Ο Φωκίων, το ελάφι, ζει σε μια χώρα που υποφέρει από τη βία των αρχόντων της. Θα επαναστατήσει σ’ αυτή την κατάσταση και για να αποφύγει την τιμωρία από τους δυνάστες άρχοντες, θα αναγκαστεί να ξενιτευτεί.
Στο ταξίδι του θα συναντήσει άλλες χώρες, άλλους λαούς, άλλες ιδέες. Και θα δει πως και σ’ άλλα μέρη του κόσμου υπάρχουν πλάσματα σαν κι αυτόν, που πολεμούν τη βία και την αδικία. Και τότε θα καταλάβει πως την ελευθερία δεν την κερδίζεις μόνος σου, μιας κι η ελευθερία δεν είναι μόνο για λίγους αλλά για όλους.
Ένα συμβολικό παραμύθι, που φέρνει στο νου όλα τα αληθινά γεγονότα –τον πόλεμο στο Βιετνάμ, την εξέγερση του Πολυτεχνείου, το δράμα της Κύπρου– είναι το «Ο Φωκίων ήταν ελάφι». Ένα παραμύθι για την αγάπη, για την ελευθερία, και γι’ αυτό ένα παραμύθι που θεωρείται πια κλασικό.
Απόσπασμα
Εκεί όπου ζούσε ο Φωκίων υπήρχαν πολλά βουνά. Βουνά μεγάλα, με άγρια βράχια και ψηλές κορφές. Βουνά μικρά, με ήρεμα δάση από πεύκα. Και πεδιάδες με λουλούδια, αμπέλια και στάχυα.
Και στο βάθος ήταν η θάλασσα κι οι ακρογιαλιές της, με τα λευκά βότσαλα και τη χρυσή άμμο.
Κάπου εκεί, λοιπόν, ζούσε ο Φωκίων. Μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα του.
-Γιατί, πατέρα, έγινες δάσκαλος;, τον ρώτησε μια μέρα.
-Γιατί αυτό ήθελα.
-Και γιατί το ‘θελες;
-Γιατί έτσι θα ήμουν χρήσιμος στους άλλους.
-Δε σε καταλαβαίνω, πατέρα.
Ο δάσκαλος έκλεισε το βιβλίο που κρατούσε.
-Άκουσέ με προσεκτικά, είπε και στερέωσε τα γυαλιά του πάνω στα μεγάλα του κέρατα.
-Ο χήνος, ο φούρναρης του χωριού, κάνει ή δεν κάνει με τη δουλειά του καλό σ΄ όλους μας;
-Κάνει, αφού φτιάχνει το ψωμί που τρώμε.
-Ε, το ίδιο γίνεται και με το γάιδαρο, που κάθε πρωί μαζεύει τα σκουπίδια.
-Εντάξει, τα καταλαβαίνω όλα αυτά! Εσύ, όμως, γιατί έγινες δάσκαλος;
-Δεν υπήρχε στο χωριό κανένας. Έτσι, έγινα εγώ.
-Και τα γράμματα πού τα έμαθες;
-Στην πολιτεία. Εκεί μ΄ έστειλαν οι γονείς μου.
-Τόσο μακριά!
Τη μεγάλη την πόλη ούτε απ΄ την πιο ψηλή κορφή του βουνού δεν μπορούσες να την δεις.
-Και μετά, πατέρα;
-Γύρισα κι έγινα ο δάσκαλος του χωριού.
-Καλά. Όμως ο χήνος φτιάχνει το ψωμί. Ο γάιδαρος καθαρίζει το χωριό. Κι εσύ; Τι κάνεις με τα γράμματα;
-Μαθαίνω στους άλλους πώς να ζουν λεύτεροι.
Του δάσκαλου η φωνή ήταν πολύ σοβαρή.
Ο Φωκίων δε ρώτησε τίποτ΄ άλλο.
Βγήκε έξω να κάνει μια βόλτα.
Απόσπασμα από το βιβλίο Ο Φωκίων ήταν ελάφι του Μάνου Κοντολέων. Ο Μάνος Κοντολέων γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα, μικρές ιστορίες και παραμύθια. Παράλληλα ασχολείται με την κριτική της λογοτεχνίας. Συνεργάτης περιοδικών, εφημερίδων, καθώς και του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Έργα του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ταϋλάνδη. Έχει τιμηθεί δύο φορές με Κρατικό Βραβείο και έχει βραβευτεί πολλές φορές από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Το 2002 ήταν υποψήφιος για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν.