Ο Σπύρος Βασιλείου (Γαλαξίδι 1903 − Αθήνα 1985) υπήρξε ο δημοφιλέστερος καλλιτέχνης της ελληνικής ζωγραφικής στον 20ό αιώνα και από τους πιο αντιπροσωπευτικούς εκπροσώπους της “γενιάς του ΄30” .
Λιτά και απέριττα απεικόνισε το 1950 πάνω στον καμβά ο Βασιλείου το σαρακοστιανό μας παραδοσιακό τραπέζι. Το στρογγυλό μεταλλικό τραπεζάκι καφενείου στρωμένο κι έτοιμο να υποδεχθεί τους αγαπημένους φίλους και να γιορτάσουμε μαζί τους την πρώτη μέρα της σαρακοστής. Φιλοξενεί πάνω του τα νηστίσιμα φαγητά που συνηθίζουμε να τρώμε την Καθαρή Δευτέρα: ελιές, χαλβάς, ταραμάς, λαγάνα, θαλασσινά και ρετσίνα.
Μαθητής του Νικολάου Λύτρα στην ΑΣΚΤ και με επιρροές από το Μπαρόκ και τη φλαμανδική ζωγραφική, τον Φ. Κόντογλου και τον Δ. Γαλάνη, στρέφεται από νωρίς στην περιγραφή του οικείου, του κοντινού, του συγκεκριμένου, αναπλάθοντάς το με λυρικό ρεαλισμό.
Ο ζωγραφικός του κόσμος είχε ήδη διαμορφωθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’30, για να εμπλουτισθεί στα χρόνια του ’40 από τα βιώματα της Kατοχής (διάστημα στο οποίο μας έδωσε πολλά χαρακτικά εθνικού περιεχομένου) και ν’ αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο στις μετέπειτα δεκαετίες.
Σε αυτό το έργο, που έγινε στην αρχή της δεκαετίας του ’50, διακρίνεται η αγάπη του για τα απλά πράγματα της καθημερινότητας, για τα αντικείμενα που εκφράζουν τον κόσμο που φεύγει, για ο,τιδήποτε εκ πρώτης όψεως ασήμαντο.
Τα παραδοσιακά φαγητά στο τραπέζι, ή τα αντικείμενα στα παλιατζίδικα αποκτούν έτσι ένα συμβολικό νόημα, παρά την ταπεινότητα και την απλότητά τους. Στην τεχνοτροπία του ζωγράφου είναι εμφανής η σχέση του με τη βυζαντινή τέχνη (κυλινδρικότητα των μορφών κ.λπ.) όσο και με το Μπαρόκ (ηθογραφική διάθεση).
Ο Σ. Βασιλείου είναι αυτός που πρώτος μετέφερε την ηθογραφία από τον υπαιθριστικό χώρο στον αστικό, σε μια Αθήνα που αυτές τις δεκαετίες μεταβαλλόταν συνεχώς.
Μεταπολεμικά, ο Bασιλείου αναδείχθηκε στον παραγωγικότερο Έλληνα ζωγράφο όλων των εποχών, μεταφέροντας το γούστο του μεγάλου φιλότεχνου κοινού στα επώνυμα έργα της ελληνοκεντρικής θεματογραφίας.