Χαρισματικότητα- θεωρητικά μοντέλα, ορισμοί και προβληματισμοί

Ένα από τα βασικά προβλήματα που ερχόμαστε αντιμέτωποι στον τομέα των υψηλότερων του μέσου όρου δυνατοτήτων-ικανοτήτων επίδοσης είναι πώς να ονομάσουμε τον πληθυσμό αυτών των ατόμων. Ας δούμε σήμερα μερικούς ορισμούς και θεωρητικά μοντέλα, για να εξετάσουμε έπειτα τα προβλήματα που προκύπτουν από τις απόπειρες ορισμού.

Μοντέλο Renzulli: χαρισματικότητα= συνύπαρξη υψηλών γενικών ικανοτήτων, υψηλής αφοσίωσης στην επιτέλεση έργου, και δημιουργικότητας. Η θεωρία του ονομάστηκε των "θεωρία των τριών δακτυλίων", καθώς αναπαρίσταται έτσι:

Παρόμοιο είναι το μοντέλο «Χαρισματικότητα και Ταλέντο» του Μονάχου (Heller) που συμπεριλαμβάνει όσα η θεωρία των τριών δακτυλίων, αλλά λαμβάνει υπόψη και άλλες παραμέτρους:
• Δημιουργικότητα
• Αποτελεσματικότητα στις κοινωνικές συναναστροφές
• Μουσικές / Καλλιτεχνικές ικανότητες.
• Ψυχοκινητικές ικανότητες.
• Πρακτική ευφυΐα

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον τρόπο που αυτοί οι παράγοντες ενισχύονται από την πάρα πολύ μεγάλη επίδραση του περιβάλλοντος.

Ένας άλλος θεωρητικός από τον Καναδά, ο Gagne’, διαφοροποιεί τις δύο έννοιες (χαρισματικότητα-ταλέντο), ορίζοντας με το "διαφοροποιημένο μοντέλο" του ως χαρισματικότητα το δυναμικό, τη δυνατότητα, τις τάσεις, το ‘ακατέργαστο υλικό’ και ως ταλέντο το πώς εκδηλώνονται έμπρακτα μέσα από επιδόσεις αυτές οι δυνατότητες. Το αν θα μετατραπεί η δυνατότητα σε έμπρακτη επίδοση εξαρτάται σύμφωνα με τον Γκανιέ από α) ενδοπροσωπικούς (π.χ. κίνητρα) και β) περιβαλλοντικούς (π.χ. υποστήριξη γονέων, εκπαιδευτικές παροχές) καταλύτες.

Βλέπουμε λοιπόν ότι μια ενδεικτική παρουσίαση των βασικών μοντέλων χαρισματικότητας που ακολουθούνται στον κόσμο ορίζουν με διαφορετικό τρόπο τη χαρισματικότητα. Πολλοί συμπεριλαμβάνουν στις θεωρίες που περιγράφουν τη χαρισματικότητα και τις θεωρίες νοημοσύνης. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειώσουμε ότι η χαρισματικότητα και το ταλέντο δεν ταυτίζονται απαραίτητα με την υψηλή νοημοσύνη. Η υψηλή νοητική λειτουργία αποτελεί μια μόνο παράμετρο της σύνθετης έννοιας της χαρισματικότητας/ ταλέντου. Ιδίως αν λάβουμε υπόψην τα σοβαρά μειονεκτήματα των τεστ νοημοσύνης, καταλαβαίνουμε ότι είναι λανθασμένο επιστημονικά να εκφράζουμε τη χαρισματικότητα με τη μορφή του νοητικού πηλίκου που συνεπάγονται τα τεστ αυτά, τα οποία καλό είναι να τα λαμβάνουμε υπόψην, όχι όμως με τρόπο απόλυτο.

Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι τα τεστ νοημοσύνης εξετάζουν τη συγκλίνουσα και όχι την αποκλίνουσα σκέψη (η συγκλίνουσα αφορά την παραγωγή μιας νέας πληροφορίας που εξαρτάται κυρίως από γνωστή πληροφορία ενώ η αποκλίνουσα σκέψη είναι η γέννηση μιας νέας πληροφορίας που εξαρτάται ελάχιστα από γνωστή πληροφορία και η αποδεκτή απάντηση σε ένα πρόβλημα που τίθεται μπορεί να είναι ένα πλήθος αναδυόμενων λύσεων), τη στιγμή που η αποκλίνουσα σκέψη είναι που αποτελεί χαρακτηριστικότατο γνώρισμα της δημιουργικότητας και άρα των χαρισματικών-ταλαντούχων ατόμων.

Πέρα από τη θεωρία, στην πράξη, άλλες χώρες ορίζουν ως χαρισματικούς αυτούς που έχουν υψηλότερες επιδόσεις στον ακαδημαϊκό τομέα και ως ταλαντούχους εκείνους με επιδόσεις στον αθλητισμό και τις τέχνες.

Άλλη διαφοροποίηση είναι ότι χαρισματικός είναι ο πολύ ικανός γενικά σε διάφορα πεδία, ενώ ταλαντούχος αυτός που έχει κλίση σε ένα μόνο πεδίο.

Διαφοροποιήσεις εμφανίζονται και στο ποσοστό των χαρισματικών/ταλαντούχων σε σχέση με τον ευρύτερο πληθυσμό. Άλλες χώρες θεωρούν ότι ως χαρισματικοί πρέπει να ορίζονται εκείνοι με τις εξαιρετικά υψηλές επιδόσεις (2%), ενώ άλλοι διευρύνουν το ποσοστό αυτό, φτάνοντας μέχρι και στο 15% του πληθυσμού [κάτι το οποίο θεωρείται από τους περισσότερους ως υπερβολικό, καθώς χαρισματικός δεν είναι αυτός που είναι καλός μαθητής, αλλά που εκδηλώνει πληθώρα άλλων χαρακτηριστικών μάθησης και προσωπικότητας].

Το θέμα του ποσοστού εγείρει το σημαντικό ερώτημα: "πόσο πιο καλός πρέπει να είναι κάποιος σε σχέση με τα άτομα της ηλικίας του, για να πούμε ότι είναι χαρισματικός;". Εδώ φυσικά η απάντηση εξαρτάται από το πώς έχουμε προαποφασίσει να ορίσουμε τη χαρισματικότητα. Γενικά ο εκπαιδευτικός και ο γονιός με σωστό παιδαγωγικό ένστικτο καταλαβαίνει αισθητά το πόσο ξεχωρίζει ένα παιδί από τους συνομηλίκους του. Βοηθά πο
λύ η παρατήρηση των αναπτυξιακών επιτευγμάτων (πότε πρωτοπερπάτησε, πότε πρωτομίλησε, τί λεξιλόγιο χρησιμοποιεί, πόσο γρηγορότερα μαθαίνει, κτλ). Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζονται τα πρωτότοκα παιδιά, καθώς οι γονείς συχνά δεν έχουν μέτρο σύγκρισης με κάποιο άλλο παιδί. Επίσης προσοχή στον εντοπισμό χρειάζεται στην περίπτωση που το παιδί δεν εκδηλώνει στο σχολείο τις ικανότητές του, όπως π.χ. όταν είναι ντροπαλό ή έχει μαθησιακές δυσκολίες.

Πολλοί είναι αυτοί που αγωνιούν να χαρακτηρίσουν ένα παιδί, να "διαγνωστεί". Οπωσδήποτε ένας γονιός αγωνιά για το "τί έχει" το παιδί του και είναι τόσο διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Ωστόσο, μια ταμπέλα πολλές φορές δεν είναι δυνατή, καθώς κάθε παιδί είναι διαφορετικό, ένας μοναδικός συνδυασμός από χαρακτηριστικά, ταλέντα, αδυναμίες, ιδιοσυγκρασιακά γνωρίσματα, κτλ.

Δεν μπορούμε με βεβαιότητα πάντα να δώσουμε μια ακριβή απάντηση στο ερώτημα "είναι ή δεν είναι", γιατί η γραμμή που υποτίθεται ότι διαχωρίζει τους χαρισματικούς από τους υπόλοιπους είναι πολύ λεπτή, ασαφής και συχνά υποκειμενική.

Στο κάτω κάτω, καθήκον μας δεν είναι να εντάξουμε το παιδί σε μια κατηγορία, όπου θα κινδυνεύει ίσως και από στερεοτυποποίηση, αλλά να το δούμε ως μια ατομική περίπτωση ατόμου που συνδυάζει μια πληθώρα χαρακτηριστικών και να του παρέχουμε εκπαιδευτική και ψυχολογική υποστήριξη ανάλογα με τα δικά του αυτά χαρακτηριστικά γνωρίσματα.

Από http://educpsychology.blogspot.com/