Κατά τον Πλάτωνα, η πραγματικότητα συγκροτείται από τις ιδέες οι οποίες υπάρχουν στον ουρανό. Για το Λάιμπνιτς η πραγματικότητα ανάγεται σε μονάδες, ο Χιουμ πιστεύει ότι η πραγματικότητα εξαντλείται στις εντυπώσεις και τις ιδέες που συνιστούν το περιεχόμενο της εμπειρίας, ο Καντ την ταυτίζει με το πράγμα καθεαυτό, ο Σοπενχάουερ την συνδέει με τη βούληση και ο Χέγκελ την εξισώνει με το απόλυτο πνεύμα. Σταδιακά, όμως, έγινε αντιληπτό ότι υπάρχει κάτι άλλο ακόμα πιο ουσιώδες που πρέπει κανείς να ανιχνεύσει στην προσπάθεια κατανόησης της πραγματικότητας. Και αυτό δεν είναι άλλο από την αλήθεια.
Ο Λούντβιχ Bιτγκενστάιν με το Tractatus Logico-Philosophicus προσπάθησε -όσο ελάχιστοι σύγχρονοι φιλόσοφοι- να λύσει ένα τέτοιο διαχρονικό αίνιγμα: Μπορούμε να γνωρίζουμε την αλήθεια; Oλοι οι μεγάλοι στοχαστές αναζητούσαν την αλήθεια, κάποια βεβαιότητα, κάτι που κανείς δεν θα μπορούσε να διαψεύσει. Στην προσπάθειά του να ανακαλύψει αυτήν την αλήθεια ο Bιτγκενστάιν στράφηκε στη μαθηματική λογική- μια απόλυτη γλώσσα απαλλαγμένη από τα πάθη και τα συναισθήματα. Προχώρησε αργά, προσεκτικά, με μια μέθοδο θαυμαστή, μέχρι που κατέληξε σε ένα τρομακτικό συμπέρασμα: Δεν υπάρχει αλήθεια πέρα από τα μαθηματικά. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι δεν υπάρχει τρόπος να βρεθεί η απόλυτη αλήθεια, κάποιο αδιάσειστο επιχείρημα που ίσως απαντήσει στα προαιώνια ερωτήματα της ανθρωπότητας. Η φιλοσοφία, ως εκ τούτου, χάνει τη σημασία της: Γιατί -όπως λέει ο Bιτγκενστάιν- «για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς, θα πρέπει να σωπαίνει». Στην πορεία, ωστόσο, ο Βιτγκενστάιν αντιλήφθηκε ότι είχε σφάλει στην προϋπόθεσή του ότι υπάρχει μία τέλεια γλώσσα για να ανακαλύψει την αλήθεια.
Πάντως, ανεξάρτητα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο φιλοσοφικός στοχασμός στην αναζήτηση της αλήθειας, έγινε ευρύτερα κατανοητό -με το πέρασμα του χρόνου- ότι η μελέτη της φιλοσοφίας όχι μόνο μας βοηθάει να ξεκαθαρίσουμε τις σκέψεις μας σχετικά με τις προκαταλήψεις μας, αλλά και να διευκρινίζουμε τι ακριβώς πιστεύουμε. Άλλωστε, η φιλοσοφία είναι μια δραστηριότητα που διακρίνεται κυρίως για τη χρήση λογικών επιχειρημάτων. Και όμως, ο όρος φιλοσοφία δεν έχει ακόμη και σήμερα διασαφηνιστεί με ακρίβεια και παραμένει ένα ανοιχτό ζήτημα.
Οι φιλόσοφοι, κατά καιρούς, προέβησαν στη διατύπωση διαφορετικών ορισμών της φιλοσοφίας- της αγάπης για τη σοφία. Οι οπαδοί της διδασκαλίας του υπαρξισμού, για παράδειγμα, θεωρούν ότι η φιλοσοφία οφείλει πρωτίστως να εστιάζει στην έρευνα του ανθρώπου ως ατομική ύπαρξη, ενώ κατά τους εκπροσώπους της αναλυτικής φιλοσοφίας, η φιλοσοφία αναφέρεται στη λογική ανάλυση της γλώσσας. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει μία θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στη φιλοσοφία και την επιστήμη: Η σοφία για την οποία ενδιαφέρονται οι φιλόσοφοι είναι άλλη από εκείνη στην οποία αναφέρονται οι επιστήμονες. Και αυτό επειδή η επιστήμη θεμελιώνεται πάνω σε κάποια δεδομένα, ενώ η φιλοσοφική σκέψη συχνά τρέφεται από την αμφισβήτηση ακόμα και της πιο αληθοφανούς πραγματικότητας.
Όπως και να ’χει, το σίγουρο είναι ότι ο φιλοσοφικός στοχασμός μπορεί συχνά να οδηγεί σε αδιέξοδα, αλλά χρησιμεύει στο να εντοπίζει αντιφάσεις και χίμαιρες και να υποδεικνύει στην επιστημονική σκέψη τις κακοτοπιές και τα λάθη της.
Πηγή: Μικρή Ιστορία Φιλοσοφίας