Η κριτική που ασκούμε είναι δίκοπο μαχαίρι

Για να κατηγορήσουμε, να παρατηρήσουμε, να αξιολογήσουμε, να συγκρίνουμε ή να απορρίψουμε, κάνουμε κριτική στους άλλους κυρίως, ενίοτε και στον εαυτό μας, και μάλιστα πολύ αυστηρή. Την πρώτη μας κριτική διάθεση την εκφράζουμε κιόλας από τα γεννοφάσκια μας, όταν γυρνάμε με αποστροφή το κεφάλι στο κουτάλι με το φαγητό που δεν μας αρέσει, στο πρόσωπο που μας χαμογελά αλλά δεν είναι γνώριμο. Και συνεχίζουμε διά βίου, εκδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό το σύστημα αξιών που διαμορφώνουμε. Η κριτική είναι πάντα μια πράξη σύγκρισης με κάτι που ασπαζόμαστε ως σωστό, καλό, δίκαιο, ωραίο. Quentin-Tarantino

«Εμείς» vs «οι άλλοι»

Η βάση κάθε κριτικής είναι μια αξιο­λόγηση και ένας διαχωρισμός: Αυτό μου αρέσει, εκείνο δεν μου αρέσει, αυτό το βρίσκω καλό, εκείνο όχι, εδώ κάνω σαφές σε εμένα και στους άλλους ότι διαχωρίζω τη θέση μου. Αξιολογώντας και κρίνοντας, αναγνωρίζουμε ποιοι είμαστε και ποιοι είναι οι άλλοι, σε τι μοιάζουμε και σε τι διαφέρουμε. Πρόκειται για μια πράξη κοινωνική, αναγκαία και φυσική, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαμε να τοποθετηθούμε στον κόσμο. Αν τα ζώα έχουν ανάγκη από το ένστικτό τους για να διακρίνουν τους κινδύνους, αλλά και τις ωφέλιμες γι’ αυτά καταστάσεις, οι άνθρωποι χρειάζονται επιπλέον ένα (κοινωνικό) σύστημα αξιολόγησης βάσει του οποίου να προσανατολίζονται στις σχέσεις τους.

Από την κριτική στη δαιμονοποίηση

Έως εδώ καλά. Όμως η κριτική που ασκούμε στους άλλους, τις περισσότερες ίσως φορές δεν δηλώνει απλώς μια θέση, μια αντίθεση ή μια άποψη. Σπάνια αρκούμαστε στο να εκφράσουμε μόνο αν κάτι μας αρέσει ή όχι, αν συμφωνούμε ή όχι και γιατί. Για την ακρίβεια, τις περισσότερες φορές αυτό ακριβώς είναι που δεν κάνουμε. Αντίθετα, σαν καλοί χριστιανοί που είμαστε, δαιμονοποιούμε και καταδικάζουμε. Βασισμένοι σε μια λογική μαύρου-άσπρου, παίρνουμε ως δεδομένο ότι βρισκόμαστε στην «καλή και σωστή» πλευρά και αυτό το οποίο κριτικάρουμε, στην απέναντι, την «κακή και λανθασμένη». Αυτό, μάλιστα, το κάνουμε συνήθως χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε.

Πόλωση και θυμός

Για παράδειγμα, η μητέρα μιας 25χρονης δεν καταλαβαίνει γιατί η κόρη της οργίζεται με την κριτική που κάνει στις παρέες της: «Εγώ απλώς εκφράζω τη γνώμη μου, απαγορεύεται δηλαδή; Αφού ο τρόπος που ντύνονται δεν μου αρέσει, είναι γελοίος, και αν πεις για τη μουσική που ακούν; Καμία μελωδία, κακόηχη, μουσική της πεντάρας. Άποψή μου είναι και τη λέω, καλό τους κάνει να ακούνε και μιαν άλλη γνώμη μπας και καταλάβουν!». Φυσικά, η κόρη της γίνεται έξαλλη. Γιατί, βέβαια, η μητέρα της δεν δηλώνει απλώς ότι κάτι δεν της αρέσει, αλλά, θεωρώντας τα δικά της αισθητικά κριτήρια τα μόνα σωστά, απορρίπτει με άκαμπτο και απόλυτο τρόπο την αισθητική της κόρης της και των φίλων της. Μια τέτοια κριτική, όταν μάλιστα προέρχεται από τους γονείς, πληγώνει, προσβάλλει, προκαλεί θυμό και -το κυριότερο- δεν αφήνει καμία πόρτα ανοιχτή για προσέγγιση και ανταλλαγή απόψεων. Δημιουργεί πόλωση.

Η ανατομία ενός… εμφυλίου

Η κριτική συχνά δεν απέχει πολύ από την προσβολή και την απόρριψη. Ακόμη πιο δύσκολα είναι τα πράγματα όταν κριτικάρουμε προσωπικά χαρακτηριστικά, συναισθήματα και ιδιαιτερότητες του άλλου. Κάτι που, δυστυχώς, συνηθίζεται στις πιο κοντινές και σημαντικές μας σχέσεις. Διαπιστώνουμε στον άνθρωπο που βρίσκεται απέναντί μας πράγματα που μας προκαλούν σύγχυση, ντροπή, δυσφορία, είτε γιατί διαφέρουν πολύ από εμάς είτε γιατί, χωρίς να το συνειδητο­ποιούμε, μας θυμίζουν πολύ κάτι από εμάς και θέλουμε να αμυνθούμε. Και η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση!

Λουίζα Βογιατζή