Οι τρεις Μιλήσιοι φιλόσοφοι (Θαλής, Αναξίμανδρος, και Αναξιμένης) όπως είδαμε πίστευαν σε ένα – και μόνο – πρωταρχικό στοιχείο, από το οποίο είχαν προκύψει τα πάντα. Αλλά πώς μπορούσε ένα στοιχείο ν’ αλλάξει ξαφνικά μορφή και να γίνει κάτι εντελώς διαφορετικό; Το πρόβλημα αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε πρόβλημα της μεταβολής.
M’ αυτά τα ερωτήματα ασχολήθηκαν μεταξύ των άλλων οι λεγόμενοι Ελεάτες φιλόσοφοι, που πήραν τ’ όνομα τους από την ελληνική αποικία Ελέα στη Νότια Ιταλία. Οι Ελεάτες έζησαν περίπου το 500 π.Χ., και ο πιο γνωστός ανάμεσα τους ήταν ο Παρμενίδης (540-480 π.Χ.).
O Παρμενίδης: ο φιλόσοφος του «είναι» και της λογικής
O Παρμενίδης πίστευε πως όλα όσα υπάρχουν υπήρχαν από πάντα. H ιδέα αυτή ήταν πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα. Τη θεωρούσαν σχεδόν αυτονόητη. Τίποτα δεν μπορεί να γεννηθεί από το τίποτα, έλεγε ο Παρμενίδης. Κι όλα όσα υπάρχουν δεν μπορεί να εξαφανιστούν και να χαθούν μια για πάντα.
O Παρμενίδης, όμως, προχώρησε ακόμη περισσότερο. Δε θεωρούσε δυνατή καμιά απολύτως μεταβολή. Κατά τη γνώμη του, τίποτα δεν μπορούσε ν’ αλλάξει και να γίνει κάτι άλλο από αυτό που ήταν.
Έβλεπε, βέβαια, πως στη φύση διαρκώς όλα άλλαζαν. Με τις αισθήσεις του αντιλαμβανόταν αυτές τις μεταβολές των πραγμάτων. Αλλά δεν μπορούσε να τις φέρει σε αρμονία με αυτά που του υπαγόρευε η λογική του. Καθώς, λοιπόν, βρέθηκε σε δίλημμα, αν έπρεπε να εμπιστευτεί τις αισθήσεις του ή τη λογική του, αποφάσισε υπέρ της λογικής.
Όλοι μας έχουμε ακούσει τη φράση: «Αυτό δεν το πιστεύω, αν δεν το δω με τα μάτια μου». O Παρμενίδης αρνιόταν να δώσει πίστη, ακόμα και σ’ αυτά που έβλεπε: Θεωρούσε πως οι αισθήσεις μάς δίνουν μια λαθεμένη εικόνα του κόσμου, μια εικόνα που δεν ταιριάζει με όσα μάς λέει η λογική μας. Κι ως φιλόσοφος θεωρούσε καθήκον του ν’ αποκαλύψει όλες τις «ψευδαισθήσεις», που μας έδιναν μια λαθεμένη εικόνα του κόσμου και της πραγματικότητας.
Αυτή η δυνατή πίστη στην ανθρώπινη λογική πήρε το όνομα ορθολογισμός. O ορθολογιστής είναι ένας άνθρωπος που εμπιστεύεται απόλυτα τον ανθρώπινο νου ως πηγή της γνώσης μας σχετικά με τον κόσμο.
Ο Παρμενίδης υποστήριξε ότι η ενότητα των πραγμάτων του κόσμου δεν βασίζεται σε μια κοινή υποκείμενη φυσική ουσία, αλλά στην ίδια τους την οντότητα. Με τον Παρμενίδη εγκαταλείπεται ο λεγόμενος υλοζωισμός των Ιώνων φυσιολόγων και εγκαινιάζεται η μεταφυσική και η οντολογία.
Ο Παρμενίδης πέρασε ως ο φιλόσοφος που υποστήριξε την ακινησία του όντος και αρνήθηκε την πολλαπλότητα και ποικιλομορφία του αισθητού κόσμου. Οι κατηγορίες που συχνότατα εκτοξεύονται κατά της φιλοσοφίας του αφορούν κατά κύριο λόγο την υπέρμετρη αδιαφορία προς την αισθητηριακή πρόσληψη της πραγματικότητας που ο στοχασμός του προϋποθέτει. Το γεγονός ότι οι αισθήσεις ενδέχεται να αποβούν κακός οδηγός για όποιον αποφασίσει να δει την ουσία των πραγμάτων είναι κοινός τόπος στην αρχαία σκέψη.
Η βασική θέση του παρμενίδειου στοχασμού είναι ότι «το ον είναι αγέννητο και ανώλεθρο, πλήρες και ενιαίο και ατάραχο και τέλειο»
O Πλάτωνας σε ένα από τα πιο σημαντικά του έργα, το διάλογο Παρμενίδη, αναφέρεται ακριβώς στην προσωπικότητα του και στη θεωρία του για το ον. Αντιτάσσει μάλιστα τον Παρμενίδη, το φιλόσοφο του είναι στον Ηράκλειτο, το φιλόσοφο του γίγνεσθαι.
Ο Ηράκλειτος: ο φιλόσοφος του «γίγνεσθαι» και της μεταβολής
Την ίδια εποχή με τον Παρμενίδη ζούσε και ο Ηράκλειτος (540-480 π.Χ. περίπου). O Ηράκλειτος ήταν από την Έφεσο και θεωρούσε τις μεταβολές ως το βασικότερο και σημαντικότερο χαρακτηριστικό της φύσης. Μπορούμε να πούμε ότι, σε αντίθεση με τον Παρμενίδη, ο Ηράκλειτος έδειχνε εμπιστοσύνη στις αισθήσεις του και σε όσα αυτές του έλεγαν.
«Τα πάντα ρει», έλεγε ο Ηράκλειτος. Τα πάντα βρίσκονται σε κίνηση, και τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να μπούμε «δυο φορές στο ίδιο ποτάμι». Μέχρι να βγούμε και να ξαναμπούμε, τόσο εμείς οι ίδιοι, όσο και τα νερά του ποταμού, θα έχουν αλλάξει.
O Ηράκλειτος πρόσεξε, επίσης, πως ο κόσμος είναι σφραγισμένος από διαρκείς αντιθέσεις. Αν δεν αρρωσταίναμε, τότε δε θα ξέραμε τι σημαίνει υγεία. Αν δεν πεινούσαμε, τότε δε θα χαιρόμασταν χορταίνοντας. Αν ποτέ δε γινόταν πόλεμος, τότε δε θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε την αξία της ειρήνης. Κι αν ποτέ δεν ερχόταν ο χειμώνας, τότε δε θα προσέχαμε καν τον ερχομό της άνοιξης.
Τόσο το Καλό όσο και το Κακό έχουν τη θέση τους μέσα στο σύνολο και είναι το ίδιο απαραίτητα, έλεγε ο Ηράκλειτος. Χωρίς αυτό το ασταμάτητο παιχνίδι μεταξύ των αντιθέσεων, ο κόσμος θα σταματούσε να υπάρχει.
Χρησιμοποιούσε τη λέξη «θεός», αλλά ασφαλώς δεν εννοούσε τους θεούς των μύθων. Για τον Ηράκλειτο, ο θεός – το θεϊκό στοιχείο – είναι κάτι που κλείνει μέσα του ολόκληρο τον κόσμο. O θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο μέσα από τη διαρκή εναλλαγή και μεταβολή της φύσης.
Αντί για τη λέξη «θεός», ο Ηράκλειτος χρησιμοποιεί την αρχαία ελληνική λέξη «λόγος», που σημαίνει λογική. Ακόμα κι αν εμείς οι άνθρωποι δε σκεφτόμαστε πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, ακόμα κι αν η λογική μας δεν είναι πάντα η ίδια, ο Ηράκλειτος πίστευε ότι υπάρχει ένα είδος «παγκόσμιας λογικής», που κατευθύνει τα πάντα μέσα στη φύση. Αυτή η «παγκόσμια λογική», ο «νους του Σύμπαντος», εξουσιάζει τα πάντα, και όλοι οι άνθρωποι πρέπει να σέβονται την κυριαρχία της.
Οι περισσότεροι, όμως, επιμένουν να ζουν σύμφωνα με τη δική τους ατομική λογική. Γι’ αυτό και ο Ηράκλειτος δεν είχε και σε μεγάλη εκτίμηση τους συνανθρώπους του. Οι απόψεις τους έμοιαζαν στα μάτια του «παιχνίδια των παιδιών».
Σ’ όλες τις μεταβολές και τις αλλαγές και τις αντιθέσεις μέσα στη φύση, ο Ηράκλειτος έβλεπε την ενότητα, την ολοκλήρωση. Αυτό το «κάτι», που βρίσκεται μέσα σ’ όλα και αποτελεί το θεμέλιο των πάντων, το ονόμαζε «θεό» ή «λόγο».
Οι φράσεις του είχαν μια πυκνότητα που τις έκαναν δυσπρόσιτες στο ευρύ κοινό, εξ ου και το όνομα του «Ηράκλειτος ο Σκοτεινός». Επίσης, το προσωνύμιο αυτό οφείλεται στην τάση του να απομονώνεται και να μην επιδιώκει να έχει επαφές με τους συνανθρώπους του – πολύ συχνά μάλιστα έφτανε μέχρι την περιφρόνηση και την απόρριψη τους. Πολλές φορές μάλιστα είχε μιλήσει δημοσίως με ιδιαίτερα απαξιωτικό τρόπο για μεγάλους στοχαστές και ποιητές της εποχής του.
O Ηράκλειτος πίστευε ότι η συμπεριφορά των ανθρώπων κρίνεται με βάση την αλήθεια του λόγου, άρα πρέπει οι άνθρωποι να τον κατανοήσουν, να μυηθούν τέλεια σε αυτόν και να ζουν σύμφωνα με τον κοσμικό νόμο.
Πιο συγκεκριμένα, οι άνθρωποι δεν κατανοούν την αλήθεια που έμαθαν, επειδή νομίζουν ότι αλήθεια είναι η προσωπική τους γνώμη. Έτσι, έρχονται σε σύγκρουση με την αλήθεια. Πρόθεση του φιλόσοφου είναι να οδηγήσει τους ανθρώπους σε ομολογία, δηλαδή στη συμφωνία του ατομικού και του καθολικού λόγου, της προσωπικής γνώμης με την αλήθεια, που αποτελεί την ενότητα όλων των πραγμάτων.
■ H κίνηση και η μεταβολή
O Ηράκλειτος πίστευε ότι ο κόσμος είναι ένα ρεύμα το οποίο κινείται συνεχώς. Την άποψη του αυτή την παρουσίαζε παραστατικά με την εικόνα του ποταμού. Αν ο κόσμος μοιάζει με το ποτάμι που τα νερά του κυλούν αδιάκοπα, τότε η ασταμάτητη κίνηση του αποτελεί το μοναδικό τρόπο για να υπάρχει αυτός, δηλαδή ο κόσμος.
O κόσμος δεν συντίθεται από πράγματα που παραμένουν συνεχώς ίδια, αλλά από συμβάντα, τα οποία μπορεί να είναι συνεχώς διαφορετικά, χωρίς όμως ο κόσμος να χάνει την ταυτότητα του. Στην κοσμική κίνηση συμμετέχουν όλοι, όπως και στην αλλαγή πορείας που συνεπάγεται αυτή αλλά και στη σταθερότητα του ρυθμού κίνησης και μεταβολής.
■ H διδασκαλία του Εφέσιου φιλοσόφου μπορεί να συμπυκνωθεί στις παρακάτω προτάσεις:
-
O κόσμος βρίσκεται σε μια ακατάπαυστη κίνηση και η συνεχής αλλαγή του είναι το σταθερό χαρακτηριστικό της πορείας του.
-
O κόσμος δεν είναι ένα στατικό οικοδόμημα, που κάποιος το δημιούργησε, είτε θεός είτε άνθρωπος, αλλά μια αιώνια ζωντανή φωτιά, που αναβοσβήνει συνέχεια με μέτρο και κανονικές αναλογίες.
-
O κόσμος βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση σύρραξης. O πόλεμος είναι ο πατέρας και ο βασιλιάς όλων.
-
Όλες οι συγκρουόμενες δυνάμεις του κόσμου καταλήγουν σε αρμονία. Αυτός ο πόλεμος που διεξάγεται δεν γίνεται χωρίς τάξη. Υπάρχει μια σταθερή κανονικότητα και νομοτέλεια που διέπει όλες τις κινήσεις, μεταβολές και αντίθετες ροπές των πραγμάτων.
■ H επίδραση των ιδεών του Ηράκλειτου
Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η επίδραση των ιδεών του Ηράκλειτου στους μεταγενέστερους φιλοσόφους. O Δημόκριτος, ο Πλάτωνας, οι στωικοί, ο Σπινόζα, και κυρίως ο Χέγκελ αντλούν στοιχεία από το έργο του. Από τους πιο σύγχρονους ο Νίτσε ομολογεί το Βαυμασμό που τρέφει προς τον Εφέσιο φιλόσοφο, δεν κρύβει την άποψη που έχει για τον Ηράκλειτο και διακηρύσσει με απόλυτη ειλικρίνεια: «Ο κόσμος έχει αιώνια την ανάγκη της αλήθειας, έχει επομένως αιώνια την ανάγκη του Ηράκλειτου».
Διαβάστε και ένα πιο αναλυτικό άρθρο για τον Ηράκλειτο : Ηράκλειτος: ο φιλόσοφος της αέναης κίνησης και μεταβολής
Εμπεδοκλής συνθέτει τις δύο διαφορετικές απόψεις του Παρμενίδη και του Ηράκλειτου
O Παρμενίδης και ο Ηράκλειτος βρίσκονταν κατά κάποιο τρόπο στα δύο αντίθετα άκρα. H λογική του Παρμενίδη διαπίστωνε πως τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει, ενώ οι εμπειρίες τον Ηράκλειτου διαπίστωναν, με την ίδια σιγουριά, πως τα πάντα μέσα στη φύση υποβάλλονταν σε διαρκείς μεταβολές.
Ποιος από τους δύο είχε δίκιο;
Πρέπει να εμπιστευτούμε τη φωνή της λογικής μας (Παρμενίδης) ή μήπως είναι προτιμότερο να πιστέψουμε τις αισθήσεις μας (Ηράκλειτος);
Και ο Παρμενίδης και ο Ηράκλειτος διατυπώνουν δύο αξιώματα
O Παρμενίδης λέει:
-
ότι τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει και
-
ότι, επομένως, οι εντυπώσεις που φτάνουν ως εμάς μέσω των αισθήσεων μας θα πρέπει να είναι λανθασμένες.
O Ηράκλειτος, απεναντίας, λέει:
-
ότι όλα αλλάζουν («τα πάντα ρε ι») και
-
ότι οι εντυπώσεις που φτάνουν ως εμάς μέσω των αισθήσεων μας είναι αληθινές και ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε δύο φιλόσοφους που να διαφωνούν περισσότερο μεταξύ τους! Αλλά ποιος από τους δύο έχει δίκιο; Τελικά, αυτός που κατάφερε να βγει από το δίχτυ, όπου είχε μπερδευτεί η φιλοσοφία, ήταν ο Εμπεδοκλής (499-434 π.Χ. περίπου) από τον Ακράγαντα της Σικελίας.
O Εμπεδοκλής σκέφτηκε πως είχαν και οι δύο δίκιο ως προς το ένα σημείο της σκέψης τους, άδικο όμως ως προς το δεύτερο.
Για τον Εμπεδοκλή, όλη η διαφορά ξεκινούσε από το ότι οι φιλόσοφοι θεωρούσαν αυτονόητη αφετηρία της σκέψης τους την ύπαρξη ενός μόνο πρωταρχικού στοιχείου. Αν αυτό ήταν πράγματι έτσι, τότε η άβυσσος μεταξύ αισθήσεων και λογικής θα ήταν αγεφύρωτη στους αιώνες των αιώνων.
Το νερό δεν μπορεί, βέβαια, να πάρει τη μορφή ψαριού ή πεταλούδας. Το νερό δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Το καθαρό νερό είναι και μένει για πάντα καθαρό νερό.
Άρα ο Παρμενίδης είχε δίκιο που έλεγε ότι τίποτα δεν αλλάζει.
Ταυτόχρονα, όμως, ο Εμπεδοκλής συμφωνούσε με τον Ηράκλειτο, που έλεγε ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε τις αισθήσεις μας. Πρέπει να πιστεύουμε σ’ αυτό που βλέπουμε. Κι αυτό που βλέπουμε είναι μια ατέλειωτη σειρά αλλαγών στη φύση.
O Εμπεδοκλής, λοιπόν, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπόθεση του ενός πρωταρχικού στοιχείου πρέπει να εγκαταλειφθεί. Ούτε ο αέρας ούτε το νερό μπορούν από μόνα τους να μεταμορφωθούν σε τριανταφυλλιά ή σε πεταλούδα. Άρα η φύση δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μ’ ένα μονάχα πρωταρχικό στοιχείο.
O Εμπεδοκλής, από τη μεριά του, πίστευε πως η φύση διέθετε τέσσερα πρωταρχικά στοιχεία ή «ρίζες», όπως ο ίδιος τα ονόμαζε. Οι τέσσερις αυτές ρίζες ήταν, κατά τη γνώμη του, η γη, το νερό, ο αέρας και η φωτιά.
Συγκεκριμένα ο Εμπεδοκλής διακήρυξε ότι το σύμπαν συντίθεται και αποσυντίθεται από τέσσερα αμετάβλητα «ριζώματα»: το ύδωρ (Νήστις), τη γη (Αίδωνεύς), τον αέρα (Ήρα) και το πυρ (Ζευς). Κάθε γένεση και φθορά είναι αποτέλεσμα της μείξης και του αποχωρισμού των τεσσάρων ριζωμάτων σε διαφορετική αναλογία κάθε φορά, ανάλογα με τη μορφή που έχει αυτό που γεννιέται ή φθείρεται. Έτσι, το ον (ριζώματα) δεν μεταβάλλεται (άποψη των ελεατών), αλλά και η γένεση και η φθορά είναι πραγματικές διεργασίες (άποψη των ατομικών).
O Εμπεδοκλής δε διάλεξε, βέβαια, στην τύχη τον αέρα, το νερό, τη γη και τη φωτιά. Πριν απ’ αυτόν, πολλοί φιλόσοφοι είχαν προσπαθήσει ν’ αποδείξουν ότι το πρωταρχικό στοιχείο ήταν ο αέρας ή το νερό ή η φωτιά. O Θαλής κι ο Αναξιμένης είχαν τονίσει ότι το νερό κι ο αέρας είναι στοιχεία πολύ σημαντικά μέσα στη φύση. Οι Έλληνες θεωρούσαν πολύ σπουδαία και τη φωτιά. Έβλεπαν τον πρωταρχικό ρόλο που έπαιζε ο ήλιος για τη ζωή γενικά και ήξεραν πως άνθρωποι και ζώα έκλειναν στα κορμιά τους θερμότητα.
Επομένως, όλες οι μεταβολές στη φύση συμβαίνουν, επειδή τα τέσσερα αυτά πρωταρχικά στοιχεία ενώνονται και χωρίζουν πάλι για να ενωθούν με διαφορετικό τρόπο. Γιατί τα πάντα σ’ αυτό τον κόσμο αποτελούνται από γη, νερό, φωτιά και αέρα. Μόνο που το μείγμα είναι κάθε φορά αλλιώτικο. Όταν πεθαίνει ένα ζώο ή ένα λουλούδι, τα τέσσερα στοιχεία χωρίζουν, κι αυτή τη μεταβολή μπορούμε να την παρακολουθήσουμε με γυμνό μάτι. O αέρας, όμως, και η φωτιά, το νερό και η γη παραμένουν αναλλοίωτα, όσες μεταβολές κι αν υποστούν τα μείγματα στα οποία συμμετέχουν.
Άρα, δεν είναι αλήθεια ότι «όλα» αλλάζουν. Στην ουσία, τίποτα δεν αλλάζει. Απλούστατα, τέσσερα στοιχεία ενώνονται και χωρίζονται πάλι, για να ανακατευτούν ξανά με διαφορετικό τρόπο.
Ας φανταστούμε ένα ζωγράφο. Όταν έχει ένα μόνο χρώμα -κόκκινο, ας πούμε- στην παλέτα του, δεν μπορεί να ζωγραφίσει πράσινα δέντρα. Αν, όμως, έχει κίτρινο, κόκκινο, μπλε και μαύρο, μπορεί να τ’ αναμείξει και να πετύχει εκατοντάδες διαφορετικά χρώματα.
Ένα ερώτημα, όμως, παραμένει ανοιχτό: τι είναι αυτό που σπρώχνει τα στοιχεία να ενωθούν μεταξύ τους δημιουργώντας έτσι νέα ζωή; Και τι είναι αυτό που φροντίζει ώστε το «μείγμα», το λουλούδι για παράδειγμα, να διαλυθεί και πάλι;
O Εμπεδοκλής πίστευε ότι στη φύση δρουν δύο διαφορετικές δυνάμεις. Τις δυνάμεις αυτές τις ονόμαζε Φιλότητα και Νείκος. H Φιλότητα, η αγάπη, είναι η δύναμη που ενώνει τα στοιχεία και συνθέτει νέα «μείγματα». Το Νείκος, η διαμάχη, είναι η δύναμη που τα χωρίζει και πάλι.
O Εμπεδοκλής διέκρινε, λοιπόν, μεταξύ στοιχείων και δυνάμεων. Αυτό αξίζει τον κόπο να το σημειώσουμε στο μυαλό μας. Γιατί και σήμερα ακόμα, η επιστήμη διακρίνει τα βασικά στοιχεία από τις φυσικές δυνάμεις. H σύγχρονη επιστήμη ισχυρίζεται ότι μπορεί να εξηγήσει όλα τα φυσικά φαινόμενα με τη βοήθεια των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των βασικών στοιχείων και ορισμένων φυσικών δυνάμεων.