Ο νεοπλατωνιστής Πλωτίνος (204 – 270 μ. X.)

plotinos Ο φιλόσοφος Πλωτίνος αποτελεί τον κυριότερο εκπρόσωπο του νεοπλατωνισμού. Γεννήθηκε  στην Αίγυπτο και πέρασε τα νεανικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια. Σε ηλικία 28 ετών ξεκίνησε να ασχολείται με τη φιλοσοφία, κοντά στους Αλεξανδρινούς δασκάλους, ωστόσο ο μόνος που τον ενέπνευσε ήταν ο πλατωνικός φιλόσοφος Αμμώνιος Σακκάς. Κατά την παρακολούθηση μιας ομιλίας του Αμμώνιου, ο Πλωτίνος φέρεται να δήλωσε "αυτός είναι ο άνθρωπος που αναζητούσα". Στο τέλος των σπουδών του ορκίστηκε να διατηρήσει κρυφά όσα διδάχτηκε κοντά στον Αμμώνιο.

Περίπου σε ηλικία 38 ετών, ο Πλωτίνος αποφάσισε να αφοσιωθεί στις ανατολικές φιλοσοφίες. Μετά από μια αποτυχημένη εκστρατεία των Ρωμαίων στην Περσία, ο Πλωτίνος κατάφερε να σωθεί και έφθασε τελικά στη Ρώμη όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Στη Ρώμη αποφάσισε επίσης να διδάξει φιλοσοφία. Σύντομα απέκτησε φήμη και έναν ευρύ κύκλο μαθητών, μεταξύ των οποίων ο Πορφύριος αλλά και σημαντικά πρόσωπα της ρωμαϊκής κοινωνίας, όπως ο αυτοκράτορας Γαλλιηνός. Τα μαθήματα του ήταν πολύ ζωντανά και οι συζητήσεις διεξάγονταν κυρίως μέσω ερωταποκρίσεων. Η γνωριμία του με τον αυτοκράτορα Γαλλιηνό και ο σεβασμός του τελευταίου προς το πρόσωπο του φιλοσόφου, ώθησε τον Πλωτίνο να προτείνει στον αυτοκράτορα την δημιουργία μίας πόλης στην περιοχή της Καμπανίας, η διοίκηση της οποίας θα ακολουθούσε τα πλατωνικά ιδεώδη. Ωστόσο, το φιλόδοξο αυτό σχέδιο του Πλωτίνου τελικά δεν ολοκληρώθηκε με επιτυχία.

Η διδασκαλία του

Ο Πλωτίνος καταγράφεται ως προσωπικότητα υψηλού ηθικού αναστήματος στην προσωπική και κοινωνική ζωή. Ο ίδιος δεν έδινε τόσο σημασία στη σωματική υπόσταση του ανθρώπου όσο στη δύναμη της ψυχής.  Ο μαθητής του ο Πορφύριος εστιάζει στην ικανότητα του Πλωτίνου να αντιλαμβάνεται την ψυχολογική κατάσταση του συνομιλητή του, ενώ αναφέρει χαρακτηριστικά πως τον έσωσε από την αυτοκτονία όταν έχοντας διαγνώσει πως πάσχει από μελαγχολία του πρότεινε να ταξιδέψει.

Ο Πλωτίνος παρερμήνευσε τον Πλάτωνα και του έδωσε μια μυστικιστική διάθεση. Γι’ αυτό, μολονότι δεν ήταν χριστιανός και ποτέ στα κείμενα του δεν μνημόνευσε το χριστιανισμό, εντούτοις άσκησε μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη της χριστιανικής σκέψης και η φιλοσοφία του είναι παραπλήσια με αυτή των χριστιανικών φιλοσόφων, που εμφανίστηκαν πολύ αργότερα, όπως του Αυγουστίνου, του Θωμά Ακινάτη και άλλων.

Ζούσε βίο ασκητικό ενώ έμεινε άγαμος, περιόριζε τον ύπνο και το φαγητό του στο απαραίτητο, όπως και δεν έτρωγε κρέας. Στην πραγματικότητα ο Πλωτίνος είναι ένας φιλόσοφος – καλόγερος, αφού υποστηρίζει τη «λύτρωση της ψυχής» με πρακτικές πράξεις κάθαρσης, όπως αποχή από τη σαρκική τροφή, αγαμία, αποφυγή από το θέατρο και παρόμοιες διασκεδάσεις. Υποστηρίζει ότι η ευσέβεια και οι άγιες σκέψεις είναι η καλύτερη, η μόνη άξια λατρεία για τους αόρατους θεούς.

Εξάλλου, περίεργες είναι οι αντιλήψεις του για τη μαντεία, τις θυσίες, τη θεουργία και προπάντων τη δαιμονολογία του, που είναι γεμάτη από όλες τις δεισιδαιμονίες της εποχής του και της Σχολής του.

Η ψυχή, κατά τη βασική θεωρία του των «τριών υποστάσεων», έχει θεϊκή προέλευση και θεϊκή υπόσταση. Η ψυχή δίνει πνοή στην αδιαμόρφωτη ύλη του κόσμου στην οποία συγκαταλέγονται και τα σώματα των ανθρώπων. Ο άνθρωπος λοιπόν για να εξασφαλίσει την αιωνιότητα της ψυχής του θα πρέπει να την αφιερώσει στον υπέρτατο σκοπό της ένωσης με το Θείο. Αν όμως λησμονήσει τη φύση της ψυχής του και αυτή αφιερωθεί εξολοκλήρου στην εξυπηρέτηση των υλικών αναγκών και «δεθεί» με την υποδεέστερη αξιολογικά εγκόσμια ύλη, η φυσική τιμωρία της θα είναι ο θάνατος μαζί με το σώμα. Έτσι λοιπόν η ψυχή όχι μόνο δεν ανταμείβεται -για το ότι θυσίασε την αρχική της επουράνια θέση για να ζωογονήσει την κοσμική ύλη- αλλά τιμωρείται εξαιτίας της αλαζονικής στάσης που κράτησε αφού την γοήτευσε η επιφανειακή χάρη της υλικής διάστασης.

O Πλωτίνος διέκρινε τρία επίπεδα του όντος: α) To κατώτερο που είναι η ψυχή, στο οποίο βρίσκεται ο άνθρωπος, β) To αμέσως ανώτερο, στο οποίο προσλαμβάνονται οι ιδέες και είναι ο νους και γ) To ανώτατο επίπεδο που είναι το αγαθό, ο θεός. Οι χριστιανικοί φιλόσοφοι μετέφεραν αυτή τη σκέψη στα δόγματα τους ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε στο νου του θεού και οι άνθρωποι αποβλέπουν στην ένωση με το θεό, που είναι η τέλεια καλοσύνη.

To σύστημα του Πλωτίνου ξεκινάει από την έννοια του θεού και καταλήγει στην απαίτηση της ένωσης με τη θεότητα. «Στεκόμαστε απέναντι στο υπέρτατο όν μόνο όταν έχουμε καθαρό Νού». Για αυτόν η θεότητα είναι το απόλυτο Ένα, η αρχική δύναμη που παράγει τα πάντα.

Ο Πλωτίνος εκτός των άλλων δεν απέφυγε να υιοθετήσει και την πλατωνική θεώρηση για την ιδανική πολιτεία. Μια πολιτεία χωρισμένη σε τρεις τάξεις (λαός, φύλακες, άρχοντες, – το ρόλο των τελευταίων θα έπαιζαν οπωσδήποτε και αποκλειστικά οι φιλόσοφοι), στα πλαίσια της οποίας το καθένα άτομο θα είχε προκαθορισμένη θέση στην κοινωνία και ελάχιστες δυνατότητες ανέλιξης. Η θεώρηση αυτή, όσο και αν φαίνεται στον σύγχρονο προοδευτικό κοινό νου απαράδεκτη και ένα σοβαρό πλήγμα στις διαχρονικές δημοκρατικές αντιλήψεις, δε θα πρέπει να κριθεί ανεξάρτητα από το κλίμα και τα «πιστεύω» της τότε εποχής.

Ο Πλωτίνος έδωσε μια άλλη διάσταση στη φιλοσοφική σκέψη. Καθόρισε το σκοπό της φιλοσοφίας όχι μόνο σε επίπεδο άσκησης του ανθρωπίνου πνεύματος και της ανθρώπινης λογικής ικανότητας, καθώς τον είχαν καθορίσει προγενέστεροι φιλόσοφοι, αλλά σε παράγοντα που θα οδηγήσει τον άνθρωπο στη σωτηρία της αιωνιότητας.

Μαθητές του Πλωτίνου ήταν ο Πορφύριος (233- 203 μ. X), O Κάσσιος Λογγίνος (220 – 273 μ. X ), ο Ιάμβλιχος ( πέθανε στα 330 μ. X) και ο Πρόκλος (410 – 485 μ. X), ο οποίος δίδαξε στην Αθήνα.