Η κατηγορία που προσαρτήθηκε το 399 π.Χ εναντίον του Σωκράτη ήταν αφενός για ασέβεια προς τους θεούς και αφετέρου για διαφθορά των νέων:
“Σωκράτη φησίν αδικείν τους τε νέους διαφθείροντα και θεούς ους η πόλις νομίζει ου νομίζοντα, έτερα δε δαιμόνια καινά», δηλαδή: ότι ο Σωκράτης πιστεύει σε θεούς που η πόλη δεν πιστεύει, ότι εισάγει καινούριους θεούς και θεότητες και ιδέες περί αυτών, οπότε βάσει αυτού διαφθείρει τους νέους με νέες νοοτροπίες.
Ο Θάνατος του Σωκράτη
Στην πραγματικότητα η διαφθορά που κατηγορήθηκε ότι προξενούσε ο Σωκράτης στους νέους ήταν το να τους δείχνει ότι δεν έπρεπε να ασχολούνται και να νοιάζονται για τις περιουσίες τους- πράγμα που προξενούσε αντιδράσεις από τους γονείς των νέων – αλλά να κοιτάζουν να γνωρίσουν και να βελτιώσουν τον εαυτό τους για να μπορέσουν να ανέβουν σε ανώτερο επίπεδο πνευματικό για να μπορέσουν να πάνε κοντά στους θεούς όπως λέει στο έργο “Φαίδων” του Πλάτωνα.
Επίσης, η έννοια “δαιμόνια” δεν πρέπει να μπερδεύεται με την κακή έννοια που δίνουν σήμερα οι χριστιανοί. H λέξη Δαίμων-Δαήμον σημαίνει γνώστης (εξού και ο αδαής), και έχει την έννοια ανώτερης πνευματικής θεότητας. Ο Πλούταρχος ως ιεροφάντης των Δελφών αφιερώνει ολόκληρο βιβλίο, το “Περί Σωκράτους Δαιμόνιον”) για αυτά τα ζητήματα. Αλλά και ο Πρόκλος σε ένα έργο του.
Σαφείς ενδείξεις για το Σωκρατικό δαιμόνιο έχουμε στη Απολογία Σωκράτους του Πλάτωνα: «Ίσως λοιπόν να σας φαίνεται παράξενο που, ενώ τριγυρίζοντας ανάμεσά σας σάς συμβουλεύω ιδιαιτέρως και μιλώ για πολλά πράγματα, δημόσια δεν τολμώ να ανεβώ στο βήμα και μιλώντας στο πλήθος να συμβουλεύω την πόλη. Αιτία αυτού του πράγματος είναι εκείνο που πολλές φορές ήδη και σε πολλά μέρη με έχετε ακούσει να λέω, ότι υπάρχει μέσα μου κάτι θεϊκό και δαιμόνιο, μια φωνή, αυτό που έγραψε και στην καταγγελία του διακωμωδώντας το ο Μέλητος.
Και συνεχίζει ο Σωκράτης στην Απολογία του: «Σε μένα λοιπόν αυτό άρχισε να υπάρχει από τότε που ήμουνα παιδί, είναι μια φωνή που ακούω, η οποία, όποτε την ακούω, πάντοτε με αποτρέπει από κάτι που πρόκειται να κάνω, και ποτέ δεν με προτρέπει σε τίποτε. Αυτή είναι που με εμποδίζει ν΄ασχοληθώ με την πολιτική. Και μου φαίνεται, ότι κάνει πάρα πολύ καλά που με εμποδίζει. Γιατί να ξέρετε καλά, Αθηναίοι, ότι αν εγώ είχα από παλιά να ασχοληθώ με τα πολιτικά πράγματα, θα με είχατε σκοτώσει εδώ και πολύ καιρό και ούτε τον εαυτό μου θα είχα ωφελήσει σε τίποτε ούτε και σας»
Ο κύριος κατήγορος του Σωκράτη ήταν μεταξύ των άλλων ένας πλούσιος βυρσοδέψης και πολιτικός, ο Άνυτος, που είχε πολιτική και οικονομική δύναμη. Στο έργο “Μένων” όπου ο βασικός διάλογος γίνεται μεταξύ Σωκράτη και Μένωνα, υπάρχουν και άλλοι συνομιλητές μεταξύ αυτών και ο Άνυτος. Ο Άνυτος έχει ύφος παντογνώστη και ο Σωκράτης εκεί ξεσκεπάζει την σύγχυση που βρίσκεται μέσα στον νου του και την άγνοια του σε τέτοιο βαθμό, που τον χτυπά στον εγωισμό του. Ο Άνυτος επανειλημμένως προσπάθησε να βγει από πάνω, πράγμα που δεν κατάφερε, οπότε στο τέλος κατέφυγε σε απειλές.
Η κατηγορούσα ομάδα (Άνυτος – Μέλητος – Λύκων) προσπαθεί να συνδέσει τον Σωκράτη τόσο με την αμφισβήτηση τω παραδοσιακών αξιών που επέφερε η διδασκαλία των σοφιστών, όσο και με τους φυσικούς φιλοσόφους όπως ο Αναξαγόρας, που θεωρούνταν άθεοι από την πλειοψηφία των Αθηναίων. Για τη σύνδεση του Σωκράτη με τους σοφιστές και τις ανατρεπτικές τους δραστηριότητες υπάρχει σαφές προηγούμενο: στις Νεφέλες του Αριστοφάνη
Ο Άνυτος δεν εφηύρε την κατηγορία αυτή από το μυαλό του, αλλά βασίστηκε στο έργο Νεφέλαι του Αριστοφάνη που είχε γραφτεί και παιχτεί αρκετές δεκαετίες νωρίτερα. Η κατηγορία με την οποία πήγε στο δικαστήριο ήταν σχεδόν εξολοκλήρου ειπωμένη στην κωμωδία εκείνη, άρα και ο Αριστοφάνης ηθικός αυτουργός της κατηγορίας αυτής.
Η πιο σοβαρή κατηγορία, ότι ο Σωκράτης διαφθείρει τους νέους, είναι η πιο ασαφής και πιθανότατα η πιο επικίνδυνη. Παρόλο που ο Μέλητος συνδέει το μέρος αυτό της κατηγορίας με τη θρησκευτική ετεροδοξία (αίρεση) του Σωκράτη, είναι ξεκάθαρο ότι αυτό πηγαίνει βαθύτερα και αφορά τις σχέσεις του Σωκράτη με πολιτικά πρόσωπα. Κυρίως αναφέρεται στους Αλκιβιάδη και Κριτία και δευτερευόντως πιθανότατα και στον Χαρμίδη. Όλοι τους υπήρξαν μέλη του σωκρατικού κύκλου σε κάποια περίοδο και όλοι έβλαψαν σημαντικά την Αθήνα, ο Αλκιβιάδης προδίδοντάς την και οι άλλοι δύο καταλύοντας τη δημοκρατία με σπαρτιατική βοήθεια το 404 π.Χ. Αν προστεθούν σ΄ αυτά οι υπόνοιες για συμμετοχή του Αλκιβιάδη στην ιεροσυλία των Ερμών κεφαλών, το γεγονός ότι τέσσερα ακόμη πρόσωπα που συνδέονταν με το Σωκράτη καταδικάστηκαν για την ίδια υπόθεση (Ερυξίμαχος, Ακούμενος, Αξίοχος και Φαίδρος) και ο πιθανός αθεϊσμός του Κριτία, η θρησκευτική κατηγορία συναντά την πολιτική καχυποψία που περιέβαλε τον Σωκράτη ειδικά μετά την πτώση των Τριάκοντα τυράννων. αυτή τη σύνθετη και ουσιαστικά αδιατύπωτη κατηγορία ο Σωκράτης την αντιμετωπίζει με λιγότερη επιτυχία από τις δύο προηγούμενες και είναι ουσιαστικά αυτή που οδηγεί στην καταδίκη του, τουλάχιστον στην πλατωνική εκδοχή.
Ο Σωκράτης δεν προσφωνεί τους δικαστές του με το συνηθισμένο «άνδρες δικασταί». Αυτό θα το χρησιμοποιήσει στη συνέχεια. «ἐμοὶ γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί- ὑμᾶς γὰρ δικαστὰς καλῶν ὀρθῶς ἂν καλοίην», μόνο για όσους δικαστές ψήφισαν αθωωτικά.
Ενώ λοιπόν ουδέποτε αμφισβητεί την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, αμφσβητεί τη de facto ικανότητα των δικαστών να τον κρίνουν. Δε θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι από την πρώτη στιγμή δείχνει την πρόθεσή του να μην κολακέψει κατά οποιονδήποτε τρόπο τους δικαστές ή ακόμη και να τους αμφισβητήσει άμεσα. Ο Burnet στην «Apology» παρατηρεί ότι η προσφώνηση «άνδρες Αθηναίοι» ήταν συνηθισμένη στα δικαστήρια. Η συνεχής όμως αποφυγή του όρου άνδρες δικασταί σαφώς και δεν προκαλεί τη συμπάθεια των δικαστών.
Παρόλο που προσφέρθηκε ο ρήτορας Λυσίας και του έγραψε μια απολογία, ο Σωκράτης διάβασε το κείμενο, του το γύρισε πίσω του είπε ότι το ήταν ωραίο κείμενο αλλά δεν ταίριαζε στον ίδιο.
Υπολογίζεται ότι οι δικαστές του Σωκράτη που ήταν 500, ψήφισαν 280 κατά και 220 υπέρ του (σε περίπτωση ισοψηφίας ευνοείτο ο κατηγορούμενος). Η απολογία στην Ηλιαία γινόταν σε πρώτο βαθμό, αν οι δικαστές έπαιρναν καταδικαστική απόφαση ο κατηγορούμενος ερχόταν σε δευτερολογία και πρότεινε την ποινή του.
Μετά την ενοχοποιητική απόφαση ο κατηγορούμενος ανέβαινε στο βήμα για να προτείνει την ποινή που ζητούσε ο ίδιος να επιβληθεί. Ο Σωκράτης λοιπόν ζητάει την “ποινή” του πολυεπίπεδα, πρώτα προτείνει βάσει αυτών των πραγμάτων που πράγματι είχε προσφέρει, αλλά οι Αθηναίοι δεν ήταν σε επίπεδο να το αντιληφθούν δηλ για τις υπηρεσίες του στην Αθήνα, σίτιση από το πρυτανείο, η οποία ήταν η μεγαλύτερη τιμή που οι Αθηναίοι έδιναν σε επίτιμα πρόσωπα που είχαν προσφέρει στην Αθήνα, σε δεύτερο επίπεδο πολύ μικρό χρηματικό ποσό που ο ίδιος θα μπορούσε να πληρώσει δηλαδή μια ασημένια Μνα και τέλος σε πιο πρακτική βάση και κατά την προτροπή των μαθητών του τριάντα Μνες τις οποίες θα τις έδιναν οι μαθητές του οι οποίοι ήταν πλούσιοι. Στην δεύτερη ψηφοφορία οι δικαστές τον καταδίκασαν με μεγαλύτερη διαφορά από ότι πριν.
Ενδέχεται δε να τον καταδίκασαν διότι έβγαλε προς τα έξω την δομή και νοοτροπία εκμάθησης της αλήθειας και πραγματικότητας των Ελευσινίων Μυστηρίων, πράγμα που σήμαινε καταδίκη εις θάνατον. ο Αριστοτέλης είχε πει για τα Ελευσίνια «οὐ μαθεῖν τι, ἀλλά παθεῖν καί διατεθῆναι» δηλαδή δεν σε μαθαίνουν τίποτα αλλά με αυτά που θα περάσεις θα φτάσεις σε επίπεδο να καταλάβεις από μόνος σου ποια είναι η αλήθεια και η πραγματικότητα. Αυτό ακριβώς δηλαδή που έκανε και ο ίδιος ο Σωκράτης (σαν ιεροφάντης) στους μαθητές του. Όπως λέει και ο ίδιος, δεν δίδαξε ποτέ τίποτα και κανέναν, απλά μέσω των ερωτήσεων έβγαινε στην επιφάνεια η σύγχυση που επικρατούσε στον νου, οπότε έστελνε το μυαλό του μαθητή σε μια διαδικασία δύσκολη και επίπονη και δυαδική με στόχο την αποκάλυψη της αλήθειας. Αυτή η διαδικασία την παραλλήλιζε με τους πόνους της γέννας, και την αλήθεια που εμφανιζόταν ως τον νεογνό. Η μέθοδος αυτή ονομάστηκε Μαιευτική.
Ο Σωκράτης ξεκινάει την απολογία του λέγοντας ότι οι κατήγοροι του, είπαν τόσες αναλήθειες και τόσο πειστικά που λίγο ακόμα και θα έπειθαν και τον ίδιο για όλα αυτά. Οι κατήγοροι είχαν ήδη προτρέψει τους δικαστές να μην τον πιστέψουν διότι τάχα είναι δεινός ρήτορας, ο Σωκράτης όμως καταρρίπτει το επιχείρημα τους αυτό, με την απόδειξη ότι πρώτη φορά σε ηλικία εβδομήντα ετών παρουσιάζεται μπροστά σε δικαστήριο, οπότε είναι και εντελώς ξένος ως προς την γλώσσα που χρησιμοποιείται εκεί.
Στην συνέχεια ο Σωκράτης ενημερώνει τους δικαστές ότι υπάρχουν δύο ειδών κατήγοροι, οι πρόσφατοι Άνυτος, Μέλητος και Λύκωνας και οι παλαιότεροι. Μεταξύ αυτών οι χειρότεροι είναι οι παλαιότεροι διότι οι κατηγορίες που του προσάρτησαν έπεσαν σαν σπόροι σε εύφορο χώμα δηλαδή τα παιδιά της πόλης, που μεταξύ αυτών ήταν και οι δικαστές.
Οι πρώτοι κατήγοροι, εκτός από τον ποιητή κωμωδιών (Αριστοφάνη), ήταν άνθρωποι του πλήθους και του όχλου οπότε δεν μπορεί να αναφέρει ο Σωκράτης κανένα συγκεκριμένο όνομα. Ο όχλος αυτός είχε πεισθεί από άλλους οι οποίοι με την σειρά τους έπειθαν άλλους και οι άλλοι άλλους, πράγμα πολύ δύσκολο να αντιμετωπισθεί, αναγκάζοντας τον Σωκράτη να μάχεται με σκιές και να ρωτάει χωρίς να απαντάει κανείς. Έτσι λοιπόν πρέπει να απολογηθεί και να προσπαθήσει να ανατρέψει την ψεύτικη κακή ιδέα που έχουν οι δικαστές από την παιδική τους ηλικία μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.
“Το κατηγορητήριο λοιπόν λέει”, συνεχίζει ο Σωκράτης, “ότι αυτός ερευνά με περιττό ζήλο τα φαινόμενα που συμβαίνουν κάτω από την γη και στον ουρανό, τα άδικα τα κάνει να φαίνονται δίκαια και όλα αυτά τα διδάσκει στους άλλους. Αυτά λίγο πολύ τα είδαμε και στην κωμωδία του Αριστοφάνη “Νεφέλαι”, ότι τάχα κάποιο Σωκράτη να περιφέρεται και να ισχυρίζεται ότι περπατάει στον αέρα και να φλυαρεί αερολογώντας”. Ο Σωκράτης καλεί όλους τους παρευρισκόμενους να πουν αν ποτέ τον άκουσαν να λέει κάτι από τα παραπάνω, όπως και το αν ποτέ πήρε χρήματα για την διδασκαλία του, όπως κάνουν πολλοί άλλοι, όχι κακώς. Κανείς δεν επιβεβαίωσε κάτι τέτοιο.
Στην συνέχεια ο Σωκράτης περνάει στο σημείο της κατηγορίας περί των θεών. Καταρρίπτει την κατηγορία του άθεου εφόσον η ίδια η κατηγορία είναι ότι διδάσκει και φέρνει καινούριες θεότητες, οπότε δεν μπορεί να είναι άθεος. Ακολούθως δεν στέκει η κατηγορία ότι διδάσκει ότι η θεότητα του Ήλιου και της Σελήνης είναι πέτρα και γη διότι αυτά δεν είναι δικές του θεωρίες μα του Αναξαγόρα του οποίου βιβλία υπάρχουν στην ορχήστρα του θεάτρου με μια δραχμή. Και ενώ ο Μέλητος επιμένει στην κατηγορία ότι δεν πιστεύει σε θεούς, ο Σωκράτης απαντά ότι είναι δυνατόν να κατηγορείται για αθεΐα την στιγμή που εισάγει νέους θεούς; αναρωτιέται αν είναι δυνατόν κάποιος να πιστεύει ότι υπάρχουν ανθρώπινα πράγματα και να μην πιστεύει ότι υπάρχουν άνθρωποι; είναι δυνατόν να πιστεύει κάποιος ότι υπάρχει ιππασία αλλά δεν υπάρχουν άλογα; ή ότι δεν υπάρχουν αυλήτες αλλά υπάρχει η αυλητική τέχνη; είναι κανείς που να πιστεύει στην δύναμη των δαιμόνων και να μην πιστεύει στην ύπαρξη των δαιμόνων; “‘δεν θα ήταν δυνατόν αυτό” απαντά ο Μέλητος, “Τους δαίμονες δεν τους θεωρούμε είτε θεούς είτε παιδιά θεών;” “ναι” απαντά ο Μέλητος “Αν πιστεύω λοιπόν στους δαίμονες σύμφωνα (με το κατηγορητήριο) και οι δαίμονες είναι είτε θεοί είτε παιδιά θεών γιατί λες ότι δεν πιστεύω στους θεούς και ταυτόχρονα να πιστεύω;” και απευθύνεται στους δικαστές λέγοντας τους ότι δεν χρειάζεται περισσότερα επιχειρήματα για να αποδείξει ότι δεν ευσταθεί η κατηγορία αυτή.
Εν συνεχεία ο Σωκράτης κάνει λόγο για το γνωστό “Σωκρατικό Δαιμόνιο” (στο οποίο στάθηκε ο Πλούταρχος με το βιβλίο του “Περί Σωκράτους Δαιμόνιον” ) εξηγώντας τον λόγο για τον οποίο δεν ασχολήθηκε ποτέ με την πολιτική.
“Ίσως σας φαίνεται παράξενο που ενώ τριγυρνάω ανάμεσα σας και σας συμβουλεύω, ποτέ δεν ανέβηκα στο βήμα μιλώντας στο πλήθος να συμβουλέψω την πόλη. Αιτία αυτού είναι εκείνο που πολλές φορές σε πολλά μέρη με έχετε ακούσει να λέω, ότι δηλ μέσα μου κάτι θεϊκό και δαιμόνιο, μια φωνή. Αυτή η φωνή υπάρχει από τότε που ήμουν παιδί, που πάντα την ακούω η οποία με αποτρέπει από κάτι που πρόκειται να κάνω αλλά ποτέ δεν με προτρέπει σε τίποτα. Αυτή λοιπόν με αποτρέπει να ασχοληθώ με την πολιτική, και ξέρετε καλά ότι αν είχα ασχοληθεί με την πολιτική από καιρό θα είχα αφανισθεί και ούτε εσάς θα είχα ωφελήσει ούτε και τον εαυτό μου.”
Μετά το πρώτο μέρος της απολογίας, το δικαστήριο αποφασίζει ότι είναι ένοχος με τριάντα ψήφους διαφορά, οπότε θα πρέπει να περάσει σε δευτερολογία για να επιχειρηματολογήσει επάνω στο φλέγον ζήτημα της ποινής που θα του επιβληθεί.
Οι δικαστές όμως τον καταδίκασαν τελικά εις θάνατον και ο Σωκράτης κάνει τον επίλογο του.
“¨Επειδή δεν κάνατε υπομονή λίγο καιρό ακόμα, θα φορτωθείτε το κακό όνομα και την μομφή εκείνων που θέλουν να κατηγορήσουν την Αθήνα πως θανάτωσε τον Σωκράτη, έναν σοφό άνδρα. Σοφό θα με πουν ακόμα και αν δεν είμαι αυτοί που θέλουν να σας κακολογήσουν. Αν περιμένατε λίγο καιρό θα συνέβαινε αυτό εκ φύσεως λόγω ηλικίας. Δεν απευθύνομαι σε όλους αλλά σε αυτούς που με καταδίκασαν. Σε αυτούς λοιπόν θέλω να πω τα εξής: νομίζετε ότι καταδικάστηκα διότι δεν μπόρεσα να πω λόγια που χρειάζονταν για να σας πείσω, δεν ισχύει κάτι τέτοιο…καταδικάστηκα διότι δεν έκανα αυτό που θα θέλατε, δηλαδή να με δείτε να κλαίω και να οδύρομαι. Προτιμώ να πεθάνω έχοντας απολογηθεί έτσι παρά να ζω αλλιώς, γιατί και στις μάχες είναι φανερό ότι μπορεί κανείς να αποφύγει τον θάνατο εγκαταλείποντας τα όπλα του και ικετεύοντας τον εχθρό. Δεν είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς τον θάνατο, είναι όμως δυσκολότερο να αποφύγει το κακό, διότι το κακό τρέχει γρηγορότερα από τον θάνατο. Εμένα ως γέροντα με έχει προφτάσει το πιο αργό από τα δύο, τους κατήγορους μου όμως που είναι γρήγοροι τους πρόφτασε το χειρότερο…η κακία.
Θα δώσω ένα χρησμό σε αυτούς που με καταψηφίσανε, μετά τον θάνατο μου θα τιμωρηθείτε πολύ χειρότερα, από όσο με τιμωρείτε σκοτώνοντας με. Αν νομίζετε ότι σκοτώνοντας θα γλιτώνετε από τις επικρίσεις του τρόπου ζωής σας πέφτετε έξω.”
Μετά ο Σωκράτης απευθύνεται σε αυτούς που έριξαν αθωωτική βουλή φανερώνοντας τους ότι η συνηθισμένη μαντική ικανότητα του δαιμονίου που του εμφανιζόταν πολύ συχνά, και που ακόμα για απλά πράγματα τον εμπόδιζε αν ήταν να πράξει κάτι που δεν ήταν σωστό, αυτή την φορά δεν τον εμπόδισε να μην πει αυτά που είπε στο δικαστήριο. Όπως λοιπόν φαίνεται ήταν γι αυτόν καλό.
Τέλος τους παροτρύνει να πιστέψουν ότι η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει για τον καλόν άνθρωπο κανένα κακό, ούτε όταν ζει ούτε όταν πεθαίνει, και ότι δεν αμελούν οι θεοί να φροντίζουν για τις υποθέσεις τους.
Ο Σωκράτης κλείνει την απολογία του με τα εξής λόγια:
“Αλλά τώρα είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω και σεις για να ζήσετε… Ποιοι από μας πηγαίνουν σε καλύτερο πράγμα είναι άγνωστο σε όλους εκτός από τον θεό
Διαβάστε την απολογία του εδώ
Ή ακούστε το ηχογραφημένο κείμενο (από τις εκδόσεις Κάκτος) στο Youtube
ή δείτε το αφιέρωμα στον Σωκράτη από την εκπομπή του Σκάι
Πηγές: Ελλήνων Πνεύμα και Wikipedia