H Ύστερη Αρχαιότητα (ελληνιστική εποχή) έχει ως κύρια χαρακτηριστικά της τις θρησκευτικές αμφιβολίες, την πολιτιστική παρακμή και το γενικότερο κλίμα απαισιοδοξίας. Κατά τη γνώμη των ανθρώπων εκείνης της εποχής, «ο κόσμος είχε πια γεράσει».
Οι νέες θρησκείες, που γεννήθηκαν τότε, είχαν ένα κοινό σημείο: πρότειναν όλες έναν τρόπο λύτρωσης από το θάνατο. Πολλές απ’ αυτές ήταν τυλιγμένες σ’ ένα πέπλο μυστηρίου. H συμμετοχή σε μυστηριακές τελετές και σε συνδέσμους που προσπαθούσαν να παραμείνουν κρυφοί εξασφάλιζε στον άνθρωπο την αθανασία της ψυχής του και την αιώνια ζωή. Μια ματιά στην αληθινή φύση του Σύμπαντος μπορούσε επίσης να εξασφαλίσει την αθανασία της ψυχής, όπως κι η συμμετοχή στις μυστικές τελετουργίες.
Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε ότι η φιλοσοφία της ελληνιστικής εποχής δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη. Την περίοδο αυτή, δε γεννήθηκε κανένας καινούριος Αριστοτέλης ή Πλάτωνας. Αντ’ αυτού, οι τρεις μεγάλοι Αθηναίοι φιλόσοφοι αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τα διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα, τα οποία θα σου περιγράψω με λίγα λόγια.
H ανάμειξη των διαφόρων πολιτισμών άφησε τη σφραγίδα της και στην επιστήμη της ελληνιστικής εποχής. H πόλη της Αλεξάνδρειας, στην Αίγυπτο, έπαιξε, στον τομέα αυτό, το ρόλο-κλειδί: ήταν το σημείο συνάντησης της Ανατολής με τη Δύση. Κι ενώ η Αθήνα, με τις φιλοσοφικές σχολές που άφησαν πίσω τους ο Πλάτωνας κι ο Αριστοτέλης, παρέμεινε η πρωτεύουσα της φιλοσοφίας, η Αλεξάνδρεια έγινε μητρόπολη της επιστήμης. Με την ξακουστή βιβλιοθήκη της, έγινε το κέντρο των μαθηματικών, της αστρονομίας, της βιολογίας και της ιατρικής.
Τον ελληνιστικό πολιτισμό μπορούμε να τον παρομοιάσουμε με τον σημερινό κόσμο. Οι άνθρωποι του 21ού αιώνα ανήκουν κι αυτοί σε μια διεθνή κοινότητα. Στον τομέα της θρησκείας, οι ανακατατάξεις ήταν τεράστιες. Κι όπως στην αρχαία Ρώμη συνυπήρχαν ελληνικές, αιγυπτιακές και ανατολικές θρησκευτικές δοξασίες, έτσι και τώρα, στα τέλη του 20ού αιώνα, μπορούμε να συναντήσουμε, σ’ όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, ανθρώπους όλων των θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Στην εποχή μας, παρακολουθούμε επίσης ένα ανακάτεμα παλιών και νέων θρησκειών, φιλοσοφικών και επιστημονικών αντί και θεωριών: αυτή είναι η βάση, πάνω στην οποία στηρίζονται οι καινούριες προτάσεις «κοσμοαντιλήψεων».
Στην πραγματικότητα, πολλές απ’ αυτές τις «καινούριες γνώσεις» είναι παλιές – και οι ρίζες τους, μεταξύ άλλων, φτάνουν ως την ελληνιστική εποχή.
Η ελληνιστική φιλοσοφία εξακολούθησε να ασχολείται με τα προβλήματα που είχαν θέσει ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας κι ο Αριστοτέλης. Κοινό σημείο τους ήταν η επιθυμία ν’ απαντήσουν στο ερώτημα: πώς πρέπει να ζει και να πεθαίνει ο άνθρωπος.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, η Ηθική μπήκε στην ημερήσια διάταξη. Έγινε το υπ’ αριθμόν ένα φιλοσοφικό ζήτημα για τη νέα διεθνή κοινότητα.
Το ερώτημα ήταν: ποια είναι η πραγματική ευτυχία, και πώς μπορεί κανείς να φτάσει σ’ αυτή.
Θα εξετάσουμε λοιπόν τα κύρια φιλοσοφικά ρεύματα της ελληνιστικής εποχής:
Οι κυνικοί
Κάποτε, ο Σωκράτης στάθηκε μπροστά σ’ ένα μαγαζάκι που πουλούσε του κόσμου τα πράγματα. Αφού έμεινε έτσι να κοιτάζει για λίγη ώρα, τελικά είπε: «Για δες πόσα πράγματα χρειάζονται οι Αθηναίοι για να ζήσουν!» Κι εννοούσε, φυσικά, ότι ο ίδιος δε χρειαζόταν τίποτε απ’ όλα αυτά.
Σ’ αυτή τη στάση του Σωκράτη στήριξαν τη φιλοσοφία τους οι κυνικοί. Τη σχολή των κυνικών την ίδρυσε, γύρω στο 400 π.Χ., ο Αντισθένης στην Αθήνα που ήταν μαθητής του Σωκράτη.
Η κυνική φιλοσοφία λέγεται έτσι γιατί είχε ως έμβλημά τον “κύωνα” (σκύλος στα αρχαία ελληνικά). Δήλωναν πως “εμείς διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους διότι εμείς δεν δαγκάνουμε τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε”.
Οι κυνικοί επέμεναν ότι η πραγματική ευτυχία είναι ανεξάρτητη από τα υλικά αγαθά, την πολιτική εξουσία και την υγεία. H πραγματική ευτυχία είναι ακριβώς η ανεξαρτησία από τέτοια τυχαία και παροδικά πράγματα. Κι επειδή δεν απαιτεί ούτε χρήμα ούτε δύναμη ούτε υγεία, μπορεί να την αποκτήσει ο καθένας. Όποιος κατορθώνει να την κερδίσει, δεν τη χάνει πια ποτέ.
O πιο διάσημος κυνικός ήταν ο Διογένης, μαθητής του Αντισθένη. Λένε γι’ αυτόν ότι ζούσε σ’ ένα βαρέλι και δεν είχε στην κατοχή του τίποτα παρά μονάχα ένα χιτώνα, ένα ραβδί κι ένα σακούλι για το ψωμί του. (Επομένως, δεν ήταν εύκολο πράγμα να του στερήσει κανείς την ευτυχία του!)
Μια φορά, λιαζόταν μπροστά στο βαρέλι του, όταν τον επισκέφτηκε ο Μέγας Αλέξανδρος. Ο Αλέξανδρος πλησιάζει το φιλόσοφο και του λέει: “Είμαι ο Βασιλεύς Αλέξανδρος”. Ο Διογένης ατάραχος απαντά “Και ‘γώ είμαι ο Διογένης ο Κύων”. Ο Μέγας Αλέξανδρος απορεί και τον ρωτάει: “Δε με φοβάσαι;” Ο Διογένης απαντάει: “Και τι είσαι; Καλό ή κακό;”. Ο Αλέξανδρος μένει σκεπτικός. Δεν μπορεί ένας βασιλιάς να πει ότι είναι κακό, και άμα είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό; Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος τον ερωτά εκ νέου: “Τι χάρη θες να σου κάνω;” Και ο Διογένης ξανά με λογοπαίγνιο απαντά: “Αποσκότισόν με”. Βγάλε με δηλαδή από το σκότος, τη λήθη, και δείξε μου την αλήθεια. Με το έξυπνο λογοπαίγνιο του Διογένη, η απάντηση του μπορεί και να εννοηθεί έως: “Σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο”, καθώς οι κυνικοί πίστευαν πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη λιτότητα, στη ζεστασιά του ήλιου και δεν ζητεί τίποτα από τα υλικά πλούτη. Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος είπε το περίφημο: “Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης”.
Ο Διογένης πίστευε πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, τη λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί κανείς να την εξασφαλίσει.
Οι κυνικοί πίστευαν ότι ο άνθρωπος δε χρειάζεται ν’ ανησυχεί και να φροντίζει για την υγεία του. Ούτε η αρρώστια ούτε ο θάνατος πρέπει να τον απασχολούν. Ούτε καν τα βάσανα κι οι στενοχώριες των άλλων πρέπει να τον ταράζουν. Σήμερα, όταν χρησιμοποιούμε τις λέξεις «κυνισμός» και «κυνικός», το κάνουμε έχοντας κατά νου αυτή κυρίως την έννοια τους: την αναισθησία απέναντι στον πόνο των άλλων.
Οι στωικοί
Οι κυνικοί έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη γέννηση του επόμενου φιλοσοφικού ρεύματος, που έμεινε γνωστό στην ιστορία με το όνομα στωικισμός. Οι πρώτοι στωικοί εμφανίστηκαν στην Αθήνα γύρω στο 300 π.Χ. O πατέρας της στωικής φιλοσοφίας ήταν ο Ζήνωνας, που είχε γεννηθεί στην Κύπρο και κατέληξε στην Αθήνα μετά από κάποιο ναυάγιο. O Ζήνωνας συγκέντρωνε τους ακροατές του σε μια στοά, από την οποία πήραν και τ’ όνομα τους οι οπαδοί του. O στωικισμός επρόκειτο να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο αργότερα, κατά τη ρωμαϊκή εποχή.
Όπως ο Ηράκλειτος, έτσι κι οι στωικοί πίστευαν ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια λογική – τον ίδιο «λόγο». Θεωρούσαν ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ένας ολόκληρος κόσμος σε μικρογραφία, ένας «μικρόκοσμος», που καθρεφτίζει τον «μακρόκοσμο».
Στη βάση αυτή, αναπτύχθηκε η ιδέα ενός Δίκαιου με γενική ισχύ, του λεγόμενου Φυσικού Δίκαιου. Το Φυσικό Δίκαιο στηρίζεται στη διαχρονική λογική του ανθρώπου και του κόσμου, και δεν αλλάζει ανάλογα με τους τόπους και τις εποχές. Στο σημείο αυτό, λοιπόν, έπαιρναν το μέρος του Σωκράτη εναντίον των σοφιστών.
Το Φυσικό Δίκαιο ισχύει για όλους τους ανθρώπους, ακόμα και για τους σκλάβους. Οι νομοθεσίες των διαφόρων κρατών ήταν, κατά τη γνώμη των στωικών, ατελείς απομιμήσεις ενός Δίκαιου που είχε τις βάσεις του μέσα στην ίδια τη φύση.
Οι στωικοί, με το εύρημα του «μικρόκοσμου» και του «μακρόκοσμου», παρέκαμψαν τη διαφορά μεταξύ ανθρώπου και Σύμπαντος. Κατά τον ίδιο τρόπο αγνόησαν και την αντίθεση μεταξύ «πνεύματος» και «ύλης». Γι’ αυτούς, η φύση είναι μία. Την αντίληψη αυτή την ονομάζουμε μονισμό (σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον ξεκάθαρο δυϊσμό του Πλάτωνα, που θεωρεί ότι η πραγματικότητα είναι χωρισμένη σε δύο μέρη).
Σαν πραγματικά παιδιά της εποχής τους, οι στωικοί ήταν αυθεντικοί «κοσμοπολίτες». Ήταν, λοιπόν, πιο πρόθυμοι να δεχτούν τον πολιτισμό του καιρού τους απ’ ό,τι οι «φιλόσοφοι του βαρελιού» (δηλαδή οι κυνικοί). Ασχολούνταν με τα προβλήματα της κοινωνίας κι ενδιαφέρονταν για την πολιτική ζωή.
Μερικοί απ’ αυτούς αναμείχθηκαν δραστήρια στα κοινά, όπως ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (121-180). Βοήθησαν σημαντικά στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής φιλοσοφίας στη Ρώμη, πράγμα που ισχύει ιδίως για τον ρήτορα, φιλόσοφο και διάσημο πολιτικό Κικέρωνα (106-43 π.Χ.). O Κικέρωνας ανέδειξε τον ανθρωπισμό σε μια κοσμοθεωρία που είχε ως επίκεντρο της τον μεμονωμένο άνθρωπο. O στωικός Σενέκας (4 π.Χ.-65 μ.Χ.) έγραψε, λίγα χρόνια αργότερα, ότι ο άνθρωπος είναι ιερός για τον άνθρωπο. H φράση αυτή έγινε για τους μεταγενέστερους το σύμβολο του ανθρωπισμού γενικά.
Πέρα απ’ όλα αυτά, οι στωικοί υπογράμμιζαν ότι όλα τα φυσικά φαινόμενα -κι επομένως και η αρρώστια κι ο θάνατος- υπόκεινται στους απαρασάλευτους νόμους της φύσης. O άνθρωπος, λοιπόν, πρέπει να μάθει να συμφιλιώνεται με τη μοίρα του. Τίποτα δε συμβαίνει τυχαία, έλεγαν. Όλα συμβαίνουν επειδή πρέπει να συμβούν. Άρα δεν έχει νόημα να θρηνεί κανείς για τις συμφορές του, όταν η μοίρα τού χτυπάει την πόρτα. Αλλά και τις ευτυχισμένες στιγμές της ζωής, θα πρέπει ο άνθρωπος να τις αντιμετωπίζει με μέτρο και ηρεμία. Στο σημείο αυτό, η φιλοσοφία των στωικών μοιάζει μ’ εκείνη των κυνικών, που αδιαφορούσαν για όλα τα καθημερινά κι ασήμαντα. Ακόμα και σήμερα μιλάμε για τη «στωική ηρεμία» ενός ανθρώπου που δεν αφήνεται να παρασυρθεί από τα συναισθήματα του.
Οι επικούρειοι
Πώς μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο; Αυτό ήταν, όπως είδαμε, το ερώτημα που απασχολούσε τον Σωκράτη. Οι κυνικοί κι οι στωικοί, όμως, ερμήνευσαν τη φιλοσοφία του υποστηρίζοντας ότι ο άνθρωπος πρέπει να απελευθερωθεί από την υλική πολυτέλεια. O Αρίστιππος θεωρούσε σκοπό της ζωής τη συγκέντρωση όσο το δυνατό περισσότερης απόλαυσης, με τη βοήθεια των αισθήσεων. Το ύψιστο αγαθό είναι η ηδονή, έλεγε. Και το ύψιστο κακό είναι ο πόνος. Γι’ αυτό το λόγο ήθελε ν’ αναπτύξει μια τέχνη ζωής, η οποία θα απέφευγε κάθε είδους πόνο. (O σκοπός των κυνικών και των στωικών ήταν να μάθουν ν’ αντέχουν κάθε είδους πόνο. Άλλο αυτό κι άλλο να προσπαθείς ν’ αποφύγεις τους πόνους.)
Γύρω στο έτος 300 π.Χ., ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.) ίδρυσε στην Αθήνα μια φιλοσοφική σχολή (τους επικούρειους). Ανέπτυξε ακόμα περισσότερο την ηδονιστική θεωρία του Αρίστιππου και τη συνέδεσε με τη θεωρία του Δημόκριτου περί ατόμων.
Υποτίθεται ότι οι επικούρειοι συναντιόνταν μέσα σε κάποιο κήπο, γι’ αυτό και ονομάζονταν «φιλόσοφοι του κήπου». Στην είσοδο του κήπου, υπήρχε, λένε, μια επιγραφή: «Ξένε, εδώ θα περάσεις καλά. Γιατί εδώ η ηδονή είναι το ύψιστο αγαθό».
O Επίκουρος υπογράμμισε ότι το ηδονικό αποτέλεσμα μιας πράξης θα πρέπει πάντοτε να συγκρίνεται με τις πιθανές δυσάρεστες παρενέργειες της. Ο Επίκουρος συνέκρινε ακόμα το βραχυπρόθεσμο ευχάριστο αποτέλεσμα μιας πράξης με μια ευχαρίστηση μεγαλύτερης διάρκειας και έντασης και προτιμούσε τη δεύτερη. Σε αντίθεση με τα ζώα, ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να σχεδιάζει τη ζωή του. Έχει την ικανότητα να προχωρά «λογαριάζοντας την απόλαυση». Μια λαχταριστή σοκολάτα είναι, φυσικά, πειρασμός. Το ίδιο, όμως, συμβαίνει και με το ποδήλατο και με το ταξίδι στην Αγγλία.
O Επίκουρος, όμως, τόνιζε επίσης ότι η «ηδονή» δεν είχε αποκλειστικά και μόνο σχέση με τις αισθήσεις – όπως έχει, ας πούμε, η σοκολάτα. H φιλία μπορεί κι αυτή να είναι μεγάλη ευχαρίστηση για τον άνθρωπο· ή η επαφή κι η γνωριμία μ’ ένα έργο τέχνης. Προϋπόθεση για την απόλαυση της ζωής είναι, πέρα απ’ όλα αυτά, και τα αρχαία ελληνικά ιδεώδη, όπως η αυτοκυριαρχία, το μέτρο κι η εσωτερική γαλήνη. Οι πόθοι πρέπει να ελέγχονται. Κατ’ αυτό τον τρόπο αποκτά ο άνθρωπος και την ικανότητα ν’ αντέχει τους πόνους.
Τον κήπο του Επίκουρου τον επισκέπτονταν συχνά άνθρωποι με θρησκευτικούς φόβους κι αμφιβολίες. H θεωρία των ατόμων του Δημόκριτου ήταν, λοιπόν, το κατάλληλο φάρμακο ενάντια στη θρησκεία και στις προλήψεις. Απαραίτητο στοιχείο της καλής και σωστής ζωής είναι η λύτρωση από το φόβο του θανάτου. Στο ζήτημα αυτό, ο Επίκουρος στηρίχτηκε στη θεωρία του Δημόκριτου. Ο Δημόκριτος δεν πίστευε στη μετά θάνατο ζωή, αφού τα «άτομα της ψυχής» μας διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις μετά το θάνατο μας.
«Γιατί να φοβόμαστε το θάνατο;» αναρωτιόταν ο Επίκουρος. «Αφού όσο υπάρχουμε εμείς, ο θάνατος δεν υπάρχει. Κι όταν έρχεται αυτός, δε βρισκόμαστε πια εδώ». Αν το δούμε απ’ αυτή την άποψη, έχει δίκιο. Γιατί ποιος άνθρωπος βασανίζεται, επειδή είναι νεκρός;
O Επίκουρος συνόψιζε ο ίδιος τη φιλοσοφία του σ’ αυτό που αποκαλούσε τετραπλό φάρμακο:
-
Δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε τους θεούς.
-
Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούμε για το θάνατο.
-
Το Καλό μπορούμε εύκολα να το φτάσουμε.
-
Το Κακό μπορούμε εύκολα να το αντέξουμε.
Στην Ελλάδα, ήταν συνηθισμένο πράγμα να συγκρίνει κανείς τη δουλειά του φιλόσοφου μ’ εκείνη του γιατρού. O άνθρωπος, επομένως, έπρεπε να εξοπλιστεί μ’ ένα «φιλοσοφικό φαρμακείο» ατομικής χρήσεως, εφοδιασμένο με όλα τα απαραίτητα για τη ζωή φάρμακα.
Σε αντίθεση με τους στωικούς, οι επικούρειοι δεν ενδιαφέρονταν παρά ελάχιστα για την πολιτική και την κοινωνία. «Να ζεις στα κρυφά!» ήταν η συμβουλή του Επίκουρου. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τον κήπο του με τα σημερινά κοινόβια. Ακόμα και στη σημερινή εποχή, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ψάχνουν ένα νησί ή «ένα λιμάνι» μέσα στην αγριότητα της κοινωνίας μας.
Μετά τον Επίκουρο, αρκετοί από τους οπαδούς του πήραν το δρόμο της μάλλον μονόπλευρης ευχαρίστησης. Σύνθημα τους ήταν: «Ζήσε τη στιγμή!» H λέξη «επικούρειος» σήμερα χρησιμοποιείται συχνά με υποτιμητική διάθεση, εννοώντας τον άνθρωπο που κυνηγάει τις απολαύσεις και τις διασκεδάσεις.
O νεοπλατωνισμός
Οι κυνικοί, οι στωικοί κι οι επικούρειοι ερμήνευσαν τη διδασκαλία του Σωκράτη όπως νόμιζαν. Χρησιμοποίησαν, όμως, και τη φιλοσοφία των προσωκρατικών Δημόκριτου και Ηράκλειτου. Αλλά το πιο αξιοσημείωτο από τα φιλοσοφικά ρεύματα της Ύστερης Αρχαιότητας ήταν εμπνευσμένο από τη Θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα. Γι’ αυτό ν κι έχει μείνει γνωστό στην ιστορία ως νεοπλατωνισμός.
O σπουδαιότερος νεοπλατωνικός φιλόσοφος ήταν ο Πλωτίνος (205-270 περίπου). O Πλωτίνος σπούδασε φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια, αργότερα, όμως, εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Ας σημειώσουμε ότι είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Αλεξάνδρεια, το σημείο συνάντησης της ελληνικής φιλοσοφίας με τον ανατολικό μυστικισμό. O Πλωτίνος έφερε στη Ρώμη μια λυτρωτική φιλοσοφία που ανταγωνίστηκε σοβαρά τη νεογέννητη χριστιανική θρησκεία. O νεο-πλατωνισμός επηρέασε πολύ τη χριστιανική θεολογία.
Η γνωριμία του με τον αυτοκράτορα Γαλλιηνό και ο σεβασμός του τελευταίου προς το πρόσωπο του φιλοσόφου, ώθησε τον Πλωτίνο να προτείνει στον αυτοκράτορα την δημιουργία μίας πόλης στην περιοχή της Καμπανίας, η διοίκηση της οποίας θα ακολουθούσε τα πλατωνικά ιδεώδη. Ωστόσο, το φιλόδοξο αυτό σχέδιο του Πλωτίνου τελικά δεν ολοκληρώθηκε με επιτυχία.
Ο Πλωτίνος καταγράφεται ως προσωπικότητα υψηλού ηθικού αναστήματος στην προσωπική και κοινωνική ζωή. Ο ίδιος ο Πορφύριος εστιάζει στην ικανότητα του Πλωτίνου να αντιλαμβάνεται την ψυχολογική κατάσταση του συνομιλητή του, ενώ αναφέρει χαρακτηριστικά πως τον έσωσε από την αυτοκτονία όταν έχοντας διαγνώσει πως πάσχει από μελαγχολία του πρότεινε να ταξιδέψει.
Σύμφωνα με τη Θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα, ο κόσμος ήταν χωρισμένος σε δύο μέρη: τον κόσμο των ιδεών και τον κόσμο των αισθήσεων. Την ίδια διάκριση έκανε ο Πλάτωνας και μεταξύ της ανθρώπινης ψυχής και του σώματος που τη φιλοξενούσε. O άνθρωπος, λοιπόν, ήταν, κατά τη γνώμη του, ένα πλάσμα με διπλή υπόσταση. Το σώμα του ήταν φτιαγμένο από χώμα και σκόνη, όπως κι όλα τ’ άλλα πράγματα στον κόσμο των αισθήσεων. Έχουμε, όμως, μέσα μας και την αθάνατη ψυχή μας. H αντίληψη αυτή ήταν αρκετά διαδεδομένη στην Ελλάδα, ακόμα και πριν από τον Πλάτωνα. O Πλωτίνος γνώριζε, εξάλλου, παρόμοιες ασιατικές κοσμοθεωρίες.
O Πλωτίνος έβλεπε τον κόσμο να ξεδιπλώνεται ανάμεσα σε δύο πόλους. Στη μια άκρη τοποθετούσε το θείο φως, το οποίο ονόμαζε Ένα και μερικές φορές Θεό. Στην άλλη άκρη βασιλεύει το απόλυτο σκοτάδι* εκεί δε φτάνει το φως του «Ενός». To σημαντικό για τον Πλωτίνο είναι πως αυτό το σκοτάδι δεν υπάρχει καν, δεν έχει κανενός είδους ξεχωριστή υπόσταση. Είναι μόνο μια απουσία φωτός -δηλαδή δεν είναι τίποτα. To μόνο που υπάρχει είναι ο «Θεός» ή το «Ένα». Όπως, όμως, μια πηγή φωτός μέσα στο σκοτάδι χάνει σταδιακά τη δύναμη της, και το φως αδυνατίζει και σβήνει, έτσι και στον κόσμο υπάρχει κάποιο σημείο, κάποιο όριο, πέρα από το οποίο οι θείες ακτίνες δεν μπορούν να φτάσουν.
Σύμφωνα με τη θεωρία του Πλωτίνου, το θείο φως του «Ενός» φωτίζει την ψυχή μας, ενώ η ύλη είναι το σκοτάδι, που δεν έχει πραγματική ύπαρξη. Αλλά ακόμα κι οι μορφές της φύσης αντιφεγγίζουν χλομά κι αδύναμα το θείο «Ένα».
Φανταστείτε μια μεγάλη φωτιά που καίει μέσα στη νύχτα. Από τις φλόγες της ξεπηδούν σπίθες και τινάζονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Γύρω της, σε κάποια απόσταση, η νύχτα φωτίζεται, κι από κάμποσα χιλιόμετρα μακριά, μπορεί κανείς να διακρίνει την αδύναμη λάμψη της φωτιάς. Αν ξεμακρύνουμε ακόμα περισσότερο, δε θα βλέπουμε πια παρά ένα μικρό φωτεινό σημαδάκι μέσα στο σκοτάδι, σαν φαναράκι. Αν προσπεράσουμε κι αυτό το σημείο, τότε το φως δε θα μπορεί πια να μας φτάσει. Κάπου μέσα στη νύχτα, χάνονται οι φωτεινές ακτίνες. Κι όταν μας τυλίξει το σκοτάδι, δε βλέπουμε τίποτα. Τότε δεν υπάρχουν ούτε μορφές ούτε περιγράμματα ούτε ίσκιοι.
Ας φανταστούμε τώρα την πραγματικότητα σαν μια τέτοια φωτιά. Αυτό που καίει είναι ο Θεός, και το σκοτάδι ολόγυρα είναι η ψυχρή ύλη, από την οποία είναι φτιαγμένα τα πάντα, άνθρωποι και ζώα. Δίπλα στο Θεό, βρίσκονται οι αιώνιες ιδέες, που αποτελούν τα πρότυπα όλων των πλασμάτων. H ανθρώπινη ψυχή, προπάντων, είναι «μια σπίθα φωτιάς». Αλλά και παντού μέσα στη φύση φτάνει η αναλαμπή αυτού του θείου φωτός. Μπορούμε να το δούμε σε όλα τα ζωντανά πλάσματα, ακόμα και μέσα σ’ ένα τριαντάφυλλο ή σε μια καμπανούλα. Το χώμα, το νερό κι οι πέτρες βρίσκονται στα πιο απομακρυσμένα σημεία, όπου φτάνει ακόμα η ανταύγεια της θείας φωτιάς.
Οι εικόνες που χρησιμοποίησε ο Πλωτίνος θυμίζουν την παραβολή του Πλάτωνα με την υπόγεια σπηλιά. Όσο πλησιάζουμε στην έξοδο της σπηλιάς τόσο πιο κοντά ερχόμαστε με όσα υπάρχουν στ’ αλήθεια. Σε αντίθεση, όμως, με τον ξεκάθαρο διαχωρισμό της πραγματικότητας σε δύο μέρη, η σκέψη του Πλωτίνου στηρίζεται σε μια ιδέα, σε μια αίσθηση ενότητας. Όλα είναι ένα, γιατί όλα είναι Θεός. Ακόμα κι οι σκιές στο βάθος της σπηλιάς του Πλάτωνα είναι μια μακρινή ανταύγεια του «Ενός».
Κάποιες σπάνιες φορές στη ζωή του, ο Πλωτίνος ένιωσε την ψυχή του να ενώνεται με το Θεό. Την εμπειρία αυτή την ονόμασαν μυστικό βίωμα. O Πλωτίνος δεν ήταν ο μόνος που γνώρισε τέτοιες εμπειρίες. Άνθρωποι απ’ όλες τις εποχές και τους πολιτισμούς διηγούνται παρόμοια βιώματα τους. Μπορεί οι περιγραφές τους να διαφέρουν πολύ μεταξύ τους* παρουσιάζουν, όμως, και πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Ας δούμε μερικά απ’ αυτά.
Οι μυστικοί
Το μυστικό βίωμα σημαίνει ότι βιώνει κανείς τον εαυτό του ενωμένο με το Θεό ή με την «παγκόσμια ψυχή». Σε πολλές θρησκείες αναφέρεται ότι ανάμεσα στο Θεό και τα δημιουργήματα του ανοίγεται μια άβυσσος. Οι μυστικοί δε γνωρίζουν, δε βιώνουν αυτή την άβυσσο. Οι μυστικοί, γυναίκες και άντρες, ζουν μια «ένωση με το Θεό».
Το ζήτημα είναι ότι αυτό που ονομάζουμε «Εγώ» και θεωρούμε δικό μας δεν είναι ο πραγματικός εαυτός μας. Για μερικές σύντομες στιγμές μπορούμε να νιώσουμε πως είμαστε ταυτισμένοι με κάποιο μεγαλύτερο Εγώ. Μερικοί από τους μυστικούς ονομάζουν το μεγαλύτερο αυτό Εγώ, «Θεό», άλλοι, «παγκόσμια ψυχή», «φύση» ή «Σύμπαν». Τη στιγμή της ένωσης του με το θείο, ο μυστικός νιώθει ότι «χάνει τον εαυτό του», ότι χάνεται ή ότι εξαφανίζεται μέσα στο Θεό, όπως μια σταγόνα νερό «χάνεται», όταν πέσει μέσα στη θάλασσα. Ένας Ινδός μυστικός περιέγραψε κάποτε την εμπειρία του με τα παρακάτω λόγια: «Όταν υπήρχα εγώ, δεν υπήρχε ο Θεός. Τώρα υπάρχει ο Θεός κι εγώ δεν υπάρχω πια». O χριστιανός μυστικός Άγγελος Σιλέσιος (1624-1677) έλεγε: «Η σταγονίτσα γίνεται θάλασσα, όταν ενώνεται με τη θάλασσα. Κι η ψυχή γίνεται Θεός, όταν ενώνεται με το Θεό».
Το ζήτημα είναι ότι αυτό που ‘χάνει’ κάποιος στην ένωση με το Θεό είναι απειροελάχιστο κι εντελώς ασήμαντο σε σύγκριση μ’ αυτό που κερδίζει. Χάνει τον εαυτό του, στη μορφή που την έχουμε γνωρίσει μέσα στην καθημερινότητα, στη μορφή που έχει τώρα. Την ίδια στιγμή,’όμως, αντιλαμβάνεσαι ότι είσαι κάτι πολύ πιο μεγάλο, κάτι απίστευτα σπουδαίο, κάτι αιώνιο. Είσαι ολόκληρο το Σύμπαν. Είσαι η «παγκόσμια ψυχή». Το αληθινό Εγώ – που δεν μπορεί κάποιος να το γνωρίσει παρά μόνο εγκαταλείποντας τον καθημερινό, γνώριμο εαυτό του – είναι, για τους μυστικούς, η θαυμαστή φωτιά που καίει στους αιώνες των αιώνων.
Μυστικά ρεύματα συναντάμε σ’ όλες τις μεγάλες θρησκείες. Και τα γραπτά των μυστικών, παρ’ όλες τις πολιτιστικές διαφορές τους, παρουσιάζουν εκπληκτικές ομοιότητες μεταξύ τους. Οι διαφορές τους γίνονται αισθητές, μόνο όταν ο μυστικός επιχειρεί να προχωρήσει σε ερμηνείες του μυστικού βιώματος.
Οι δυτικοί μυστικοί – οι μυστικοί, δηλαδή, οι προερχόμενοι από τη χριστιανική, την εβραϊκή και τη μουσουλμανική θρησκεία – τονίζουν ότι έζησαν τη συνάντηση μ’ έναν προσωπικό Θεό. Παρόλο που ο Θεός βρίσκεται μέσα στη φύση και στην ανθρώπινη ψυχή, είναι πέρα και πάνω απ’ αυτό τον κόσμο. Οι ανατολικοί μυστικοί, αντίθετα, – οι προερχόμενοι, δηλαδή, από τον ινδουισμό, το βουδισμό και την κινεζική θρησκεία – υπογραμμίζουν ότι έζησαν την απόλυτη ταύτιση με το Θεό ή με την «παγκόσμια ψυχή». «Εγώ είμαι η ψυχή του κόσμου», λέει ο μυστικός. Ή: «Εγώ είμαι ο Θεός». Γιατί ο Θεός υπάρχει μόνο μέσα στον κόσμο* πουθενά αλλού.
Στην Ινδία, υπήρχαν ισχυρά μυστικά ρεύματα πολύ πριν από την εποχή του Πλάτωνα. Ο Σουάμι Βιβεκανάντα, που συνέβαλε στη διάδοση των βουδιστικών ιδεών στη Δύση, είχε πει κάποτε: «Ορισμένες θρησκείες χαρακτηρίζουν άθεο τον άνθρωπο που δεν πιστεύει στην ύπαρξη ενός προσωπικού θεού έξω από τον εαυτό του. Εμείς χαρακτηρίζουμε άθεο τον άνθρωπο που δεν πιστεύει στον εαυτό του. Αθεϊσμός για μας είναι η έλλειψη πίστης στη θεία ιδιότητα της ανθρώπινης ψυχής».
Το μυστικό βίωμα είναι σημαντικό και για την Ηθική. Ένας παλιός πρόεδρος της Ινδίας, ο Ραντακρισνάν, είχε πει κάποτε: «Πρέπει ν’ αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου, επειδή είσαι ο πλησίον σου. Μια ψευδαίσθηση και μόνο σε κάνει να νομίζεις ότι ο πλησίον σου είναι κάποιος άλλος κι όχι εσύ ο ίδιος».
Ακόμα και στην εποχή μας υπάρχουν άνθρωποι που δεν ασπάζονται καμιά θρησκεία και οι οποίοι περιγράφουν μυστικά βιώματα.
Ξάφνου βιώνουν κάτι που ονομάζουν «κοσμική συνείδηση» ή «ωκεάνειο συναίσθημα». Αισθάνονται ότι έχουν ξεφύγει από το χρόνο και βλέπουν τον κόσμο «από την οπτική γωνία της αιωνιότητας».
Από τον Κόσμο της Σοφίας του Jostein Gaarder (εκδ. Λιβάνη) – wikipedia