Σύνδρομο burnout ή εγκεφαλική υπερφόρτωση

 
start_quote_rb  Ο Freud έλεγε πως οι «θεμέλιοι λίθοι της ευτυχίας είναι δύο: αγάπη και δουλειά», προφανώς, ο παράγοντας «εξουθένωση» δεν υπολογίστηκε ποτέ σε αυτή την εξίσωση end_quote_rb 

Συνήθως, σε αιφνιδιάζει, εκεί στη μέση μιας πρότασης, μες στη σύσκεψη. Κάπου ανάμεσα σε χαρτιά, φακέλους, μηνύματα στο BlackBerry, πίνακες, λάπτοπ και το βουητό μιας καφετιέρας που δουλεύει στο φουλ, ανοίγεις το στόμα σου και ανακαλύπτεις πως δεν έχεις τίποτα να πεις. Ξαφνικά, κανένα σχέδιο δεν είναι αρκετά καλό, καμιά ιδέα ευφυής, καμιά φιλοδοξία για προαγωγή ή μπόνους αρκετά μεγάλη – λέξεις όπως «συμμετοχή», «χαρά», «δημιουργία» ηχούν αδιάφορες, κενές περιεχομένου.   Μαύρο.  

Μετά  από   μέρες, μήνες, χρόνια υπερωριών, σκέψεων και παραγωγικού brainstorming, νιώθεις άδειος και πολύ κουρασμένος, μια μουντζούρα στο μεγάλο σχέδιο, ένα «καμένο μυαλό», ένας εγκέφαλος που τηγανίζεται τσιτσιρίζοντας θριαμβευτικά. Γιατί, πολύ απλά, πάσχεις από burnout. Εγκεφαλική υπερφόρτωση. Εργασιακή κατάθλιψη. Σύνδρομο επαγγελματικής εξάντλησης. Πες το όπως θες… H αλήθεια είναι ότι όπως και να το πει κανείς, ο όρος παραείναι πομπώδης για μια ασθένεια που είναι τόσο κοινή ώστε η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας να μιλάει για «ψυχο-επιδημία» και να λέει πως πλήττει το 40% των εργαζομένων σε Αυστραλία, H ΠΑ, Καναδά και Ευρώπη – η Ελλάδα δεν εξαιρείται. Ήδη, οι σχετικές εγχώριες μελέτες αποκαλύπτουν εξωφρενικά νούμερα: για παράδειγμα από burnout πάσχει το 45% των νοσηλευτών σε πέντε μεγάλα νοσοκομεία των Αθηνών ή, π.χ., ο ένας στους έξι δασκάλους. Και η καταμέτρηση των… σταυρών συνεχίζεται.

Από τους ιδεαλιστές στους executives

Τι ακριβώς είναι το burnout; Υπερκόπωση; Ναι, αν και όχι ακριβώς – πιο πολύ ένα μυστήριο εγκεφαλικό βραχυκύκλωμα. O Graham Greene, που εισήγαγε τον όρο στο μυθιστόρημα του «Burnt Out Case» (1960), κάνει λόγο για «επίθεση γιγαντιαίας αδιαφορίας» – ο ήρωας του πάσχει από μια σχεδόν νοσηρή ανηδονία. Στις κλινικές μελέτες του (Burn out: The high cost of high achievement) ο ψυχαναλυτής Herbert Freudenberger, το 1974, το παρομοιάζει με «πυρκαγιά που καταστρέφει ένα κτήριο». Άλλοι ψυχολόγοι το ορίζουν ως μια «φλόγα που χορεύει, δίνει ζεστασιά, ενέργεια και φως, αλλά τελικά σβήνει όταν τελειώσει η πηγή ενέργειας της και αφήνει πίσω μόνο στάχτη και θάνατο».

H πραγματική διαφορά είναι πως, πίσω στα 70s, σε εποχές που μυρμήγκιαζαν από δυνατότητες, το burnout ήταν μια -σχεδόν- «ευγενική» πάθηση. Αφορούσε, κατά κύριο λόγο, τα λεγόμενα «κοινωνικά επαγγέλματα», νοσοκόμες, δασκάλους, κοινωνικούς λειτουργούς, ιερείς – ευγενικούς ιδεαλιστές που δούλευαν νυχθημερόν, υποαμείβονταν, εξαντλούνταν και, εν τέλει, «καίγονταν» σε καζάνια προσωπικών ματαιώσεων. Σήμερα πια, που π εργάσιμη εβδομάδα των 60 ωρών είναι κοινός τόπος για το -μέσο- φιλόδοξο τριαντάρη executive, το burnout δεν είναι παρά ένα σημάδι αδυναμίας, ένα κουδουνάκι για στάση σε καριέρες υψηλών ταχυτήτων. Εξ ου και ευδοκιμεί σε εργασιακούς χώρους «δημιουργικής πίεσης και ανταγωνισμού» (εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, χειρουργεία, αεροδρόμια, δημοσιογραφικά ή διαφημιστικά γραφεία κ.λπ.), όπου απλώνεται σαν λοιμός σε υψηλόβαθμα στελέχη στην ηλικία των 30-40 χρόνων. Είναι πραγματικά θλιβερό: Σε ηλικίες που θα έπρεπε να ανθούν, τα αλλοτινά σούπερ παραγωγικά παιδιά-θαύματα «καίγονται» πανηγυρικά.

Υπεραπόδοση χωρίς ανταμοιβή

Τα συμπτώματα του burnout – άλλοτε ελαφρά, άλλοτε επίμονα – είναι μάλλον παραπλανητικά: αϋπνίες (ή αναίτια υπνηλία), πονοκέφαλοι, ανία, κατάθλιψη, στομαχόπονοι, μειωμένη διάθεση για σεξ, υπερένταση, νευρικότητα, θυμός και ξεσπάσματα άνευ λόγου και αιτίας, άρνηση επικοινωνίας. Γενικευμένη κούραση και έλλειψη ενδιαφέροντος για τα πάντα. Μελαγχολία και ανηδονία. Οι λόγοι ποικίλλουν. Όταν, το 1981, η Christina Maslach – διδάκτωρ Ψυχολογίας στο Μπέρκλεϊ και «γκουρού» του burnout στην Αμερική – επιχείρησε να «χαρτογραφήσει» το σύνδρομο, κατέληξε πως οι πιο σημαντικοί από τους λόγους είναι :
α) η πολλή δουλειά,
β) το να δουλεύει κανείς σε αναξιοκρατικό περιβάλλον, με ελάχιστη υποστήριξη,
γ) το να δουλεύει κάπου όπου δεν μπορεί να έχει έλεγχο των καταστάσεων,
δ) το να κάνει ένα επάγγελμα αντίθετο με τις αξίες ή τις ηθικές του αρχές,
ε) το να δουλεύει και να μην ανταμείβεται – με χρήμα, κύρος ή ηθική επιβράβευση.

H αίσθηση πως δεν επικροτείται αυτό που κάνεις – υλικά ή ηθικά -, η αδυναμία να παρέμβεις στο εργασιακό σου status και να αλλάξεις ό,τι δεν σου αρέσει, η συρρίκνωση της αυτοεκτίμησης είναι αυτά που στο τέλος της ημέρας μάς κάνουν κυνικούς, βαριεστημένους ή επιθετικούς απέναντι στους ανθρώπους στους οποίους παρέχουμε υπηρεσίες. Φυσικά, υπάρχουν διαβαθμίσεις στο μέγεθος ή την ένταση του burnout, καθώς και στο προφίλ αυτών που «καταρρέουν».

Σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς, η Maslach υποστηρίζει πως πιο επιρρεπείς σε εξάντληση δεν είναι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία και εργασιακή εμπειρία, αλλά οι νεότεροι, οι rookies που πέφτουν με τα μπούνια σε μια δουλειά, γεμάτοι υψηλές προσδοκίες –  σε αυτές τις ηλικίες, το χάσμα ανάμεσα στα όνειρα, τις επιδιώξεις και την έλλειψη ανταμοιβής μπορεί να σε αποστραγγίσει ταχύτατα Το ίδιο συμβαίνει με τους ανύπαντρους ή τους μοναχικούς εργένηδες σε σχέση με όσους έχουν σύντροφο και παιδιά. To γιατί είναι απλό: Με όλες της τις δυσκολίες, η οικογένεια είναι ένα διαρκές σύστημα ατομικής και κοινωνικής στήριξης, μια δεξαμενή αγάπης. Όταν είσαι μόνος, τείνεις να επενδύεις υπερβολικά στη δουλειά σου, περιμένοντας υψηλές αποδόσεις σε ικανοποίηση ή ευτυχία. Αυτές όμως σπάνια έρχονται.

Όταν ο εργάσιμος χρόνος διαχέεται σε όλο το 24ωρο

Γενικά, η περιπτωσιολογία του burnout είναι ατέλειωτη. Π.χ., οι καταθλιπτικοί, όσοι έχουν προβλήματα διαχείρισης θυμού ή όσοι εργάζονται σε δουλειές που δεν επέλεξαν οι ίδιοι έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να «καούν» σε σχέση με άλλους’ το ίδιο και οι κοινωνίες των «μοναχικών καβαλάρηδων», με τους γρήγορους ρυθμούς ζωής και την έλλειψη προσωπικού χρόνου. Επίσης, η εξέλιξη της τεχνολογίας δεν βοηθάει. Παλιότερα πιστεύαμε πως π.χ., τα κινητά τηλέφωνα θα ήταν το λάβαρο της ελευθερίας μας – δεν ήταν ανάγκη πια να μένουμε κολλημένοι στο γραφείο για να εργαστούμε, να δεχθούμε ή να κάνουμε ένα επείγον τηλεφώνημα, μπορούσαμε να μεταφέρουμε το γραφείο στο σπίτι.

Στην πράξη, συνέβη το αντίθετο. Τα κινητά, τα λάπτοπ, τα e-mail accounts, τα SMS, τα MSN έγιναν όλα τους σύμβολα επέκτασης της εργάσιμης ημέρας, οι βαριές ηλεκτρονικές αλυσίδες που μας δένουν με το σύμπαν. Σημαίνουν πως είσαι παντού και πάντα διαθέσιμος – μπορεί να μιλάς με ένα συνεργάτη σου στο Τόκιο την ώρα που τρως ή να απαντάς σε πελάτες στο BlackBerry όσο περιμένεις το παιδί σου να πλύνει τα δόντια του και να πέσει για ύπνο.

Το 24ωρο, η μέρα και η νύχτα, η δουλειά και η σχόλη, ο χρόνος ύπνου, ξεκούρασης, αναψυχής, ο ερωτικός χρόνος κατακερματίζονται, μπλέκονται, ανατρέπονται, καταργούνται. Αποτέλεσμα; Αισθανόμαστε διαρκώς απασχολημένοι, πιεσμένοι, βιαστικοί. Και κάτι ακόμα: H έννοια της «αποδοτικότητας», του χρήσιμου χρόνου, διατρέχει όλο το 24ωρό μας, αλλοιώνοντας ακόμα κι αυτό που θα έπρεπε να είναι απλή αναψυχή: Τρέχουμε ακούγοντας μουσική, μαγειρεύουμε και μιλάμε στο τηλέφωνο, κάνουμε γυμναστική χαζεύοντας την τηλεόραση. Θέλουμε δεν θέλουμε, «καιγόμαστε».

Μήπως ξεχάσαμε τα αυτονόητα;

Το πόσο σοβαρό μπορεί να είναι αυτό φάνηκε πρόσφατα: Το κύμα αυτοκτονιών ή αποπειρών αυτοκτονιών που «βούλιαξε» τη France Telecom ανάγκασε τον υπουργό Εργασίας της Γαλλίας Xavier Darcos να συστήσει επειγόντως στις μεγάλες εταιρείες, που απασχολούν περισσότερους από 1.000 υπαλλήλους, να συζητήσουν με τα συνδικάτα για να βρουν τρόπους μείωσης του εργασιακού στρες. Στη Βρετανία, επίσης, το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Κλινικής Αριστείας ανακοίνωσε πρόσφατα πως τα προβλήματα ψυχικής υγείας λόγω πιέσεων στην εργασία κοστίζουν στη βρετανική οικονομία περισσότερα από 24 δισεκατομμύρια λίρες το χρόνο – συμπεριλαμβανομένων των 14 εκατομμυρίων ημερών εργασίας που χάνονται.

Σύμβουλοι, ειδικοί και μάνατζερ καλούνται παντού να υλοποιήσουν «σχέδια υγείας», να «διαγνώσουν» έγκαιρα τα προειδοποιητικά σημάδια της «ανάφλεξης», να εκπαιδεύσουν εταιρείες, διευθυντές και προσωπικό πώς να συνεργάζονται ομαλά σε πιεστικές συνθήκες ανταγωνισμού και ύφεσης.

Με τη σειρά τους, ψυχολόγοι και business coaches έρχονται να μας θυμίσουν τα αυτονόητα: Πως, π.χ., ο καθένας από μας είναι αφεντικό του χρόνου του. Πως πρέπει να περιορίζουμε ό,τι είναι ή μπορεί να γίνει εστία άγχους στο χώρο της δουλειάς μας. Πως είναι σημαντικό να λέμε «όχι», να φροντίζουμε τις ανάγκες μας, να γελάμε, να βλέπουμε φίλους, να ξεκουραζόμαστε, να γυμναζόμαστε, να επανεκτιμάμε τα σχέδια και τις προσδοκίες μας, να ανοίγουμε τους δρόμους της ευτυχίας μας. Στη δουλειά, στην αγάπη και στην καθημερινή αγάπη για τη δουλειά.

της Κάλλιας Καστάνη από το περιοδικό που εκδίδει η MIG