Ο A. Maslow είναι ένας από τους μεγάλους σύγχρονους αμερικανούς ψυχολόγους, που ενδιαφέρθηκε να μελετήσει και να προσαρμόσει στη δυτική επιστημονική νοοτροπία τις αρχαίες ανατολικές παραδοσιακές τεχνικές, όπως της Γιόγκα ή του διαλογισμού.
Ο Maslow μιλάει για ψυχολογία υγείας. Αντιπροσωπεύοντας τους υπαρξιστές ψυχολόγους πιστεύει ότι η ψυχολογία δεν είναι μόνο για να βοηθά τους άρρωστους ανθρώπους – που σύμφωνα με την θεωρία του έχουν έλλειψη στην βασική ανάγκη του ανθρώπου-, αλλά ότι είναι μία επιστήμη και για υγιείς ανθρώπους, στους οποίους δίνει την δυνατότητα, μέσα από την γνώση και τον έλεγχο του εαυτού τους, να καταφέρουν να βελτιώσουν την ζωή τους και να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι.
Ο Maslow θεωρεί ότι οι συγκρούσεις, η ένταση, το αίσθημα κατωτερότητας δεν είναι μόνο χαρακτηριστικά ενός άρρωστου ανθρώπου. Ακόμα κι ένας υγιής που τείνει να κερδίζει την ισορροπία και την σταθεροποίηση, θα την χάσει κάποια στιγμή αν θέλει να εξελιχθεί πραγματικά προς ένα ανώτερο ιδεώδες. Μόνο η στασιμότητα μειώνει τον πόνο αλλά, παράλληλα, σταματάει και την ανάπτυξη. Όπως λέει ο Maslow: «Η ανάπτυξη και η πρόοδος μπορούν να βγουν μέσα από τον πόνο και την σύγκρουση».
Ένα βασικό σημείο της θεωρίας του και κατ’ επέκταση των υπαρξιστών, είναι η άποψη ότι ο άνθρωπος έχει διπλή φύση, μια ζωική και μία θεία και καμία δεν πρέπει να απορριφθεί εις βάρος της άλλης.
Ξεκινάει από την βασική θέση της ύπαρξης στον άνθρωπο μιας τάσης προς ανάπτυξη, αυτοτελείωση ή αυτοπραγμάτωση. Αυτή λοιπόν η αυτοπραγμάτωση είναι ένας μακρινός στόχος για τον άνθρωπο που τείνει να την θεωρεί ως μια ύψιστη και λογική κατάσταση πραγμάτων. Και ενώ η ανάπτυξη συντελείται συνεχώς στην ζωή ενός ανθρώπου και είναι μία δυναμική κατάσταση, ένα γίγνεσθαι, η αυτοπραγμάτωση είναι ο στόχος, δηλ. το να «είναι» κανείς.
Τι είναι όμως αυτό που παρακινεί τον άνθρωπο για την αυτοπραγμάτωση;
Σύμφωνα με τον Maslow, κριτήριο για να παρακινηθεί ο άνθρωπος είναι η ανικανοποίητη ανάγκη. Η ψυχολογική ανάπτυξη του ανθρώπου σκιαγραφείται από την μετάβασή του από τις φυσιολογικές βασικές ανάγκες (τις πιο προσωπικές) στις περισσότερο κοινωνικές ανάγκες (όπως για σεβασμό, αυτοεκτίμηση και αυτοπραγμάτωση).
Τις ιεραρχεί ως εξής:
α) φυσιολογικές όπως: πείνα, δίψα, ύπνος, σεξ κ.α.
β) ασφάλειας όπως: προστασία από κίνδυνο, απειλή κ.α.
γ) ανάγκη για αγάπη όπως: η ένταξη σε ομάδα.
δ) ανάγκη για εκτίμηση και σεβασμό προς τον εαυτό μας και προς τους άλλους.
ε) αυτοπραγμάτωση, δηλαδή εξελισσόμενη πραγμάτωση των δυνατοτήτων, των ικανοτήτων ως εκπλήρωση μιας αποστολής ή γνώση της βαθύτερης φύσης του ανθρώπου, τάση προς ενοποίηση στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου.
Αυτές οι ανάγκες είναι ιεραρχικά δοσμένες, διότι με το που καλύπτεται η μία, δεν σημαίνει απάθεια του ανθρώπου, αλλά αμέσως εμφανίζεται στην σκηνή της συνείδησης η ανάγκη του πιο υψηλού επιπέδου και μάλιστα όσο πιο ψηλά είναι οι ανάγκες τόσο λιγότερο οδηγούν σε ηρεμία. Αντιθέτως οι ορέξεις γίνονται πιο επιτακτικές, π.χ. η ανάγκη για αυτοσεβασμό που γεννιέται μέσα από την εκπαίδευση, κάνει το άτομο όλο και πιο δραστήριο, καταλαβαίνει όλο και περισσότερο το σύμπαν και τους ανθρώπους ενώ ταυτόχρονα μεγαλώνει η φιλοδοξία του να είναι πιο καλός άνθρωπος.
Η δύναμη της ζωής – όπως την ονομάζει ο Maslow – πηγάζει από την ευχαρίστηση που υπάρχει στο να αναπτύσσεται κανείς. Έτσι λοιπόν καταλήγει στο ότι τα κίνητρα που συνδέονται με ελλείψεις, απαιτούν μείωση της έντασης και επαναφορά της ισορροπίας. Ενώ τα κίνητρα που συνδέονται με την ανάπτυξη του ανθρώπου, διατηρούν την ένταση ώστε να επιτευχθούν μακρινοί και δύσκολοι στόχοι.
Ή διαφορετικά: Η ικανοποίηση των ελλείψεων (παρόρμηση, ένστικτα) βοηθά να αποφύγουμε την ασθένεια, ενώ η ικανοποίηση των αναγκών ανάπτυξης, παράγει θετική υγεία.
Επίσης ο Maslow τονίζει ότι οι ανάγκες για ασφάλεια, αγάπη και εκτίμηση (δηλαδή β, γ, δ) χρειάζονται έναν εξωτερικό παράγοντα για να ικανοποιηθούν. Αυτός ο εξωτερικός παράγοντας είναι οι άλλοι. Το άτομο σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κυβερνάει τον εαυτό του ή ελέγχει την μοίρα του αφού εξαρτάται από την έγκριση, την στοργή και την καλή θέληση των άλλων. Έτσι λοιπόν βλέπουμε καθαρά πως υπάρχει σ’ αυτόν μία «έλλειψη ελευθερίας».
Το αυτοπραγματωμένο άτομο, αντιθέτως, είναι πολύ λιγότερο εξαρτημένο και περισσότερο αυτόνομο. Μάλιστα, όπως λέει ο Maslow, ενδέχεται στην πραγματικότητα όχι μόνο να μην έχει ανάγκη από τους άλλους αλλά και να εμποδίζεται από αυτούς, μιας και του αρέσει η μοναξιά και η περισυλλογή. Αυτή η αυτονομία του αυτοπραγματωμένου ανθρώπου σημαίνει επίσης και σχετική ανεξαρτησία από τις δυσκολίες του εξωτερικού περιβάλλοντος όπως π.χ. άγχος, τραγωδίες, κακοτυχίες κ.λ.π. διότι οι επιθυμίες αυτού του ανθρώπου, είναι οι δικοί του πρωταρχικοί καθοριστικοί παράγοντες κι όχι οι πιέσεις από το περιβάλλον του. Γι’ αυτό ο άνθρωπος, σ’ αυτό το επίπεδο, έχει μία «ψυχολογική ελευθερία», όπως την ονομάζει ο Maslow.
Όσον αφορά την φάση των προχωρημένων σταδίων ανάπτυξης, το άτομο είναι κατά βάση μόνο του, μπορεί να στηριχτεί μόνο στον εαυτό του, γι’ αυτό η συμπεριφορά των ανθρώπων που πασχίζουν για αυτοπραγμάτωση δεν μαθαίνεται, αλλά δημιουργείται και δεν αντιγράφεται.
Σύμφωνα με τον Maslow υπάρχουν δύο είδη δυνάμεων μέσα στον άνθρωπο. Από την μία υπάρχει η τάση να εξερευνά, να μεταχειρίζεται, να βιώνει, να επιλέγει και να απολαμβάνει. Είναι μια τάση που αποτελείται από μία ομάδα δυνάμεων που τον σπρώχνει μπροστά, προς την ολοκλήρωση του εαυτού και την πλήρη λειτουργία όλων των δυνατοτήτων του.
Από την άλλη υπάρχει η καθηλωτική, παλινδρομική δύναμη των μη ικανοποιημένων αναγκών της λειτουργίας της άμυνας απέναντι στον φόβο, τον πόνο, την απώλεια κ.λ.π. που κάνει τον άνθρωπο να παλινδρομεί, να καθηλώνεται στο παρελθόν σε όσα έχει κατακτήσει, να φοβάται να προχωρήσει, να αναπτυχθεί, να ρισκάρει, να φοβάται δηλαδή την ανεξαρτησία και την ελευθερία.
Γι’ αυτόν τον λόγο, επειδή λειτουργούν και οι δύο αυτές τάσεις μέσα στον άνθρωπο, η ανάπτυξη είναι μια διαδικασία ελεύθερων επιλογών με τις οποίες ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος κάθε στιγμή της ζωής του. Δηλαδή η βούλησή του καθορίζει την ανάπτυξή του.
Ο Maslow θεωρεί ότι υπάρχει στον άνθρωπο ο φόβος να γνωρίσει τον εαυτό του. Είναι όπως λέει μια τάση να αρνούμαστε το καλύτερο μέρος του εαυτού μας διότι αυτό θα μας φέρει (στην προσπάθεια ανάπτυξης) αισθήματα αδυναμίας και ανεπάρκειας, βλέποντας πραγματικά τον εαυτό μας. Είναι η συνειδητοποίηση του ότι είμαστε ταυτόχρονα σκουλήκια και θεοί. Γι’ αυτό και στις περισσότερες θρησκείες, η γνώση είναι καταραμένη (το μήλο που έφαγαν οι πρωτόπλαστοι, ο Προμηθέας, ο Οιδίποδας).
Το να ανακαλύψει κανείς το μεγαλείο του εαυτού του θα του επιφέρει από την μία ευφορία αλλά από την άλλη θα του φέρει την ευθύνη και τα καθήκοντα των ανθρώπων που ξεχωρίζουν. Θα του επιφέρει την «μοναξιά του Ηγέτη», διότι το άτομο διαισθάνεται την υπευθυνότητα κι αυτή φαίνεται βαρύ φορτίο και προσπαθεί να το αποφύγει. Γι’ αυτό, η γνώση είναι μια πράξη αυτό-επιβεβαίωσης και αυτό-επικύρωσης. Αυτός είναι κι ένας λόγος που ένας τύραννος ή ένας εκμεταλλευτής οποιασδήποτε μορφής δεν θα ενθάρρυνε την γνώση στους υποτελείς του. Άνθρωποι που ξέρουν πολλά νιώθουν περισσότερο ελεύθεροι και το πιο πιθανό είναι να επαναστατήσουν.
Έτσι λοιπόν καταλήγει ο Maslow:
«Μια φιλοσοφία ή θρησκεία ή επιστήμη που στηρίζεται στην ασφάλεια, είναι περισσότερο πιθανό να είναι τυφλή από μια φιλοσοφία, θρησκεία ή επιστήμη που βασίζεται στην ανάπτυξη».
«Ένας δάσκαλος ή μια κοινωνία, ένας πολιτισμός, δεν δημιουργούν έναν άνθρωπο. Δεν εμφυτεύουν μέσα του την ικανότητα να αγαπά, να αυτοβελτιώνεται ή να είναι δημιουργικός. Αντ’ αυτού, επιτρέπουν ή προωθούν ή ενθαρρύνουν ή βοηθούν αυτό που υπάρχει σε εμβρυακή μορφή να γίνει αληθινό και πραγματικό. Ο πολιτισμός είναι ο ήλιος, η τροφή και το νερό, δεν είναι ο σπόρος»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Σημειώσεις της Εισαγωγικής Σειράς της Νέας Ακρόπολης
• Η ψυχολογία της ύπαρξης, A. Maslow, εκδόσεις Δίοδος, Αθήνα 1995