Θα επιχειρήσουμε εδώ να βρούμε τεχνάσματα για να βγαίνουμε κερδισμένοι σε κάθε διαφωνία που μπορεί να συμμετέχουμε και να βγούμε από τη δύσκολη θέση όταν δεν έχουμε γνώσεις ή ικανότητες για να υπερασπιστούμε τη γνώμη μας, ή να σώζουμε την υπόληψή μας όταν συνειδητοποιούμε ότι ο αντίπαλός μας είναι ανώτερος σε ρητορικά χαρίσματα και πρόκειται να κερδίσει.
Σημασία λοιπόν δεν έχει αν έχουμε δίκιο ή όχι. Σημασία έχει η εξόντωση του αντιπάλου και η υπεροχή της δικιάς μας θέσης, πάση θυσία. Προσοχή όμως: τα περισσότερα από τα παρακάτω τεχνάσματα (αν όχι όλα) δεν πρόκειται να έχουν αποτέλεσμα στο να αλλάξουν τη γνώμη του αντιπάλου μας, αλλά να αποπροσανατολίσουν το ακροατήριο και να το πείσουν ότι εφόσον αυτός έχει γελοιοποιηθεί από εμάς, εμείς πρέπει να έχουμε τη σωστή άποψη στο εν λόγω θέμα.
Δεν χρειάζονται παρεκτροπές, αρκεί η τήρηση λίγων απλών κανόνων
-
Κάνουμε με μιας πολλά εύκολα ερωτήματα που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θέσεων, ώστε να κρύψουμε αυτό στο οποίο θέλουμε να καταλήξουμε. Οι ερωτήσεις μας είναι στοχευμένες στο συμπέρασμα που θέλουμε να δείξουμε χωρίς όμως αυτό να φαίνεται από πριν, και τόσο γενικές και αυταπόδεικτες, ώστε οι απαντήσεις να είναι αναμενόμενες. Προχωρούμε στο να επεκτείνουμε τις απαντήσεις του αντιπάλου μας, και κατευθύνουμε το διάλογο εκεί που θέλουμε εμείς να καταλήξουμε, χωρίς πλέον ο συνομιλητής να μπορεί να πάρει αντίθετη θέση καθώς έτσι θα φανεί ότι έρχεται σε αντίθεση με αυτά που ο ίδιος έχει πει. Είναι η μαιευτική μέθοδος που χρησιμοποιούσε ο Σωκράτης.
-
Ταυτίζουμε τις θέσεις του αντιπάλου με φιλοσοφίες ή κοσμοθεωρίες που θεωρούνται παρωχημένες ή αποτυχημένες στην πράξη και δίνουμε την εντύπωση ότι το θέμα διαφωνίας έχει ήδη λυθεί πριν η επιχειρηματολογία έχει καν αρχίσει. Π.χ. «Τι θέλετε κύριε; Καθολική δωρεάν ιατρική κάλυψη; Μα αυτό είναι σοσιαλισμός! Τέτοιες πρακτικές είναι που οδήγησαν τόσες χώρες του πρώην κομουνιστικού μπλοκ στην οικονομική καταστροφή. Θέλετε τα ίδια και στη χώρα μας;» κτλ κτλ. Χρησιμοποιούμε λέξεις φορτισμένες με αρνητικά συμφραζόμενα όταν αναφερόμαστε στις θέσεις του αντιπάλου, όπως «άπιστος» αντί για «άθρησκος», «προκατειλημμένος» αντί για «ορθολογιστής», «φανατικός» αντί για «ισχυρογνώμων», «αιρετικός» αντί για «αλλόθρησκος» και άλλα τέτοια.
«Ξέρεις ποιος άλλος είχε αυτήν την άποψη; Ο Χίτλερ!»
-
Αντικρούουμε τις ψευδείς προτάσεις του αντιπάλου με άλλες ψευδείς, τις οποίες όμως αυτός θεωρεί αληθείς. Απέναντι με τους κατάλληλους αντιπάλους χρησιμοποιούμε τον δικό τους τρόπο σκέψης. Μας λέει αυτός: «Η ομοφυλοφιλία είναι κάτι κακό γιατί έτσι λέει η βίβλος και τους ομοφυλόφιλους πρέπει να τους θεωρούμε μιάσματα» Απαντάμε ως εξής: «Βεβαίως δίκιο έχετε, και μάλιστα, εφόσον ακολουθούμε τη βιβλική διδασκαλία, τότε πρέπει να λιθοβολούμε τις μοιχαλίδες, τους ειδωλολάτρες, τους βλάσφημους κλπ κλπ». Ταυτίζουμε έτσι μια θέση που έχει πάρει ο αντίπαλος με μια άλλη, προφανώς λανθασμένη, ακολουθώντας την ίδια μεθοδολογία που οδήγησε αυτόν στην πρώτη.
-
Τραβάμε τον ισχυρισμό του αντιπάλου από τα μαλλιά, τον ερμηνεύουμε με όσο το δυνατόν πιο γενικό τρόπο και με την ευρύτερη δυνατή έννοια αγγίζοντας τα όρια της υπερβολής και της γελοιότητας. Παρουσιάζει κάποιος τη θεωρία της εξέλιξης; Του απαντάμε προσβεβλημένοι: «Εγώ δε γεννήθηκα από μπαμπουίνους!». Υπερασπίζεται τη θανατική καταδίκη για τους παιδεραστές; Απαντάμε: «Και τους παιδοκτόνους τότε τι να τους κάνουμε; Να τους σκοτώνουμε δύο φορές;»
Αυτοί τα ξέρουν ήδη…
-
Παρομοίως, επιχειρούμε να δείξουμε την αντίπαλη άποψη σαν πολύ απόλυτη για να είναι υποχρεωτικά ορθή. Ανοίγουμε έτσι το δρόμο στην παραδοχή της δικής μας θέσης, τουλάχιστον σαν μιας πιθανότητας που δεν πρέπει να απορριφθεί. Π.χ. θέλοντας να υπερασπιστούμε την ομοιοπαθητική μέθοδο έναντι της «παραδοσιακής» ιατρικής, και αντιμέτωποι με τον ορθολογικό στοχασμό, με επιστημονικές αποδείξεις και μελέτες που εμείς δεν έχουμε να επιδείξουμε υπέρ μας, επικαλούμαστε την αβεβαιότητα της ανθρώπινης γνώσης και τα όρια της επιστήμης γενικά. Δείχνουμε έτσι ότι η θέση μας είναι τουλάχιστον «πιθανή» και άρα η πλήρης άρνησή της από τον αντίπαλο δεν τον κάνει ορθολογικό, αλλά απόλυτο, οπισθοδρομικό, αντιδραστικό κλπ.
-
Χρησιμοποιούμε τη χυδαιότητα, τον εμπαιγμό και την ιλαρότητα για να γελοιοποιήσουμε τον αντίπαλο. Π.χ. αν αυτός υπερασπίζεται το δικαίωμα στην αυτοκτονία, εμείς του απαντάμε αμέσως: «Γιατί λοιπόν δεν πάτε να κρεμαστείτε;». Κάποιοι στο ακροατήριο σίγουρα θα γελάσουν, και το γέλιο είναι πάντα σύμμαχος αυτού που το προκαλεί˙ με το γέλιο μπορούμε να κερδίσουμε κάθε ανίδεο που παρακολουθεί σιωπηλά και είναι ανίκανος να έχει δικιά του άποψη.
-
Ιδιαίτερα για θέματα που είναι περίπλοκα και απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις, μπορούμε εύκολα να αποπροσανατολίσουμε το ακροατήριο δίνοντας μονόπλευρες ή και λανθασμένες πληροφορίες. Π.χ. αν ο αντίπαλος παρουσιάζει τους κινδύνους του φαινομένου του θερμοκηπίου, εμείς αναφερόμαστε γενικά σε έρευνες που υποτίθεται ότι αντικρούουν την ύπαρξη του φαινομένου και ότι η επιστημονική κοινότητα είναι τάχα διχασμένη σε αυτό το θέμα. Μπορούμε επίσης να παρουσιάσουμε «στοιχεία», λέγοντας ότι δεν είναι δυνατόν να θερμαίνεται ο πλανήτης τη ίδια στιγμή που οι εμπειρίες μας είναι πιο κρύοι χειμώνες από ποτέ και αύξηση καταιγίδων και άλλων τέτοιων ακραίων φαινομένων: «Εγώ κρυώνω» μπορούμε να δηλώσουμε. Ο αντίπαλος θα πρέπει να μπει στη διαδικασία να εξηγήσει τη διαφορά μεταξύ «κλίματος» και «καιρικών συνθηκών» και να καταδείξει ότι αρχικά η θέρμανση του πλανήτη θα βιωθεί ως ψύχρανση σε τοπικό επίπεδο, κάτι που όμως χρειάζεται χρόνο και παρουσίαση πολύπλοκων ιδεών που το ακροατήριο μάλλον δε θα είναι διατεθειμένο να παρακολουθήσει τη στιγμή εκείνη. Έτσι, βγαίνουμε κερδισμένοι εμείς. Αυτή η τακτική είναι η αγαπημένη αυτών που αντιτίθενται στον εμβολιασμό, και υποστηρίζουν ότι μπορεί να προκαλέσει ακόμα και αυτισμό.
Ιεραρχία αντιλογίας
-
Γενικά, προσπαθούμε να προκαλέσουμε το θυμό του αντιπάλου, γιατί όταν είναι θυμωμένος χάνει την ικανότητα να κρίνει σωστά και να αντιλαμβάνεται πού ακριβώς είναι τα πλεονεκτήματα και οι αδυναμίες του επιχειρήματός του και των δικών μας. Δίνει επίσης κακή εντύπωση στο ακροατήριο και έτσι το κερδίζουμε εμείς. Τον θυμό του μπορούμε να τον προκαλέσουμε με κατηγορίες (ακόμα και άδικες) ή και με προσωπικές προσβολές. Αν δεν μπορούμε να αντικρούσουμε τις απόψεις του ή αν συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε άδικο, επιτιθέμεθα στο άτομο και όχι στις ιδέες του.
Αυτά και άλλα πολλά παραθέτει ο Σοπενχάουερ στο «Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο», κατά πολύ επηρεασμένος από τα «Τοπικά» του Αριστοτέλη.
Κωνσταντίνος Σαπαρδάνης – eranistis.net