Έρχονται κάποιες στιγμές που κάνουμε τον απολογισμό μας. Ο απολογισμός δεν έχει μια μορφή. Μπορούμε να κάνουμε τον συναισθηματικό απολογισμό μας, τον οικονομικό, τον οικογενειακό· εξαρτάται κάθε φορά, έχει πολλές όψεις.
Από μία ηλικία και πέρα κάθεσαι κι αναρωτιέσαι: «Εγώ τι έκανα σ’ αυτή τη ζωή; Τι έδωσα; Τι πήρα; Τι απέκτησα; Τι μου έμεινε;». Λέω από μια ηλικία και πέρα γιατί κάτω απ’ τα τριάντα, συνήθως, οι προτεραιότητες κι οι εκτιμήσεις έχουν άλλα κριτήρια. Ένα παραπάνω η γενικότερη οικονομική, πολιτική, κοινωνική κατάσταση μας οδηγούν σε τέτοιου είδους σκέψεις.
Τελικά, το συμπέρασμα είναι ένα. Ξέρετε πού πρέπει να ξοδεύουμε τα χρήματά μας; Σε ταξίδια και βιβλία, μόνο αυτά μένουν και μόνο αυτά τ’ αξίζουν τα λεφτά τους.
Τα ταξίδια και τα βιβλία προσφέρουν αναμνήσεις, εικόνες, μυρωδιές, προβληματίζουν, ανοίγουν τους ορίζοντες, σε βάζουν να δεις κι άλλους κόσμους άγνωστους, φανταστικούς ή πραγματικούς, πηγαίνουν τη σκέψη ένα βήμα παραπέρα.
Το κυριότερο είναι πως δε χαλάνε, κανείς δεν μπορεί να τα καταστρέψει. Κι αν καούν οι φωτογραφίες του ταξιδιού κι αν σκιστούν οι σελίδες του βιβλίου, η μνήμη τα κρατάει ζωντανά έτσι κι αλλιώς. Ακόμη κι όταν ένας άνθρωπος νοσήσει από ασθένεια που του καταστρέφει τη μνήμη, έχει γίνει τόσο ξεχωριστός άνθρωπος, τόσο ανοιχτόμυαλος, τόσο χορτασμένος που κανένας δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσει το ποιόν του.
Γιατί να ξοδεύουμε χρήματα σε υλικά; Γιατί έχουμε γίνει τόσο άπληστοι κι αχόρταγοι και ταυτόχρονα ανικανοποίητοι; Όσα έχουμε άλλα τόσα θέλουμε κι όσα χρήματα κι αν ξοδέψουμε θέλουμε άλλα τόσα για να συνεχίσουμε να ξοδεύουμε.
Θέλουμε σπίτια, αυτοκίνητα, ρούχα, κοσμήματα, καλλυντικά, παπούτσια, τσάντες, έπιπλα. Ανοίγουμε γεμάτες ντουλάπες και ως δια μαγείας δεν έχουμε τίποτα να φορέσουμε, μετά από πέντε χρόνια δε μας αρέσει ο καναπές και θέλουμε καινούριο. Παθαίνουμε παράκρουση με τις ρυτίδες και τρέχουμε να τις γεμίσουμε, αν το παπούτσι δεν είναι φέτος στη μόδα ούτε γι’ αστείο δεν μπαίνει στο πόδι μας, «χρειαζόμαστε» και κινητό και τάμπλετ και υπολογιστή, ξυπνάμε και κοιμόμαστε με «θέλω αυτό» και «πρέπει να πάρω εκείνο».
Τελικά; Χάνουμε το νόημα, χάνουμε την ουσία.
Ένα ζευγάρι παπούτσια, δυο μπλούζες, ένα κολιέ, μια κρέμα, ένα γκατζετάκι λιγότερα και θα μπορούσαμε να πάρουμε δέκα βιβλία ή να κάναμε ένα ταξίδι. Δε θέλει κόπο, τρόπο θέλει. Δε μιλάω για υπερβολές, για μέτρο μιλάω κι αξίες. Σαφώς κι όλοι χρειαζόμαστε ποιότητα στην καθημερινότητα μας, δε χρειαζόμαστε, όμως, τις υπερβολές και τις πολυτέλειες.
Διάβασε και ταξίδεψε κι όταν σε ρωτήσει κάποιος: «Εσύ τι κέρδισες απ’ τη ζωή σου;» Θα έχεις ένα εκατομμύριο πράγματα να του πεις. «Γνώρισα χώρες, πόλεις, χωριά που μόνο όταν τα είδα κατάλαβα πόσο «μικροί» είμαστε, πόσο «τίποτα» μέσα σ’ έναν πελώριο κόσμο. Είδα ανθρώπους διαφορετικούς, μ’ άλλες συνήθειες. Δοκίμασα γεύσεις παράξενες στο δικό μου ουρανίσκο, άκουσα πρωτόγνωρους ήχους, έφτασαν στη μύτη μου ξεχωριστές μυρωδιές.
Μίλησα μ’ ανθρώπους άλλων θρησκειών, άλλης φιλοσοφίας και διαπίστωσα την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης σκέψης. Έζησα για μερικές ώρες στην εποχή της Αναγέννησης, στην Κατοχή, στη γαλλική επανάσταση, στην αρχαία Ελλάδα, στη μεταπολίτευση.
Για τετρακόσιες σελίδες ήμουν μια ζωγράφος, μια υπηρέτρια, μια πόρνη, μια καταζητούμενη, μια ηθοποιός, μια δημοσιογράφος, μια πολύτεκνη μητέρα.
Στ’ αλήθεια ή στα ψέματα ο κόσμος ανοίχτηκε μπροστά μου και δε θα σταματήσει ν’ ανοίγεται γιατί ο κόσμος είναι τεράστιος. Τα μέρη δεν τελειώνουν ποτέ και τα βιβλία είναι άπειρα.»
Γι’ αυτό τα επόμενα χρήματα που θα φτάσουν στα χέρια σου, φρόντισε να τα επενδύσεις σωστά.
Σταυρούλα Φωτιάδου – Πηγή