ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΛΕΪΓΙΑΡΝΤ (Richard Layard), 72 ετών, Βρετανός οικονομολόγος, ιδρυτής και διευθυντής από το 1990 του Κέντρου Οικονομικών Επιδόσεων στο London School of Economics. Τον τελευταίο καιρό έχει στρέψει την προσοχή του στη λεγόμενη «Οικονομία της ευτυχίας». Η θεωρία του εδώ ξεκινάει από τη διαπίστωση ότι το χρήμα είναι κακό μέσον για να προσεγγίσει κάποιος, αποκλειστικά με αυτό, την ευτυχία. Το βιβλίο του «Happiness: Lessons from a new science» («Ευτυχία: Μαθήματα για μια νέα επιστήμη», που κυκλοφορεί στα αγγλικά από τις εκδόσεις «Penguin») έχει εγείρει πολλές συζητήσεις, κυρίως στην Αγγλία και την Αμερική. Πιστεύει ότι «το μέγα λάθος της οικονομικής πολιτικής σήμερα είναι ότι μοιάζει να εξισώνει τις αλλαγές που θα επέλθουν στην ευτυχία μιας κοινωνίας με αλλαγές που πρέπει να γίνουν στην αγοραστική της δύναμη». Με απλά λόγια, εάν έχω χρήματα να αγοράσω εκείνα που πιστεύω ότι θα με κάνουν ευτυχισμένο, δεν σημαίνει ότι τελικά θα είμαι κιόλας.
ΑΥΤΟ, βεβαίως, αφορά τις δικές μας, πιο εύπορες κοινωνίες της Δύσης. Για τις κοινωνίες που βιώνουν διαρκή φτώχεια, η αύξηση του εισοδήματος ασφαλώς και μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην προώθηση της ευτυχίας και στην ανακούφιση της αβάσταχτης δυστυχίας και απόγνωσης που η φτώχεια προκαλεί. Όμως, όπως λέει ο Λέιγιαρντ, έρευνες που έχουν γίνει τα τελευταία 50 χρόνια έδειξαν ότι στις δυτικές κοινωνίες, τις κοινωνίες της αφθονίας, όπως τις ονόμαζε ο μακαρίτης Κένεθ Γκαλμπρέιθ, οι άνθρωποι δεν έχουν γίνει πιο ευτυχισμένοι παρά την τεράστια αύξηση του εισοδήματός τους, των αγαθών που μπορούν να απολαμβάνουν και των κοσμογονικών αλλαγών στην τεχνολογία.
ΚΑΝΕΙ μια έκκληση προς τους πολιτικούς ο Λέιγιαρντ: τα οικονομικά είναι σημαντικά, αλλά η κοινωνική πολιτική δεν πρέπει να αρχίζει από αυτά και να τελειώνει σε αυτά. Η λεγόμενη «νέα ψυχολογία», η «επιστήμη του εγκεφάλου», η κοινωνιολογία και η φιλοσοφία, είναι επιστημονικά πεδία που πρέπει να «παντρευτούν» με την οικονομία και από αυτόν τον γάμο να αναζητηθεί η χρυσή, εάν υπάρχει, συνταγή της ευτυχίας. Σε άπειρες έρευνες των τελευταίων χρόνων, εκείνα που ξεχωρίζουν οι άνθρωποι ως «στοιχεία της ευτυχίας» που τους λείπουν, είναι: πιο δεμένη οικογενειακή ζωή, ασφάλεια, καθαρή ατμόσφαιρα και περισσότερος ελεύθερος, ποιοτικός χρόνος. «Στοιχεία» που είναι σαφές ότι δεν εμπίπτουν, ασφαλώς, σε αυτό που αυστηρά θα ονομάζαμε «οικονομικό πεδίο».
ΑΡΑ, όπως λέει ο Λέιγιαρντ, όταν καταστρώνουμε κοινωνική πολιτική, μαζί με τα οικονομικά μεγέθη καλό είναι να κοιτάζουμε εκείνα τα «πεδία» απ’ όπου, με ολοένα και αυξανόμενους ρυθμούς ξεπετάγονται εκείνα τα αρνητικά «στοιχεία», που κάνουν τους ανθρώπους σήμερα πιο δυστυχισμένους (εγκληματικότητα, διαζύγια, ψυχικές παθήσεις, περιβαλλοντική ρύπανση κ.λπ.) και σ’ αυτά να επικεντρώσουμε την προσοχή μας. «Οι κοινωνίες μας σήμερα δεν έχουν κοινωνικότητα. Δεν γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Ο γείτονας με τον γείτονα. Ο δάσκαλος με τους γονείς. Ο καταστηματάρχης με τον πελάτη. Ο δήμαρχος με τον ψηφοφόρο του. Ακόμα κι ο πατέρας με τον γιο ή την κόρη. Δεν τρώμε πια γύρω από το ίδιο τραπέζι. Ξεχάσαμε πώς είναι να συζητάς γύρω από ένα τραπέζι. Ξεχάσαμε τα μεσημεριανά φαγοπότια της Κυριακής. Στην τηλεόραση σπάνια καθόμαστε μαζί. Ο καθένας βλέπει σε διαφορετική συσκευή αυτό που θέλει. Άρα, δεν υπάρχει εδώ η υπέροχη έννοια της υποχωρητικότητας – όλοι απαιτούν να είναι ευχαριστημένοι κατ’ ιδίαν. Δεν βρισκόμαστε σε κοινές εκδηλώσεις. Δεν διεκδικούμε τα ίδια πράγματα», λέει ο συγγραφέας. Και εμείς, στο ίδιο θέμα θα επανέλθουμε αύριο…
Ο ΤΖΕΡΕΜΙ ΜΠΕΝΘΑΜ (1748-1832), του οποίου το κέρινο ομοίωμα εκτίθεται σε ένα προστέγασμα στο University College του Λονδίνου, θεωρείται ο πρώτος σύγχρονος διανοητής που υποστήριξε την ιδέα «της μεγαλύτερης δυνατόν ευτυχίας στους περισσότερους δυνατόν ανθρώπους», βασισμένης στην ιδέα του ωφελιμισμού. Υποστήριξε την «προσωπική και οικονομική ελευθερία» του κάθε ατόμου, το ελεύθερο εμπόριο, τον διαχωρισμό κράτους και Εκκλησίας, ίσα δικαιώματα των ζώων, κατάργηση της δουλείας και της φυσικής βίας εναντίον πάντων (ιδίως εναντίον των παιδιών), και τάχθηκε υπέρ του διαζυγίου.
ΜΑΡΤΙΝ ΣΕΛΙΓΚΜΑΝ, 63 ετών. Ο Αμερικανός ψυχολόγος και συγγραφέας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας, ιδιαίτερα δημοφιλής για τη δουλειά που κάνει τα τελευταία χρόνια στον τομέα της λεγόμενης «θετικής ψυχολογίας» (positive psychology), ενός νέου κλάδου της ψυχολογίας, που επικεντρώνεται στην εμπειρική φαινομένων όπως τα θετικά συναισθήματα, ενδυνάμωση των θετικών στοιχείων μιας προσωπικότητας, στροφή προς έναν «πιο υγιή και απλό» τρόπο ζωής, και άλλα. Οι έρευνες του κ. Σέλιγκμαν έχουν δείξει ότι είναι δυνατόν να είναι κάποιος πιο ευτυχισμένος -δηλαδή να αισθάνεται περισσότερο ευχαριστημένος από πράγματα που κάνει στη ζωή του, να συμμετέχει πιο πολύ σε «καθημερινές λειτουργίες» της ζωής, να βρίσκει νόημα σ’ αυτό που κάνει και πιθανώς να γελάει και να χαμογελάει περισσότερο- ανεξαρτήτως των συνθηκών που μπορούν να επικρατούν «στον μικρό ή μεγαλύτερο χώρο του».
Ο κ. ΣΕΛΙΓΚΜΑΝ έχει επιστρατευθεί από το υπουργείο Παιδείας της Βρετανίας για να εκπαιδεύσει τους καθηγητές, ώστε με τη σειρά τους, και από την επόμενη σχολική χρονιά, να εφαρμόσουν σε μαθητές και μαθήτριες 11 χρόνων «ειδικές τεχνικές συμπεριφοράς», που θα ενισχύσουν την αυτοπεποίθηση και θα βελτιώσουν τη συμπεριφορά τους. Το πρώτο τέτοιο πρόγραμμα «σεμιναρίων ευτυχίας» θα εφαρμοστεί πειραματικά σε γυμνάσια της χώρας, όπου το ένα τρίτο των παιδιών εφηβικής ηλικίας δηλώνουν πως έχουν βιώσει κατάθλιψη. Απελπιστική περιγράφεται η κατάσταση στην περιφέρεια του Νότιου Τάινσαϊντ, όπου το 10% των παιδιών σε οποιοδήποτε σχολείο πιστεύεται (βάσει ανάλυσης στατιστικών στοιχείων και όχι με εξέταση) πως πάσχουν από βαριά κατάθλιψη, που σημαίνει ότι βιώνουν παρατεταμένα διαστήματα στενοχώριας και απόγνωσης και φτάνουν ακόμα και σε σκέψεις για αυτοκτονία.
ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ του κ. Σέλιγκμαν περιλαμβάνει μαθήματα ενδυνάμωσης της αυτοπεποίθησης, ειδικές συνεδρίες για υποστήριξη παιδιών που οι γονείς τους δεν έχουν καλές σχέσεις μεταξύ τους, ακόμα και τεχνικές χαλάρωσης και «διαπραγματευτικής ικανότητας». Ο δρ Νικ Μπέιλις (Nick Baylis), 36 χρόνων, είναι ψυχολόγος και επικεφαλής του «Ινστιτούτου Ευζωΐας» στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ (www.CambridgeWellbeing.org). Πιστεύει ότι τα σχολεία σήμερα ρίχνουν όλη την προσοχή τους «στα διασπαστικά και απείθαρχα παιδιά», λόγω κυρίως της εθνικής εμμονής και υστερίας στη λεγόμενη «αντικοινωνική συμπεριφορά». Αυτό, λέει, έχει ως αποτέλεσμα να μην ασχολείται κανείς με τις πραγματικές ανάγκες των μαθητών, που μπορεί να είναι απείθαρχοι, αλλά παλεύουν αβοήθητοι να αντιμετωπίσουν το έντονο στρες που σχεδόν καθημερινά βιώνουν. Πριν από 2 μήνες περίπου σε ένα συνέδριο παιδοψυχολογίας στη Γαλλία, μία σύνεδρος έλεγε χαρακτηριστικά ότι συχνά οι δάσκαλοι επιπλήττουν και τιμωρούν το παιδί που χαζεύει έξω από το παράθυρο «και όμως το παιδί αυτό είναι πολύ πιθανόν να είναι ή να γίνει καταθλιπτικό κι, επομένως, βοήθεια χρειάζεται και όχι απόρριψη».
Ο δρ ΣΕΛΙΓΚΜΑΝ περιγράφει τον εαυτό του ως «ένα στρουμπουλό, προνομιούχο Εβραιόπουλο», που γύρω στα 13 του χρόνια, φοιτώντας σε ένα από τα ελίτ σχολεία της Αμερικής, άρχισε να γεύεται έντονα την απόρριψη από συμμαθητές, συμμαθήτριες (ιδίως) και δασκάλους. Θυμάται ότι εκείνη την εποχή η μόδα ήταν όλοι να μιλάνε πολύ και να αυτοεπιβεβαιώνονται μέσω της ικανότητάς τους να λένε πράγματα που ήταν ή που νόμιζαν πως ήταν έξυπνα. Επίσης, λέει, ήταν εποχή που ακόμα και οι μαθητές πίστευαν πως ήταν σε θέση να δίνουν συμβουλές για το κάθε τι. Εκείνος, αμυνόμενος προφανώς, γιατί ήταν «στην απ’ έξω», ανέπτυξε ένα χάρισμά του, που δεν είχε πολυεκτιμήσει πριν. Το χάρισμα τού να μπορεί να ακούει τους άλλους. Έτσι, σιγά σιγά άρχισε να αποκτά φίλους. Και κυρίως, φίλες. Γιατί κανένας τότε (αλλά και τώρα ακόμα) δεν άκουγε. Όλοι μιλούσαν. Όλοι ήθελαν κάτι να πουν. Αυτό το ταλέντο του, διαβάζουμε σε μία από τις πολλές βιογραφίες του, τον έφερε σ’ αυτόν τον χώρο που υπηρετεί σήμερα.
Χρήστος Μιχαηλίδης