Σίγουρα κάποια στιγμή στη ζωή μας έχουμε δει κάποιες ετερόκλητες σχέσεις και πιθανόν να έχουμε αναρωτηθεί τι βρίσκει κάποιος στο σύντροφο του, ο οποίος, κατά τα δικά μας κριτήρια, του πέφτει «λίγος». Αυτό μπορεί να μεταφραστεί με διάφορους τρόπους: όχι αρκετά έξυπνος/ όμορφος/ κοινωνικός/ γοητευτικός/ μορφωμένος/ καλλιεργημένος/ ευκατάστατος/ πνευματώδης/ νέος/ ώριμος.
Οι άνθρωποι δημιουργούν σχέσεις για λόγους που δεν μας είναι πάντα σαφείς ή ξεκάθαροι. Ο Μποττόν στο μυθιστόρημά του «Μικρή Φιλοσοφία του Έρωτα» επισημαίνει, «Ελκυστικότεροι δεν είναι εκείνοι που μας επιτρέπουν να τους φιλήσουμε αμέσως [σύντομα νιώθουμε αγνώμονες] ή όσοι δε μας επιτρέπουν ποτέ να τους φιλήσουμε [σύντομα τους ξεχνάμε], αλλά αυτοί που μας οδηγούν συνεσταλμένα ανάμεσα στα δύο άκρα».
Πολλές φορές, λοιπόν, στη ανάγκη μας να κατανοήσουμε τι συμβαίνει, καταφεύγουμε σε λογικοφανείς εξηγήσεις. Μία από αυτές είναι ότι «τα αντίθετα έλκονται». Βλέπουμε φαινομενικά αταίριαστα ζευγάρια και υποθέτουμε ότι αυτό που τους ενώνει είναι η ίδια τους η ανομοιογένεια. Άλλες φορές πάλι, όταν βλέπουμε «ταιριαστά» ζευγάρια βασιζόμαστε στην ομοιογένειά τους για να δικαιολογήσουμε την κοινή τους πορεία, κατά το «αν δεν ταιριάζαμε, δεν θα συμπεθεριάζαμε».
Επιπλέον, οι αντιλήψεις μας για τις διαπροσωπικές σχέσεις επηρεάζονται από τα στερεότυπα και τις πρώτες εντυπώσεις. Τα στερεότυπα είναι προκατειλημμένες, υπεραπλουστευμένες και άκαμπτες αντιλήψεις που έχουμε γύρω από κάποιον ή κάτι .
Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι έχουμε την πεποίθηση ότι όλοι οι Μουσουλμάνοι αντιμετωπίζουν τις γυναίκες ως υποδεέστερα όντα και ότι αυτό είναι κάτι που μας απωθεί. Αν τώρα μάθουμε ότι η φίλη μας έκανε σχέση με ένα Μουσουλμάνο, η πρώτη μας αντίδραση θα είναι να ξαφνιαστούμε μάλλον δυσάρεστα και η πρώτη μας συνάντηση μαζί του δε θα είναι σε κλίμα αποδοχής. Από κει και πέρα, η γνωριμία μας με αυτόν τον άνθρωπο μπορεί να ενισχύσει ή να αποδυναμώσει αυτά τα στερεότυπα.
Επίσης, οι πρώτες εντυπώσεις που σχηματίζουμε για κάποιον είναι ενδεικτικές για το πόσο χώρο του/της αφήνουμε για να μας πλησιάσει. Αν, για παράδειγμα, γνωρίσουμε κάποιον στο χώρο της δουλειάς του μπορεί να μας φανεί «πολύ σοβαρός» ή «άκαμπτος» και παρόλο που μπορεί να μας δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία να τον συναντήσουμε εκτός δουλειάς, εμείς να την απορρίψουμε καθώς εμμένουμε στην πρώτη μας εντύπωση. Είναι καλό να έχουμε στο μυαλό μας, όμως, ότι όλοι παίζουμε κάποιους ρόλους στην καθημερινή μας ζωή και ότι αυτοί οι ρόλοι εναλλάσσονται ανάλογα με τα πλαίσια μέσα στα οποία κινούμαστε.
Παρόλο που αποτελεί μυστήριο ποιοι είναι οι μηχανισμοί της έλξης, οι έρευνες των τελευταίων ετών έχουν δείξει ότι υπάρχουν κάποιοι βασικοί παράγοντες που είναι σημαντικοί για να δούμε ποια άτομα είναι πιθανό να μας ελκύουν. Οι παράγοντες αυτοί είναι πέντε και αφορούν στη σωματική έλξη, την κοντινή απόσταση, τη διαθεσιμότητα, την ομοιότητα και συμπληρωματικότητα των ενδιαφερόντων και πεποιθήσεων, και τέλος την ικανότητα.
ι. Σωματική Έλξη: είναι αναμφισβήτητα ο πιο σημαντικός παράγοντας στα πρώτα στάδια των διαπροσωπικών σχέσεων, παρόλο που υπάρχει η γενική τάση να αποποιούμαστε ότι συμβαίνει αυτό γιατί νιώθουμε "ρηχοί" κατ’ επέκταση. Οι άνθρωποι προτιμούν να αλληλεπιδρούν με άτομα τα οποία βρίσκουν ελκυστικά. Αυτό δε σημαίνει ότι έχουν πρόσωπα ή αναλογίες μοντέλων, αλλά ότι υπάρχει κάτι πάνω τους που εν δυνάμει μπορεί να γοητεύσει τον περίγυρο τους. Πολλές φορές, ένα απλό χαρακτηριστικό μπορεί από μόνο του να είναι αρκετό: εκφραστικά μάτια, όμορφο χαμόγελο, χαριτωμένα λακκάκια, κ.ο.κ. Όπως και να έχει, παρόλο που αυτός ο παράγοντας είναι πολύ σημαντικός στην επίδραση της αρχικής έλξης, η σημαντικότητά του τείνει να μειώνεται με την πάροδο του χρόνου και να αντικαθίσταται από άλλα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας καθώς ωριμάζει η σχέση.
2. Κοντινή Απόσταση: άλλος ένας σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει την επιλογή μας είναι η απόσταση. Η αρχική έλξη είναι πιο πιθανό να αναπτυχθεί ανάμεσα σε άτομα που έχουν συχνές επαφές μεταξύ τους. Αυτό δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι πρέπει να περιοριστούμε στους γείτονές μας, αλλά σίγουρα ανοίγει πόρτες στον εργασιακό χώρο, στο γυμναστήριο της γειτονιάς, στο σούπερ μάρκετ, ή ακόμη και στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Παρόλο που εμείς μπορεί να πιστεύουμε ότι βρήκαμε τον άνθρωπο της ζωής μας -το άλλο μας μισό από όλο το σύμπαν- στην πραγματικότητα το έχουμε βρει μέσα από τους χώρους που κινούμαστε. Ο βασικός λόγος είναι ότι η κοντινή απόσταση αυξάνει τη συχνότητα επαφής ανάμεσα στους ανθρώπους.
3. Διαθεσιμότητα: ο τρίτος παράγοντας στην αρχική έλξη έχει να κάνει με το πόσο διαθέσιμος και προσιτός είναι ο πιθανός μας σύντροφος. Μπορεί να φαντασιωνόμαστε σχέσεις πάθους με τηλεοπτικούς/ κινηματογραφικούς αστέρες, αλλά αν απέχουμε πολύ από αυτόν το χώρο, οι σχέσεις αυτές θα παραμείνουν στη φαντασία μας. Καλό θα είναι να στρέφουμε την προσοχή μας σε κάποιο άτομο πιο προσιτό και διαθέσιμο ώστε η πιθανότητα επαφής μαζί του να είναι πιο ρεαλιστική και εφικτή. Εδώ, όμως, κρύβεται μία παγίδα: η υπερβολική διαθεσιμότητα μπορεί να γίνει μπούμερανγκ, γιατί μπορεί να θεωρήσουμε τον άλλον δεδομένο και να μη μας διεγείρει το ενδιαφέρον. Και εμείς από την πλευρά μας χρειάζεται να είμαστε διαθέσιμοι ως ένα βαθμό, αλλά να μην παραχωρούμε ολοκληρωτικά την αποκλειστικότητα στους άλλους.
4. Ομοιότητα & Συμπληρωματικότητα: η ομοιότητα είναι σημαντικό συστατικό της έλξης. Συνήθως μας ελκύουν τα άτομα με τα οποία μοιραζόμαστε παρόμοιο υπόβαθρο, μορφωτικό επίπεδο, πεποιθήσεις, αξίες και στόχους. Για παράδειγμα, κάποιος με διδακτορικές σπουδές θα δυσκολευτεί να κάνει σχέση με κάποιον που δεν έχει τελειώσει το Δημοτικό χωρίς αυτό, βέβαια, να είναι απόλυτο. Μπορεί η σεξουαλική έλξη να ενώσει αρχικά αυτούς τους ανθρώπους, αλλά με την πάροδο του χρόνου αυτό από μόνο του δεν θα είναι αρκετό. Από την άλλη, όμως, έχουμε δει ζευγάρια που διαφέρουν εντελώς μεταξύ τους (για παράδειγμα, ο ένας σύντροφος είναι συνεσταλμένος και εσωστρεφής, ενώ ο άλλος είναι πιο κοινωνικός και εξωστρεφής). Εδώ υπεισέρχεται το στοιχείο της συμπληρωματικότητας, όπου ο ένας σύντροφος συμπληρώνει τον άλλον. Αυτό είναι πιο έντονο στα πρώτα στάδια της σχέσης. Όσο προχωράει η σχέση, οι άνθρωποι συνήθως προτιμούν να συναναστρέφονται με άτομα παρόμοια με αυτούς.
5· Ικανότητα: έχουμε την τάση να μας ελκύουν τα άτομα που είναι ικανά ή ταλαντούχα. Αυτό εν μέρει οφείλεται στο ότι είναι αντανάκλαση του εαυτού μας: αν ο σύντροφος μας είναι έξυπνος/ ταλαντούχος/ ευγενικός/ όμορφος, τότε εξ’ αντανακλάσεως είμαστε κι εμείς πολύ ικανοί που καταφέραμε να τραβήξουμε κοντά μας ένα τόσο χαρισματικό άνθρωπο. Είναι σημαντικό να θαυμάζουμε το έτερον μας ήμισυ. Αυτό διατηρεί τη φλόγα ζωντανή. Από την άλλη, πρέπει να λάβουμε υπόψη και τις διαφορές των φύλων: αν δύο άνθρωποι που έχουν σχέση κινούνται π.χ., στον ίδιο εργασιακό χώρο και η γυναίκα κατέχει μεγαλύτερη θέση (σημάδι της «ικανότητάς» της), μπορεί να υπάρξουν αισθήματα ανταγωνιστικότητας από την πλευρά του άντρα. Αν, όμως, ο άντρας κατέχει μεγαλύτερη θέση από τη γυναίκα, το πιθανότερο είναι να μην υπάρξει τέτοιο πρόβλημα. Αυτά είναι κατάλοιπα της κοινωνικοποίησης αντρών- γυναικών, όπου ο άντρας παίρνει ταυτότητα κυρίως μέσα από τη δουλειά του ενώ η γυναίκα έχει πάρα πολλούς ρόλους μέσα από τους οποίους μπορεί να ταυτιστεί (μαμά, σύζυγος, ερωμένη, εργαζόμενη, φίλη, κλπ) «επιλέγοντας» συνήθως αυτόν της μητέρας.
Υπάρχουν όμως και άλλοι παράγοντες που αλληλεπιδρούν, οι οποίοι συντελούν στη δημιουργία ή και στην εξέλιξη μιας διαπροσωπικής σχέσης.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Αντιγόνης Κεμερλίογλου “Η Ψυχολογία της ερωτικής σχέσης” εκδ.ΠΟΡΦΥΡΑ