Χέγκελ και Μαρξ
Με τον Χέγκελ τελείωσε η εποχή των μεγάλων φιλοσοφικών συστημάτων γιατί μετά απ’ αυτόν, η φιλοσοφία τράβηξε διαφορετικό δρόμο. Στη θέση των μεγάλων φιλοσοφικών θεωριών έχουμε, από εδώ και πέρα, "υπαρξιακές" ή "πρακτικές φιλοσοφίες". Αυτό ακριβώς εννοούσε ο Μαρξ, όταν έλεγε ότι ως τότε οι φιλόσοφοι προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τον κόσμο αντί να προσπαθήσουν να τον αλλάξουν. Αυτά ακριβώς τα λόγια αποτελούν ένα ορόσημο στην ιστορία της φιλοσοφίας.
Η σκέψη του Μαρξ είχε ένα πρακτικό – και πολιτικό -στόχο. Ας σημειώσουμε εδώ πως δεν ήταν μόνο φιλόσοφος. Ήταν, επίσης, ιστορικός, κοινωνιολόγος και οικονομολόγος. Και θεωρείται ότι ήταν αυτός που επηρέασε περισσότερο απ’ όλους την πρακτική πολιτική.
Στη διαμόρφωση αυτού που αργότερα ονομάστηκε μαρξισμός, συνέβαλε από την αρχή σημαντικά ο προσωπικός του φίλος, Φρίντριχ Ένγκελς.
Δεν ήταν φιλοσοφικός υλιστής, όπως οι ατομιστές της αρχαιότητας και οι μηχανιστικοί υλιστές του 17ου και του 18ου αιώνα. Είχε, όμως, την άποψη ότι προπάντων οι υλικές συνθήκες διαβίωσης μιας κοινωνίας είναι εκείνες που διαμορφώνουν τη σκέψη μας και τη συνείδηση μας. Οι υλικές αυτές συνθήκες είναι, κατά τη γνώμη του, αποφασιστικές και για την περαιτέρω ιστορική εξέλιξη.
Οι ιδέες του διαφέρουν από εκείνες του Χέγκελ με το Παγκόσμιο Πνεύμα του. Ο Χέγκελ είχε πει ότι η ιστορική εξέλιξη προκύπτει από την ένταση μεταξύ δύο αντιθέτων, που χάρη σε μια ξαφνική μεταβολή εξαφανίζονται, δίνοντας τη θέση τους σε μια τρίτη μέση κατάσταση. Αυτή τη σκέψη, ο Μαρξ τη θεώρησε σωστή. Μόνο που, κατά τη γνώμη του, ο Χέγκελ είχε αναποδογυρίσει την αλήθεια, τα πάνω-κάτω.
Ο Χέγκελ ονόμαζε τη δύναμη που ωθεί την ιστορία προς τα εμπρός "Παγκόσμιο Πνεύμα" ή "Παγκόσμιο Λόγο". O Μαρξ, λοιπόν, θεώρησε ότι στο σημείο αυτό ο Χέγκελ είχε λάθος και προσπάθησε – ν’ αποδείξει ότι οι μεταβολές των υλικών συνθηκών διαβίωσης είναι καθοριστικές για την ιστορική εξέλιξη. Δεν είναι η πνευματική πρόοδος προϋπόθεση για την εξέλιξη των υλικών συνθηκών διαβίωσης* αυτό που συμβαίνει είναι ακριβώς το ανάποδο: σε τελική ανάλυση, οι υλικές συνθήκες διαβίωσης καθορίζουν την πνευματική κατάσταση μιας κοινωνίας. Οι οικονομικές δυνάμεις μέσα σε μια κοινωνία προκαλούν αλλαγές σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και σπρώχνουν προς τα εμπρός τον τροχό της ιστορίας.
Στην αρχαιότητα
Η φιλοσοφία και η επιστήμη της αρχαιότητας καλλιεργήθηκαν αποκλειστικά σχεδόν για χάρη της ίδιας της φιλοσοφίας και της ίδιας της επιστήμης. Γι αυτό και οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι δεν έδιναν δεκάρα για την πρακτική εφαρμογή της θεωρητικής τους γνώσης, ή για τη βελτίωση των συνθηκών της καθημερινής ζωής. \
Αυτό συνδέεται άμεσα με τον τρόπο που ήταν οργανωμένες οι κοινωνίες στις οποίες ζούσαν. H ζωή και η παραγωγή των αναγκαίων στις αρχαίες κοινωνίες στηρίζονταν προπάντων στην εργασία των σκλάβων. Γι’ αυτό και οι ελεύθεροι πολίτες δεν είχαν καμία ανάγκη να διευκολύνουν την παραγωγή μ£ πρακτικές εφευρέσεις. Αυτό είναι ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι οικονομικές συνθήκες μπορούν να επηρεάσουν τη σκέψη και τη διανόηση σε μια κοινωνία.
Βάση και εποικοδόμημα
Τις υλικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες σε μια κοινωνία, ο Μαρξ τις ονόμαζε βάση αυτής της κοινωνίας. Τις αντιλήψεις, τον τρόπο της σκέψης της, το πολιτικό της σύστημα, τους νόμους της και, τέλος, τη θρησκεία, την ηθική, την τέχνη, τη φιλοσοφία και την επιστήμη της, ο Μαρξ τα ονόμαζε εποικοδόμημα.
Συμφωνά με τον Μαρξ, οι υλικές συνθήκες "στηρίζουν" όλες τις σκέψεις κι όλες τις ιδέες που παρουσιάζονται σε μια κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι το εποικοδόμημα μιας κοινωνίας είναι, στην πραγματικότητα, παράγωγο της υλικής βάσης της.
H βάση και το εποικοδόμημα μιας κοινωνίας αλληλοεπηρεάζονται. Αν ο Μαρξ δεν το δεχόταν αυτό, θα ήταν ένας "μηχανιστικός υλιστής". Επειδή, όμως, διέκρινε πως μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος υπήρχε μια αλληλεπίδραση, μια σχέση αντίθεσης και αμοιβαίας επιρροής, τον χαρακτηρίζουμε διαλεκτικό υλιστή.
Όπως οι κολόνες ενός αρχαίου ναού στηρίζονται πάνω σε μια βάση από τρία επίπεδα ή σκαλοπάτια, έτσι και η κοινωνία: η βάση της χωρίζεται σε τρία επίπεδα. Κάτω κάτω, είναι αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί φυσικές προϋποθέσεις παραγωγής. Και εννοεί τις συνθήκες τις καθορισμένες από τη φύση, που η κοινωνία βρίσκει δεδομένες· τη βλάστηση, τις πρώτες ύλες, τον πλούτο του υπεδάφους και λοιπά. Αυτά τα δεδομένα αποτελούν τα θεμέλια μιας κοινωνίας* και τα θεμέλια θέτουν ξεκάθαρα και σαφή όρια ως προς την παραγωγή της κοινωνίας, άρα και ως προς τη μορφή της και τον πολιτισμό που αυτή η κοινωνία θα αναπτύξει.
Στη Σαχάρα, για παράδειγμα, δεν μπορεί κανείς ν’ ασχοληθεί με το ψάρεμα της ρέγκας. Ούτε είναι δυνατό στη Λαπωνία να ευδοκιμήσουν οι χουρμαδιές. Οι άνθρωποι, όμως, που ζουν νομαδική ζωή σκέφτονται εντελώς διαφορετικά από τους ψαράδες ενός μικρού χωριού στη Βόρεια Νορβηγία.
Οι παραγωγικές δυνάμεις
Το επόμενο επίπεδο είναι, σύμφωνα με τον Μαρξ, οι παραγωγικές δυνάμεις. Εδώ ο Μαρξ κατατάσσει την εργατική δύναμη του ίδιου του ανθρώπου αλλά και των μηχανών και των εργαλείων που αυτός έχει κατασκευάσει* έχουμε, δηλαδή, από τη μια μεριά την εργατική δύναμη του ανθρώπου κι από την άλλη, τα μέσα παραγωγής.
Κι ενώ παλαιότερα, ψάρευαν με καΐκια ή με βάρκες τραβώντας κουπί. Τώρα υπάρχουν τεράστια πλοία, που μοιάζουν σωστά εργοστάσια. Αυτό μας φέρνει στο τρίτο επίπεδο της βάσης μιας κοινωνίας. Εδώ τα πράγματα είναι λίγο πιο πολύπλοκα: το ζήτημα είναι ποιος κατέχει τα μέσα παραγωγής σε μια κοινωνία και πώς είναι οργανωμένη η εργασία* πρόκειται, δηλαδή, για το καθεστώς ιδιοκτησίας και τον καταμερισμό εργασίας. Αυτό είναι το τρίτο επίπεδο, το οποίο ο Μαρξ αποκαλεί συνθήκες παραγωγής.
Λέμε λοιπόν ότι, συμφωνά με τον Μαρξ, το σύστημα παραγωγής μιας κοινωνίας καθορίζει και την πολιτική και την ιδεολογική της εξέλιξη. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σήμερα σκεφτόμαστε με διαφορετικό τρόπο – και έχουμε μια διαφορετική ηθική – από τους ανθρώπους μιας φεουδαρχικής κοινωνίας, για παράδειγμα.
Ο Μαρξ λοιπόν δεν πίστευε ότι υπάρχει φυσικό δίκαιο έγκυρο και ισχύον σε όλες τις εποχές. Θεωρεί ότι το ηθικά σωστό είναι ένα παράγωγο της κοινωνικής βάσης. Σε μια παλιά αγροτική κοινωνία, οι γονείς αποφασίζουν για τους γάμους των παιδιών τους, γιατί έτσι διαλέγουν εκείνοι τους κληρονόμους των κτημάτων τους. Σε μια σύγχρονη μεγαλούπολη, οι κοινωνικές συνθήκες είναι διαφορετικές.
O Μαρξ τονίζει, εξάλλου, ότι είναι η άρχουσα τάξη σε μια κοινωνία που καθορίζει ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος. Και η ιστορία, λέει, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ιστορία των ταξικών αγώνων, της αντιπαράθεσης δηλαδή ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, με έπαθλο τα μέσα παραγωγής.
Αντίθεση αστικής και εργατικής τάξης
Οι ιδέες και οι σκέψεις των ανθρώπων ασφαλώς συμβάλλουν κι αυτές στις μεγάλες αλλαγές της ιστορίας, γι αυτό και ο Μαρξ πίστευε ότι οι μεταβολές στο εποικοδόμημα μιας κοινωνίας επηρεάζουν ασφαλώς τη βάση της. Δεν παραδεχόταν, όμως, ότι το εποικοδόμημα μπορούσε να καθορίσει από μόνο του την πορεία της ιστορίας. Από τη δουλοκτητική κοινωνία της αρχαιότητας ως τη βιομηχανική κοινωνία του αιώνα μας, όλες οι αλλαγές οφείλονται στην κοινωνική βάση, κατά τη γνώμη του.
Σε όλες τις φάσεις της ιστορίας υπήρχε, συμφωνά με τον Μαρξ, μια αντίθεση ανάμεσα στις δυο σημαντικότερες κοινωνικές τάξεις. Στη δουλοκτητική κοινωνία της αρχαιότητας υπήρχε το χάσμα μεταξύ των ελευθέρων πολιτών και των σκλάβων. Στη φεουδαρχική κοινωνία του Μεσαίωνα, υπήρχε η έντονη αντίθεση μεταξύ δουλοπάροικων και φεουδαρχών κι αργότερα μεταξύ αριστοκρατών και αστών. Αλλά την εποχή του ίδιου του Μαρξ, σε μία, όπως ο ίδιος την ονομάζει, αστική ή καπιταλιστική κοινωνία, η αντίθεση εντοπίζεται ιδίως μεταξύ καπιταλιστών και εργατών ή προλετάριων – μεταξύ, δηλαδή, αυτών που κατέχουν τα μέσα παραγωγής κι εκείνων που δεν έχουν τίποτε άλλο παρά μόνο την εργατική τους δύναμη. Κι επειδή η άρχουσα τάξη δεν εγκαταλείπει ποτέ οικειοθελώς την εξουσία, μόνο με την επανάσταση οι εργάτες θα μπορέσουν να επιφέρουν μεταβολές στο κοινωνικό σύστημα.
Το πέρασμα στην κομουνιστική κοινωνία
Τον Μαρξ τον απασχολούσε προπάντων το πέρασμα από την καπιταλιστική στην κομουνιστική κοινωνία. Γι’ αυτό και αναλύει διεξοδικά το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής. Πριν, όμως, δούμε από κοντά αυτό το σύστημα, θα πρέπει να πούμε ακόμα δυο λόγια για τις απόψεις του σχετικά με την εργασία». «Εμπρός, λοιπόν!»
Πριν γίνει κομουνιστής, ο νεαρός Μαρξ είχε ενδιαφερθεί πολύ για τους ανθρώπους και για τη δουλειά τους. Το ίδιο αντικείμενο είχε τραβήξει και την προσοχή του Χέγκελ, που διέκρινε ένα είδος αλληλεπίδρασης, ένα είδος "διαλεκτικής" σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση. Την άποψη του αυτή συμμερίστηκε και ο νεαρός Μαρξ: όταν ο άνθρωπος επεξεργάζεται τη φύση και την αλλάζει με τη δουλειά του, τότε αλλάζει κι αυτός ο ίδιος. Με την εργασία του, διαμορφώνει τη φύση και τον κόσμο γύρω του, αλλά διαμορφώνεται κι αυτός ο ίδιος. Όπως αυτός σφραγίζει τη Φύση, έτσι κι η φύση σφραγίζει τον άνθρωπο και διαμορφώνει τη συνείδηση του.
O Μαρξ έλεγε: η συνείδηση μας διαμορφώνει τη δουλειά μας. Αλλά και η δουλειά μας διαμορφώνει τη συνείδηση μας. Δηλαδή «Πες μου τι δουλειά κάνεις, να σου πω ποιος είσαι».
Είναι ένα είδος αμοιβαίας αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο "χέρι" και στο "κεφάλι". Κατ’ αυτό τον τρόπο, η συνείδηση του ανθρώπου σχετίζεται άμεσα με τη δουλειά του».
Αυτό είναι μάλλον δυσάρεστο για όποιον είναι άνεργος. Ναι, όποιος δεν έχει δουλειά είναι, κατά κάποιο τρόπο, μετέωρος. Αυτό το είχε ήδη τονίσει ο Χέγκελ. Και για τον Χέγκελ και για τον Μαρξ, η δουλειά είναι κάτι θετικό, κάτι που βρίσκεται μέσα στη φύση του ανθρώπου.
Κριτική του καπιταλιστικού συστήματος
Στο καπιταλιστικό σύστημα, ο εργάτης εργάζεται για λογαριασμό άλλου. H δουλειά του, λοιπόν, φεύγει απ’ αυτόν, και το αποτέλεσμα, το προϊόν της, δεν του ανήκει. O εργάτης αποξενώνεται από τη δουλειά του – κι επομένως κι από τον ίδιο του τον εαυτό. Χάνει την αξιοπρέπεια του ως άνθρωπος. O Μαρξ χρησιμοποιεί έναν όρο του Χέγκελ: αλλοτρίωση.
Στην καπιταλιστική κοινωνία, η εργασία είναι οργανωμένη κατά τέτοιο τρόπο που ο εργάτης δουλεύει σαν σκλάβος προς όφελος μιας άλλης εργατικής τάξης. O εργάτης δεν "ξοδεύει" έτσι μόνο τη δουλειά του αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό.
Το 1848, δημοσίευσε, μαζί με το φίλο του Φρίντριχ Ένγκελς, το περίφημο Κομουνιστικό Μανιφέστο. H πρώτη φράση αυτού του Μανιφέστου λέει: "Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη – το φάντασμα του Κομουνισμού!".
Υπεραξία
Όταν ο εργάτης παράγει ένα προϊόν, αυτό το προϊόν έχει μια συγκεκριμένη αξία στην αγορά. Αν, τώρα, αφαιρέσουμε το μισθό του εργάτη και τα άλλα έξοδα παραγωγής από την τιμή του προϊόντος, τότε θα μείνει ένα ποσό υπόλοιπο. Αυτό το ποσό, ο Μαρξ το ονομάζει υπεραξία ή κέρδος. Αυτό σημαίνει ότι ο καπιταλιστής καρπώνεται ένα μέρος της αξίας που παρήγαγε ο εργάτης με τη δουλειά του. Κι αυτό, ο Μαρξ το λέει εκμετάλλευση.
Ο καπιταλιστής, τώρα, μπορεί να επενδύσει ένα μέρος του κέρδους στο κεφάλαιο του – μπορεί, για παράδειγμα, να εκσυγχρονίσει τις εγκαταστάσεις του εργοστασίου του. Αυτό το κάνει ελπίζοντας ότι θα παράγει στη συνέχεια τα προϊόντα με τρόπο ακόμα πιο φτηνό, που θα του αφήνει μεγαλύτερο κέρδος* κι ότι, στον επόμενο γύρο, θα του μείνει στην τσέπη ένα ακόμα μεγαλύτερο ποσό, ως υπεραξία.
Η αυτοκαταστροφή του καπιταλισμού
Αλλά τα πράγματα δε θα ‘ρθουν έτσι όπως τα περιμένει ο καπιταλιστής, ούτε απ’ αυτή ούτε από πολλές άλλες απόψεις. Κι αυτό ακριβώς προέβλεψε ο Μαρξ. Γιατί ο Μαρξ θεωρούσε αντιφατικό το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής, αυτό καθ’ αυτό. O καπιταλισμός είναι, κατά τη γνώμη του, ένα οικονομικό σύστημα που εμπεριέχει τον ίδιο το σπόρο της καταστροφής του* επειδή δεν προχωράει με λογικό τρόπο, δε διαθέτει λογική διακυβέρνηση.
Θεωρούσε όμως τον καπιταλισμό "προοδευτικό" – στραμμένο, δηλαδή, προς το μέλλον -, μόνο και μόνο επειδή τον έβλεπε ως ένα στάδιο αναγκαίο για το πέρασμα στον κομουνισμό.
Ο Μάρξ έλεγε πως το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα θα καταρρεύσει εξαιτίας των ίδιων του των αντιφάσεων. Γιατί ο καπιταλιστής για να πετύχει μεγαλύτερα κέρδη εκσυγχρονίζει το εργοστάσιο του και επομένως δε χρειάζεται πια τόσους πολλούς εργάτες. Αυτό το κάνει για να πουλήσει τα προϊόντα του φτηνότερα, σε τιμές πιο ανταγωνιστικές.
Αλλά δεν είναι, όμως, ένας που σκέφτεται κατ’ αυτό τον τρόπο. Όλα τα εργοστάσια στον ίδιο κλάδο εκσυγχρονίζονται διαρκώς. Τα εργοστάσια γίνονται όλο και πιο αποδοτικά, όλο και πιο μεγάλα, καταλήγοντας σε όλο και λιγότερα χέρια.
Οπότε, τα εργοστάσια αυτά χρειάζονται όλο και λιγότερους εργάτες. Όλο και περισσότεροι εργάτες, λοιπόν, μένουν άνεργοι. Γι’ αυτό και τα κοινωνικά προβλήματα οξύνονται. Παρόμοιες κρίσεις, λέει ο Μαρξ, είναι το σημάδι πως ο καπιταλισμός φτάνει πια στο τέλος του.
Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, ωστόσο, ο καπιταλισμός έχει κι άλλα πολλά αυτοκαταστροφικά χαρακτηριστικά. Όταν στα μέσα παραγωγής επενδύεται ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των κερδών, χωρίς ταυτόχρονα να επιτυγχάνεται και μεγαλύτερη υπεραξία, αφού κι οι τιμές πρέπει να παραμένουν χαμηλές κι ανταγωνιστικές τότε για να εξοικονομήσει χρήματα κατεβάζει τους μισθούς.
Αν, όμως, όλοι οι καπιταλιστές κάνουν το ίδιο τότε οι εργάτες θα εξαθλιωθούν τόσο πολύ, που δε θα μπορούν ν* αγοράσουν τίποτα. Λέμε τότε ότι η αγοραστική δύναμη μιας κοινωνίας έχει πέσει και καταλήγουμε σ’ ένα φαύλο κύκλο. Τότε φτάνει, στ’ αλήθεια, η τελευταία ώρα της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, γράφει ο Μαρξ. Γιατί τότε ξεσπάει η επανάσταση.
Η δικτατορία του προλεταριάτου
Για να μη μακρηγορούμε, ο Μαρξ πίστευε ότι οι προλετάριοι στο τέλος θα ξεσηκωθούν και θα πάρουν στα χέρια τους την εξουσία και τα μέσα παραγωγής.
Και μετά, σύμφωνα με τη θεωρία του, η κοινωνία θα μπει σε μια παροδική φάση, επίσης ταξική, όπου το προλεταριάτο θα εξουσιάζει διά της βίας τους αστούς. Αυτή την παροδική φάση, ο Μαρξ την ονομάζει δικτατορία του προλεταριάτου. Στη συνέχεια, τη δικτατορία του προλεταριάτου θα τη διαδεχτεί μία αταξική κοινωνία, η κομουνιστική κοινωνία. Σ’ αυτή τη μορφή κοινωνικής οργάνωσης, τα μέσα παραγωγής ανήκουν "σε όλους" – δηλαδή στον ίδιο το λαό. Σε μια τέτοια κοινωνία, ο καθένας "θα εργάζεται συμφωνά με τις δυνάμεις του και θ’ αμείβεται συμφωνά με τις ανάγκες του". H δουλειά θ’ ανήκει στον ίδιο το λαό και γι’ αυτό δε θα υπάρχει πια αλλοτρίωση.
Τα λάθη
Οι οικονομολόγοι σήμερα μπορούν πια ν’ αποδείξουν ότι ο Μαρξ είχε κάνει λάθος σε αρκετά σημεία της θεωρίας του. Ιδίως, μάλιστα, στην ανάλυση των κρίσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας. Δεν υπολόγισε, εξάλλου, καθόλου την αλόγιστη εκμετάλλευση της φύσης από τον άνθρωπο, που σήμερα αποτελεί τον σημαντικότερο κίνδυνο για μας.
Αλλά υπάρχει κι ένα μεγαλύτερο αλλά. Ο μαρξισμός επέφερε τεράστιες κοινωνικές αναστατώσεις και ανακατατάξεις. O σοσιαλισμός, για παράδειγμα, που αγωνίζεται για μια κοινωνία πιο δίκαιη και στηρίζεται στον Μαρξ, παρόλο που δε συμφωνεί μαζί του σε όλα και αρνείται τη δικτατορία του προλεταριάτου, ο σοσιαλισμός, λοιπόν, κατάφερε αναμφίβολα να οδηγήσει πολλές χώρες σε μορφές κοινωνικής οργάνωσης πιο ανθρώπινες. Στις ευρωπαϊκές τουλάχιστον χώρες, η κατάσταση βελτιώθηκε ουσιαστικά από την εποχή του Μαρξ. Κι αυτό το χρωστάμε κυρίως στο σοσιαλιστικό κίνημα.
Την εποχή αμέσως μετά το θάνατο του Μαρξ, το σοσιαλιστικό κίνημα χωρίστηκε στα δυο. Από τη μια έχουμε τη σοσιαλδημοκρατία κι από την άλλη τον λενινισμό. H σοσιαλδημοκρατία προτείνει ένα δρόμο ειρηνικό, βήμα βήμα, προς μια δικαιότερη κοινωνία. H τάση αυτή υπερίσχυσε στην Ευρώπη. H πορεία της μοιάζει με μια αργή επανάσταση.
O λενινισμός εξακολούθησε να πιστεύει πως μόνο η επανάσταση μπορεί ν’ ανατρέψει το ταξικό καθεστώς και πήρε το προβάδισμα στην Ανατολική Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Και τα δυο αυτά κινήματα καταπολέμησαν, με τον τρόπο του το καθένα, την αδικία και την καταπίεση.
Δημιουργήθηκε, όμως, μια νέα μορφή καταπίεσης, στη Σοβιετική Ένωση και στην Ανατολική Ευρώπη. Κι εδώ βλέπουμε πως ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος είναι ένα μείγμα καλού και κακού.
Δεν πρέπει, ωστόσο, να ρίχνουμε το φταίξιμο στον Μαρξ για όλα τα δυσάρεστα που έγιναν στις λεγόμενες σοσιαλιστικές χώρες, εκατόν πενήντα χρόνια μετά το θάνατο του. Το μόνο που δεν προέβλεψε ήταν πως ακόμα κι ο κομουνισμός, αν ποτέ κατάφερνε να γίνει πραγματικότητα, δε θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς ανθρώπους. Και οι άνθρωποι κάνουν λάθη. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να φανταστούμε έναν επίγειο παράδεισο. Οι άνθρωποι πάντα θα έχουν προβλήματα, γιατί πάντα θα δημιουργούν προβλήματα.
Απόσπασμα από το βιβλίο Ο Κόσμος της Σοφίας, εκδόσεις Λιβάνη