Όλα πρέπει να ξεκίνησαν όταν ήμασταν παιδιά, πολύ μικροί για να θυμόμαστε τα γεγονότα με ακρίβεια- μπορεί ο γείτονάς μας να πήρε καινούργιο ποδήλατο και τότε αισθανθήκαμε το πρώτο τσίμπημα. Η πρώτη φορά που νιώσαμε ζήλεια. Μετά μπορεί να ήταν ο συμμαθητής μας που αρίστευε, ο συμφοιτητής μας που βρήκε τη δουλειά που ονειρευόμασταν, ή ο φίλος μας που είχε το σπίτι που θέλαμε να ζούμε. Κάθε φορά νιώθαμε μικρά τσιμπήματα ζήλειας. Άλλοτε έντονα και άλλοτε ανεπαίσθητα -το πιο πιθανό όμως είναι να μην παραδεχθούμε ποτέ ότι ζηλέψαμε. Δε μας τιμά.
Αλλά ποιος θα μπορούσε να μας κατηγορήσει; Μαζί με το πρώτο γάλα, μάθαμε ότι δεν αρκεί να είμαστε καλοί, πρέπει να είμαστε καλύτεροι. Από ποιον, δεν μπορεί να μας πει κανείς, ούτε και εμείς φαίνεται να το γνωρίζουμε. Εκπαιδευτήκαμε στον ανταγωνισμό την ίδια στιγμή που η φωνή των άλλων με επιτακτικό ύφος μας δίδασκε ότι είναι ανεπίτρεπτο να ζηλεύεις, είναι κατακριτέο να θες να είσαι εσύ και μόνο εσύ ο καλύτερος. Πόσο αντιφατικά μηνύματα και πόσο μεγάλη ταλαιπωρία…
Γεμίσαμε φθόνο –γιατί οι άλλοι είναι καλύτεροι, θυμό-γιατί εμείς δεν είμαστε αρκετά καλοί- και ενοχές- γιατί νιώθουμε φθόνο και θυμό…Λες και έχουμε μπερδευτεί σε ένα γαϊτανάκι και γυρνάμε ζαλισμένοι, τόσο ζαλισμένοι που προσπερνάμε την ανθρώπινη φύση μας. Και ο φθόνος είναι στοιχείο της ανθρώπινης φύσης μας- οι άνθρωποι δεν είμαστε φτιαγμένοι μόνο από καθαρά υλικά, αλλά και από λάσπη και σκουπίδια. Μπορούμε να νιώθουμε φθόνο χωρίς να είμαστε φθονεροί, όπως μπορούμε να νιώθουμε κακία χωρίς να είμαστε κακοί.
Ίσως αντί να προσπαθούμε να είμαστε καλύτεροι από τους άλλους να δοκιμάζαμε να ήμασταν λίγο καλύτεροι με τον εαυτό μας– να τον αφήναμε να πάρει μια ανάσα, να του συγχωρούσαμε αδυναμίες και λάθη, να νιώθαμε ικανοποίηση όταν κάναμε κάτι καλά, και όχι καλύτερα. Γιατί τελικά, δεν έχει καμιά σημασία να προσπαθούμε να είμαστε καλύτεροι από τους άλλους. Σημασία έχει να προσπαθήσουμε να γίνουμε καλύτεροι από τον εαυτό μας.