτάνουν στην πλήρη ωριμότητα τους στη δεύτερη πενηνταετία του 13ου αι. με τον Μποναβεντούρα της Μπανιορέα, το Σιγήρο της Βραβάντης και το Θωμά τον Ακινάτη. Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η γνώση των έργων του Αριστοτέλη και των Αράβων επέτρεψε αξιόλογη ανάπτυξη των επιστημονικών ενδιαφερόντων, όπως μαρτυρεί το έργο του Ρομπέρτο Γκροσατέστα και του Ρογήρου Βάκωνα.
To 14o αι., αν και εξακολουθούσαν να υπάρχουν τα διάφορα ρεύματα του προηγούμενου αιώνα, εμφανίζεται και σταθεροποιείται μια ισχυρή τάση μελέτης και κριτικής των βασικών θεωριών των μεγάλων συστημάτων του 13ου αι. Αυτό ήταν έργο των μεγάλων φραγκισκανών δασκάλων (και ιδιαίτερα του Τζων Ντανς Σκότους, του Γουλιέλμου του Όκαμ και του Νικολά Ντ’ Ωτρκούρ), που οδήγησε στη διεκδίκηση της κατ’ άμεση εποπτεία γνώσης της λεπτομέρειας, στην αναγνώριση μιας αυτόνομης αρχής ατομικότητας σε κάθε άνθρωπο, στην άρνηση της γνωστικής και μεταφυσικής αξίας των καθολικών εννοιών, στην κριτική των μεταφυσικών εννοιών της ουσίας και της αιτίας.
Τέθηκαν τότε έτσι βασικές προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα του αριστοτελισμού, φυσικά μόνο στο λογικομεταφυσικό πεδίο, γιατί στο καθαυτό επιστημονικό πεδίο η ρήξη θα γίνει μόνο κατά την εποχή της Αναγέννησης.
Στα σχολεία όμως (θωμιστικού ή σκοτικού προσανατολισμού) η προβληματική του αριστοτελικού Σχολαστικισμός. εξακολούθησε να καλλιεργείται ακόμα και σε νεώτερη εποχή. Ακόμη στο 15o αι. σημειώθηκε μια ρωμαλέα αναβίωση του σ. από τους Ισπανούς Ντομίνγκο ντε Σότο και Φρανθίσκο Σουαρέθ και τον Πορτογάλο Πέντρο ντε Φονσέκα: αλλά τώρα πια η πνευματική ζωή, κινούμενη από νέα ενδιαφέροντα, είχε στραφεί προς νέα προβλήματα και θέματα.
Σημασία του όρου σχολαστικισμός
1. (φιλοσ.) η θεολογικο-φιλοσοφική σκέψη που αναπτύχθηκε στις ρωμαιοκαθολικές μοναστηριακές και επισκοπικές σχολές τής δυτικής Ευρώπης κατά τον μεσαίωνα και η οποία απέβλεπε στη λογική εμβάθυνση τών εξ αποκαλύψεως αληθειών και τη θεμελίωση τής εκκλησιαστικής δογματικής στη φιλοσοφία, με επίκληση τών κατακτήσεων τής αρχαίας ελληνικής σκέψης, ειδικότερα τού πλατωνισμού και νεοπλατωνισμού αρχικά και τού αριστοτελισμού κατόπιν, και με την υπαγωγή τής φιλοσοφίας στη θεολογία
2. δογματικός, στείρος, τυπολατρικός και αποσπασμένος από τη ζωή και την πραγματικότητα τρόπος σκέψης.
Διαβάστε και :